Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Ο Νεεμίας ήταν ο τρίτος σημαντικός ηγέτης της αποκατάστασης του Εβραϊκού έθνους μετά τη διάλυσή του από τον βασιλέα των Ασσυρίων Ναβουχοδονόσορα (604-562 π.Χ.) και τη «μετοικεσία Βαβυλώνος» (Ματθαίου α’, 11,12,17) στην εβδομηκονταετή βαβυλώνιο αιχμαλωσία. Το πρώτο µεγάλο κύμα επιστροφής των αιχμαλώτων Ιουδαίων ήρθε στην Ιερουσαλήμ το 538-7 π.Χ. µε αρχηγό τον Ζοροβάβελ (Εσδρας κεφ. 2), ο οποίος και επέβλεψε την ανοικοδόμηση του ναού. Σχεδόν οκτώ χρόνια µετά ήρθε στην αγία πόλη ο γραμματέας Εσδρας µε µια δεύτερη ομάδα Εβραίων και έφερε σαρωτικές µεταρρυθµίσεις µέσα από τη διακονία του με το λόγο του Θεού. Με τον καιρό όμως, επήλθε η παρακμή στην Ιερουσαλήμ. Δεκατρία χρόνια µετά την επιστροφή του Εσδρα στην Ιουδαία, ο Θεός έβαλε έγνοια στην καρδιά του Νεεµία για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιερουσαλήμ.
Οι ειδήσεις που του έφεραν ο Ανανί και οι απεσταλμένοι άνδρες Ιουδαίοι ήσαν άσχημες για την Ιερουσαλήμ και τους Ιουδαίους και συγκεκριμένως, ότι «οι καταλειφθέντες από της αιχμαλωσίας εκεί εν τη χώρα εν πονηρία μεγάλη και εν ονειδισμώ, και τείχη Ιερουσαλήμ καθηρημένα, και αι πύλαι αυτής ενεπρήσθησαν εν πυρί» (Νεεμίου α’, 3).
Ο Νεεμίας είχε έγνοια για την κατάσταση του λαού και για το υπόλοιπο των Ιουδαίων που ο Ναβουχοδονόσορ επέτρεψε να παραμείνει στην Ιουδαία. Αν και ο ίδιος δεν είχε εμπειρία των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν, ταυτίστηκε µαζί τους και αρνήθηκε τις πολυτέλειες του παλατιού που του εξασφάλιζε η εμπιστευτική θέση του «οινοχόος τω βασιλεί» (Νεεμίου α’, 11), για να νηστέψει, για να πενθήσει και να προσευχηθεί και να παρακαλέσει το Θεό «μη δη, Κύριε· αλλά έστω το ούς σου προσέχον εις την προσευχήν του δούλου σου και εις την προσευχήν παίδων σου των θελόντων φοβείσθαι το όνομά σου» (Νεεμίου α’, 11). Εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του λαού σαν να ήταν δικές του και ζήτησε από τον Θεό να θυμηθεί το λόγο του και να τηρήσει την υπόσχεσή του ότι θα ξανασυνάξει το λαό, που τόσο δικαιολογημένα τον είχε διασκορπίσει. Ζήτησε επίσης από τον Κύριο ο βασιλιάς Αρταξέρξης να τον αντιμετωπίσει ευνοϊκά, γιατί µέσα στη σκέψη του είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα σχέδιο για τη βοήθεια των αδελφών του. Επί πολλές µέρες προσευχόταν στον Υψιστο για το θεµα αυτό.
Αφού πήρε την άδεια από το βασιλιά Αρταξέρξη να ενεργήσει για να διορθώσει την κατάσταση της Ιερουσαλήμ και των Ιουδαίων, πρόσφερε ύψιστες υπηρεσίες στο βασιλιά µε το ηγετικό του χάρισμα που τόσο είχε ανάγκη η Ιερουσαλήμ. Ηταν βαθύτατα θεοσεβής (το διαπιστώνουμε από τις πολλές φορές που αναφέρεται ο ίδιος στις προσευχές του). Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις θυελλώδεις αντιδράσεις που συνάντησε µε το ξεκίνημα κιόλας της αποστολής του. Πολύ σωστά έχει λεχθεί ότι υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι στον κόσμο: αυτοί που δεν παίρνουν χαμπάρι τι συμβαίνει γύρω τους, αυτοί που απλώς παρατηρούν αυτό που συμβαίνει κι εκείνοι που κάνουν τα πράγματα να συμβούν όπως τα θέλουν αυτοί. Ο Νεεµίας ήταν ο άνθρωπος που διαµόρφωνε τις εξελίξεις των πραγμάτων γύρω του. Ενώ το βιβλίο του Εσδρα ασχολείται µε το ναό και τη λατρεία, ο Νεεμίας ασχολείται µε τα τείχη και την καθημερινή εργασία της ανοικοδόµησης. Το βιβλίο του Νεεµία φέρνει τον Θεό στην καθημερινότητα της ζωής.
