Του Νίκου Νικολόπουλου, ανεξάρτητου βουλευτή Αχαΐας
Προέδρου Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος
Είμαι ένας άνθρωπος του ρωμαιοκαθολικού Μεσαίωνα,
που γεννήθηκε σε μια συνοικία της Αθήνας
κάτω από ένα δέντρο της Ιουδαίας.
Στανισλάς Μπρετόν – Αυτοβιογραφία
Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
Πραγματικά αναρωτιέμαι πως θα αναδιατύπωνε ο συγγραφέας της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» και του «Γεννήθηκα στο Χίλια Τετρακόσια Δυο», Παναγιώτης Κανελλόπουλος, την παραπάνω φράση του Σ. Μπρετόν, προκειμένου να αναφερθεί στους σύγχρονους Ελληνες.
Σίγουρα θα αφαιρούσε τη φράση περί «ρωμαιοκαθολικού Μεσαίωνα», αλλά με τι θα την αντικαθιστούσε άραγε; Μήπως με τη φράση «Ορθόδοξη παράδοση»;
Είμαι ένας άνθρωπος της Ορθόδοξης παράδοσης, που γεννήθηκε κάτω από ένα δέντρο της Ιουδαίας σε μια συνοικία της Αθήνας.
Με το δικαίωμα -ίσως και την υποχρέωση- που μου παρέχουν τα 30 περίπου χρόνια παρουσίας στον δημόσιο βίο αυτής της χώρας, θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, γιατί, αντίθετα προς την τρέχουσα καθώς φαίνεται νοοτροπία, ανήκω σε έναν απομείναντα αριθμό αδιόρθωτων δημοσίων προσώπων, που άλλο όφελος δεν επιδιώκουμε παρά την όσο γίνεται συγκράτηση στα μέτρα αυτά που ίσχυσαν επί αιώνες.
Που εναντιωνόμαστε στην «αποεθνοποίηση» της στάσης ζωής και της συμπεριφοράς των ανθρώπων, την τάση δηλαδή να καταργηθούν οι όποιες εθνικές ιδιαιτερότητες των λαών, με γνώμονα την εξυπηρέτηση, εμφανώς ή «ανεπαισθήτως», ιδιοτελών στόχων και συμφερόντων.
Που νιώθουμε για την πατρίδα μας «στα σπλάχνα χαλασμό» και που ακόμα πιστεύουμε ότι η θρησκεία μας ήταν αυτή που κατάφερε να διασώσει τον θησαυρό της γλώσσας μας, για να μη χαθεί, στα 400 χρόνια της σκλαβιάς. Και κάπως έτσι διασώθηκε η επίγνωση της εθνικής μας ταυτότητας. Η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι απαίτηση της κοινωνίας αλλά και των καιρών μας. Για τον λόγο αυτό εξάλλου το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδος έχει ήδη καταθέσει προ πολλού την αγωνία του αλλά και τη βούλησή του για την προώθηση των σχετικών διεργασιών. Κυρίως, όμως, ο διάλογος που ξεκινάει με πρωτοβουλία σας για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, μας υποχρεώνει να ξεκαθαρίσουμε την προσωπική μας ευθύνη.
Μια συνταγματική αναθεώρηση που θα πρέπει να σχεδιασθεί ξανά από εσάς με έναν τρόπο πιο ταπεινό: να παραμεριστούν προς το παρόν οι «προοδευτικές σας προσδοκίες», ώστε να συμπηχθεί μια εκφραστική κοινωνική δύναμη και μια πολιτική πλειοψηφία με σκοπό να ξαναγραφεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Και τούτο, δεν μπορεί παρά να γίνει πατώντας σε δυο στέρεες βάσεις: Στη μακραίωνη παράδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας και στην εκ νέου υπαγωγή του Κράτους στην ισχύ της πολιτικής με την όσο το δυνατόν ευρύτερη υποχώρηση της ρυθμιστικής δύναμης του οικονομικού κεφαλαίου.
Διότι, δεν θα πρέπει να παραβλέψετε τις συνέπειες που θα επέλθουν για τον Λαό μας από έναν «συνταγματικά κατοχυρωμένο παραγκωνισμό», με άλλα λόγια μια «συνταγματική υποβάθμιση», της Ορθόδοξης Παράδοσης. Συνέπειες που, στο μέλλον, τα απόνερά τους δεν θα αργήσουν να πνίξουν και τη δική σας πολιτική πλευρά.
Ξεκινώντας από το προοίμιο του Συντάγματος, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας θεωρεί απαράδεκτη οποιαδήποτε παρέμβαση και αλλαγή. Η φράση «Εις το ονόματος της Αγίας και Ομοούσιου και Αδιαιρέτου Τριάδος» αποτυπώνει την ιστορική συνέχεια της χώρας και τον αναγκαίο σεβασμό στους απελευθερωτές της πατρίδας, αλλά και τη συνεχή και αδιάλειπτη σχέση του ελληνισμού με την ορθοδοξία.
Ξεκάθαρες και απολύτως σαφείς είναι όμως οι θέσεις του ΧριστιανοδημοκρατικούΚόμματος και για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, καθώς ταυτιζόμαστε πλήρως με την επίσημη και γνωστή θέση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και του Αγίου Ορους.
Η αναφορά στους διακριτούς ρόλους κράτους – εκκλησίας είναι άκαιρη και παραπλανητική, αφού οι ρόλοι είναι ήδη διακριτοί. Η Πολιτεία νομοθετεί ελεύθερα, αβίαστα και ερήμην της Εκκλησίας και μάλιστα αρκετές φορές κατά των Δογμάτων της. (π.χ. αυτόματο διαζύγιο, πολιτικός γάμος, σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών, καύση νεκρών κ.α.).
Ταυτόχρονα όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της έναντι άλλων θρησκειών και δοξασιών και δεν γίνεται να μειονεκτεί έναντι μειονοτήτων, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σήμερα με το μάθημα των θρησκευτικών, που είναι θρησκειολογικό για τους χριστιανούς, αλλά ομολογιακό για τους καθολικούς ή τους μουσουλμάνους.
Η Ελλάδα είναι ένα δημοκρατικό και πλήρως εκκοσμικευμένο κράτος, που ουδεμία σχέση έχει με κράτη στα οποία ο θρησκευτικός και ο κρατικός νόμος συγχέονται ή και ταυτίζονται. Σημειώνεται δε, ότι στο Σύνταγμα του 1975 υπάρχει αναφορά υπερτέρα της ανεξιθρησκίας, «η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως» (άρθρο 13). Γι’ αυτό και στο ισχύον συνταγματικό πλαίσιο διατυπώνεται μόνο ο σεβασμός και η δέουσα τιμή στην Εκκλησία για τους ιστορικούς αγώνες της ως προς τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας (γλωσσική, πνευματική και πολιτιστική ιδιοπροσωπία). Λόγω τούτου υπάρχει η αναγνώριση της Εκκλησίας ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όπως άλλωστε είναι και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, καθώς και οι Μουσουλμανικές Μουφτείες της Θράκης. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και τη θρησκευτική ελευθερία και την ουδετερότητα στη χώρα μας.
Εάν λοιπόν ως διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, εννοείται ο υποβιβασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα θα είναι κάθετα αντίθετο σε οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια.