Του Μάρκου Μπόλαρη, Νομικού
Εκείνες τις ατέλειωτες σειρές των δούλων σκεφτόμουν που, δουλεύοντας μέσα στο λιοπύρι της Αιγυπτιακής ερήμου, έχτιζαν τις πυραμίδες της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, πειθαναγκαζόμενοι εις τούτο από το μαστίγιο, ασήκωτα βάρη να σηκώνουν, όγκους πέτρας θεόρατους να ματώνουν σέρνοντας, τις πυραμίδες γιά ν’ αναγείρουν των Φαραώ, έργα χειρών ανθρώπων επιδεξίων !
Κι ύστερα, υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν, ο Μωυσής την μεγάλη διόδευση επιχείρησε, έξοδο από την γήν της δουλείας και του θανάτου, από το αδιέξοδο της ανήλεης καθημερινότητας και εις πλατυσμόν έναν ολόκληρο λαόν εξήγαγε!
Και τούτες τις πολυπληθέστερες σειρές των ανθρώπων σκέφτομαι των της σήμερον, ουρές ανθρώπων που στριμώχνονται στο αστικό, στο μετρό, στον ηλεκτρικό, στο μποτιλιάρισμα, στο εργοστάσιο, στην τηλεόραση αποχαυνωμένοι, στο διαδίκτυο χαμένοι, στο δημόσιο γκισέ, στης τράπεζας τις δαγκάνες, στου πολέμου το αιματοκύλισμα, πειθαναγκαζόμενοι τα νύν από το μαστίγιο του ωραρίου και την καταδυνάστευση της κάρτας, της ιδεοληψίας τον κυκεώνα,
δούλοι των Φαραώ της ρουτίνας,
ανελέητο το κράτος της ρουτίνας,
μυρμηγκιές ανθρώπων,
όπως τότε στην χώρα του Νείλου,
μυρμηγκιές που βαυκαλίζονται πώς είναι λεύτεροι, ανθρώποι που αλυσοδεμένοι σέρνουν στη γής τα πόδια τους με βαριές της ρουτίνας τις αλυσίδες!
Πάσχα και τότες, λαός πεζοποντοπορών ,
διάβαση ενός λαού από την δουλεία του θανάτου
στη γή της προσδοκίας,
προτύπωση ελπίδος ,
Πάσχα και τα νύν, λαός εξαπορών,
οκτώ, πόσα, δισεκατομμύρια ανθρώπων,
στη αμείλικτη θεότητα του καταναγκασμού
και της βίας δουλεύοντες,
στο λιοπύρι της Ρουτίνας των νέων Φαραώ,
την άλλη ψάχνουμε, την νέα αναζητούμε,
μιά πάλιν σωτήρια διόδευση εν τη Ερυθρά Θαλάσση,
πώς, διεκπεραίωση,
γίνεται τάχα, νέα διάβαση, από του θανάτου,
θανάτου δουλείας, αδιέξοδη η ρουτίνα, θανατερή,
ασφυκτική ρουτίνα απ’ το λαιμό σφικτά, μας κρατά
και οι ζώντες ως νεκροί,
ρουτίνα νεκροί οι ζώντες μέχρι θανάτου,
φάγωμεν γαρ και πίωμεν,
πώς η διαβάση, άνθρωπον ουκ έχω,
αδιαπέραστος ο πόντος,
Πάσχα, πάλιν,
άλλης βιοτής, άλλης διόδευσης,
τούτη η αλυσίδα, τούτη η ανέλπιδη καθημερινότητα,
Α! τούτη η δουλική ρουτίνα,
μπορεί άραγες να σπάσει, είναι μπορετό να σπάσει;
Χωρίς ζόρι όχι, αδύνατο, χωρίς αίμα όχι,
Αίμα δώσε για να πάρεις πνεύμα,
Άλλο Πάσχα ,
πάλιν, ναί , σπάζει ,
ο θανατερός, ο αδιέξοδος κύκλος
που εγκλωβιστήκαμε, τα δεσμά,
Ναι, σπάζει , αδέρφια, σπάζουν, συνδούλοι
της ρουτίνας οι κρίκοι,
βατή η άβατη,
βατή η κυμαινομένη θάλασσα
των βροτείων,
όπως τότες που προτυπώθηκε,
σταυροτύπως,
διάβαση ως Πάσχα, Πάσχα καινόν,
ανίστημι εξ ού Ανάσταση,
της δουλείας της ρουτίνας εξανιστάμεθα!
Κι ο Διονύσιος της Ζακύνθου
Άστραψε φώς, διαπιστώνει,
Άστραψε Φώς και γνώρισε ο νιός τον εαυτό του!
Τόσο μόνον!
Χριστός Ανέστη, αδέρφια!
Λαμπρή η Ανάσταση
των απελεύθερων!
ΥΓ
Η αξεπέραστης ποιότητας
τοιχογραφία της εις Άδην Καθόδου
από το παρεκκλήσι της Μονής της Χώρας
στην Κωνσταντινούπολη.