Ο Νεεµίας χρησιµοποιείται συχνά ως παράδειγµα αποτελεσματικού ηγέτη. Πρώτα απ’ όλα, είχε ένα όραμα σχετικό με το σκοπό που ήθελε να επιτύχει. Αφού ανέλυσε το πρόβλημα, κατέληξε σ’ ένα κατάλληλο σχέδιο δράσης. Στη συνέχεια µετέδωσε το όραμά του και σε άλλους, κάνοντάς τους να συμμετάσχουν ενεργά σ’ αυτό. Κατόπιν τον βλέπουμε να μοιράζει ευθύνες και εργασίες. Επέβλεψε το έργο και την απόδοση του καθενός µέχρι που το έργο ολοκληρώθηκε.
Ο Νεεµίας ένιωσε τέτοια λύπη και τόση αδυναμία από τα απελπιστικά νέα από την Ιουδαία, που στα δάκρυα η ψυχή του βρήκε τη µόνη που άρμοζε στην περίσταση έκφραση. Φαίνεται να ‘χουν στη χριστιανική ζωή και υπηρεσία τη θέση τους, τα δάκρυα. Το κλάμα και ο συντριμμός που φέρνει στην καρδιά, η συνειδητοποίηση του πόσο μεγάλο είναι το χάλασμα και η συμφορά. Βέβαια μαζί με το κλάμα, ήρθε και η προσευχή. Ακόμη, η νηστεία και η εκζήτηση του Κυρίου (Νεεμίας α’ 4). Σε μια ανάλογη συμφορά, έκλαψε ο Κύριος «Ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτή» (Λουκά ιθ’, 41).
Ας θυμηθούμε τη δύναμη των δακρύων ενώπιον του Θεού. Στην Αγία Γραφή αναφέρονται παραδείγματα δακρύων:
1. Τα δάκρυα της υπηρεσίας
Εκείνου που ο αγώνας του στην πνευματική ζωή και στη διακονία του στο έργο του Θεού δεν αφήνει ανέγγιχτη την καρδιά του. Οι δυσκολίες που προκύπτουν και απειλούν με καταστροφή της προσπάθειας υπερβαίνονται από τη διαβεβαίωση του Θεού «οι σπείροντες εν δάκρυσι εν αγαλλιάσει θεριούσι» (Ψαλμού ρκε’ (ρκστ’) 6). Σ’ αυτή τη διαβεβαίωση θα αναζητήσει βοήθεια και ελπίδα για να μην απογοητευθεί και να μην εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Ο Θεός εκπληρώνει τα αιτήματα εκείνου που ευρίσκεται στην υπηρεσία Του και τον κινεί η αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Ας θυμηθούμε την προσευχή των πρώτων Χριστιανών όταν ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος από τον Ηρώδη με σκοπό να τον εκτελέσει που ο Θεός τον απελευθέρωσε θαυματουργικά (Πράξεων ιβ’).
2. Τα δάκρυα της μεσιτείας
Εκείνου που πονάει και κλαίει, για όσους πορεύονται γύρω του σε δρόμους απωλείας (οικείους, συγγενείς, πατριώτες κλπ.). Τα δάκρυα αυτά έχουν τη δύναμη να ελκύσουν τη συμπάθεια του Θεού, όπως στην περίπτωση του βασιλιά, του Ιούδα Ιωσία (βασίλευσε από το 639 μέχρι 608 π.Χ.) που επειδή ταπεινώθηκε και έκλαυσε, ο Θεός τον πήρε από τη ζωή για να μην δουν οι οφθαλμοί του την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Τα δάκρυα αυτά μεταθέτουν την κρίση του Θεού, όπως μαρτυρούν τα λόγια «επειδή έκλαυσας ενώπιόν µου… εγώ επήκουσα… δεν θέλουσι ιδεί οι οφθαλμοί σου» (Β’ Παραλειπομένων λδ’, 27, 28).
3. Τα δάκρυα της συμπάθειας
Ο προφήτης Ιερεμίας όπως μαρτυρούν τα εν συνεχεία αναφερόμενα χωρία θρήνησε:
α’. Για την ηθική κατάπτωση του Ιουδαϊκού λαού:
«Μακάρι να ‘χα μες στην έρημο ταξιδιωτών κατάλυμα, ώστε να εγκαταλείψω το λαό μου και ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτόν, γιατί όλοι τους είναι μοιχοί, συνάθροιση απίστων» (θ’ 1),
β’. Για την εθνική συμφορά:
«Το θρήνο ακούστε απ’ της Σιών τα μέρη: Χαθήκαμε και καταντροπιαστήκαμε! Επρεπε να εγκαταλείψουμε τη χώρα, γιατί τα σπίτια μας είχανε γκρεμιστεί» (θ’, 18).
γ’. Για την αιχμαλωσία του Ιουδαϊκού λαού:
«Αν δεν δώσετε προσοχή σ’ αυτή την προειδοποίηση, θα κλάψω κάπου απόμερα για την αλαζονεία σας. Πικρά θα κλάψω κι άφθονα δάκρυα θα χύσω, γιατί οδηγείται στην αιχμαλωσία του Κυρίου ο λαός» (ιγ’, 17),
δ’. Για τις συμφορές των Ιουδαίων:
«Ο Κύριος μου είπε ακόμη: Πες τους αυτά τα λόγια. Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα μέρα και νύχτα ασταμάτητα, γιατί ο λαός μου πληγώθηκε βαριά και χτυπήθηκε σκληρά» (ιδ’, 17).
ε’. Και για τη συντριβή του λαού του, για την πτώση των αδελφών του, για την αποτυχία τους, ομολογεί:
«Από τους οφθαλμούς του έτρεχαν δάκρυα, νύκτα και ημέραν» (ιγ’, 17). Από τους δικούς μας τρέχουν δάκρυα για τους αδελφούς μας!
4. Τα δάκρυα της αδελφικής αγάπης
Ο Πατριάρχης Ιακώβ όταν ενέσκυψε λιμός στην Χαναάν προέτρεψε τα παιδιά του με «μεγάλη φωνή» να πάνε στην Αίγυπτο που υπάρχει σιτάρι να αγοράσουν και να φέρουν. Εκεί όμως Αρχοντας ήταν ο αδελφός τους Ιωσήφ τον οποίον είχαν πουλήσει.
«Ακουσα πως υπάρχει σιτάρι στην Αίγυπτο. Κατεβείτε λοιπόν εκεί να μας αγοράσετε για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε» (Γένεση με’, 2).
Κι όταν έφθασαν στην Αίγυπτο σ’ όλο το παλάτι του Φαραώ άκουσαν τα δάκρυα του Ιωσήφ από τη συγκίνηση όταν συναντήθηκε με τα αδέλφια του. Ούτε των αδελφών του οι αμαρτίες, ούτε τα δικά του αξιώματα μπορούσαν πια να τον συγκρατήσουν μακριά από τ’ αδελφικό σφιχταγκάλιασμα. Μακάρι μια τέτοια ισχυρή και ακατάλυτη αδελφική αγάπη να συνδέει και εμάς.
5. Τα δάκρυα της µεταμέλειας
Σχεδόν χαιρέκακα και χωρίς αποκρυβόμενη φυσίωση, μιλούµε συχνά για τη µεγάλη πτώση του Πέτρου που αρνήθηκε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πόσες όμως φορές σκεφτόμαστε τα τόσο πολλά του δάκρυα της μετανοίας; Τη συντριπτικά µεγάλη µεταμέλειά του; Το «έκλαυσεν πικρώς» (Λουκά κβ’, 69); Μακάρι να γινόµαστε και μιμητές της μετανοίας του που τον αποκατέστησε στον ιερό σύλλογο των Αποστόλων, όπως την περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ· ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε, λέγει αυτώ· ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτώ το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτώ· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς· βόσκε τα πρόβατά μου» (Ιωάννου κα’, 15-17).
6. Τα δάκρυα της εξομολόγησης (Λουκά ζ’, 36 – 50)
Πολλές οι αμαρτίες της «αμαρτωλής» που συντετριμμένη εισήλθε στο σπίτι του Φαρισαίου και του έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια Του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δάκρυά της τα πόδια Του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της, τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο.
Ο Ιησούς είπε στον Φαρισαίο:
«Γι’ αυτό λοιπόν σε βεβαιώνω, πως οι πολλές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύνη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευγνωμοσύνη».
Και είπε στη γυναίκα: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθηκαν». Οσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχωρεί;» Κι ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε, πήγαινε στο καλό».
Γι’ αυτό και καυτά τα δάκρυα της εξομολόγησής της «πλησίον των ποδών αυτού οπίσω». Θαρρείς πως συναγωνίζονταν σ’ αριθμό τ’ αμαρτήματά της και καθένα τους έφτιαχνε ένα «λυπούμαι», στην παρουσία του Χριστού.
7. Τα δάκρυα της λυτρωτικής αγάπης
Ο Ιησούς δάκρυσε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου (Ιωάννου ια’, 35). Εκλαυσε μπροστά στο μεγάλο δράμα, που οι άνθρωποι με δάκρυα απόγνωσης αντιμετώπιζαν τον θάνατο. Αγαπούσε ο Χριστός τη Μάρθα και την αδελφή της και τον Λάζαρο», που ‘χε πεθάνει. Η αγάπη Του εκφρασμένη στο «εδάκρυσεν ο Ιησούς», ήταν κάτι σαν μαρτυρία και πάλι µαζί. Στο «γιατί της πτώσεως» απαντά η σωτηρία που σε λίγο θα προσέφερε με το «Λάζαρε, Δεύρο έξω».