Toυ Σεβασμ. Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία

Ουχί 2 τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; Παρ’ αυτώ γαρ το σωτήριόν μου· 3 και γαρ αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, και αντιλήπτωρ μου, ου μη σαλευθώ επί πλείον. 4 Εως πότε επιτίθεσθε επ’ άνθρωπον; Φονεύετε πάντες ως τοίχω κεκλιμένω και φραγμώ ωσμένω. 5 Πλην την τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι, έδραμον εν δίψη, τω στόματι αυτών ευλόγουν και τη καρδία αυτών κατηρώντο (διάψαλμα).

6 Πλην τω Θεώ υποτάγηθι, η ψυχή μου, ότι παρ’ αυτώ η υπομονή μου. 7 Οτι αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου, ου μη μεταναστεύσω. 8 Επί τω Θεώ το σωτήριόν μου και η δόξα μου· ο Θεός της βοηθείας μου, και η ελπίς μου επί τω Θεώ. 9 Ελπίσατε επ’ αυτόν πάσα συναγωγή λαού· εκχέατε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών, ότι ο Θεός βοηθός ημών (διάψαλμα). 10 Πλην μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων, ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς του αδικήσαι αυτοί εκ ματαιότητος επί το αυτό. 11 Μη ελπίζετε επ’ αδικίαν και επί αρπάγματα μη επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν. 12 Απαξ ελάλησεν ο Θεός, δύο ταύτα ήκουσα, ότι το κράτος του Θεού, 13 και σου, Κύριε, το έλεος, ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού.

1. Επειδή η επιγραφή αποδίδει τον ψαλμό στο Δαβίδ, θεωρούν ως πιθανή τη συσχέτισή του με τα αναφερόμενα περί του Δαβίδ εις Α’ Βασ. κεφ. 30. Κατά το κεφ. αυτό, όταν οι Αμαληκίτες έκαψαν τη Σεκελάκ και έλαβαν πολλούς αιχμαλώτους, τόση απογοήτευση κατέλαβε τους εναπομείναντες, ώστε αυτοί επετέθησαν κατά του Δαβίδ λιθοβολούντες αυτόν, γιατί ήταν κατώδυνοι για την αιχμαλωσία των υιών τους και των θυγατέρων τους από τους αλλοφύλους. Τότε, ο πάσχων αδίκως Δαβίδ έκλαυσε με γοερή κραυγή και ενδυναμώθηκε από τον Θεό για να αντιμετωπίσει συνετά την κατάσταση.

Προς το γεγονός αυτό λοπόν σχετίζουν τον ψαλμό μας, γιατί και στον ψαλμό αυτό βλέπουμε άνθρωπο περιβεβλημένο με τιμή και κατέχοντα υψηλή θέση και να επιτίθενται όλοι εναντίον του, ενώ αυτός είναι ετοιμόρροπος από τη θλίψη του, σαν ένας κεκλιμένος τοίχος και κρημνισμένος φραγμός (στιχ. 4). Από τον ψαλμό του ο πάσχων ποιητής φαίνεται ως να υπομένει ταπεινά και αγόγγυστα τη δοκιμασία του και καταφεύγει μόνο στον Θεό, από τον Οποίο μόνο περιμένει τη βοήθεια και όχι από τον πλούτο και άλλα φευγαλέα αγαθά (στιχ. 6 εξ. 11).

2. Ο ψαλμωδός μας παρουσιάζεται από την αρχή υποτεταγμένος στον Θεό για κάποια θλίψη του, για κάποιο πρόβλημά του. Με αποφασιστικότητα και βεβαιότητα λέγει: «Ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου;» (στιχ. 2α), που σημαίνει, «ναι, στον Θεό θα είναι υποταγμένη η ψυχή μου, ό,τι και αν μου συμβεί» (στιχ. 2)! Και γιατί θα είναι στον Θεό υποτεταγμένη η ψυχή του; Γιατί «παρ’ αυτώ το σωτήριόν μου» (στιχ. 2β), λέγει. Γιατί μόνο ο Θεός μπορεί να σώσει. Αυτός μόνον είναι «σωτήρ» και «αντιλήπτωρ» (στιχ. 3α). Και αφού Αυτός ο Θεός σώζει και προστατεύει, με βεβαιότητα ο ποιητής μας λέγει: «Ου μη σαλευθώ πλέον» (στιχ. 3β)! Είναι βέβαιος ο ψαλμωδός μας ότι θα παρέλθει ο «σάλος» του, τον οποίο τώρα αντιμετωπίζει.

Ο ψαλμωδός φαίνεται ότι κυκλώνεται από συρφετό εχθρών, οι οποίοι ετιτίθενται εναντίον του με φονικές διαθέσεις (βλ. το «φονεύετε», στιχ. 4). Και δυναμωθείς τώρα από το ακούμπημά του στον Θεό, λέει με θάρρος προς αυτούς: «Εως πότε επιτίθεσθε επ’ άνθρωπον;» (στιχ. 4α). Και τι άνθρωπον; Ανθρωπον «κεκλιμένον και φραγμώ ωσμένον» (στιχ. 4β). Ανθρωπον που πάει να καταρρεύσει και όμως αυτοί άσπλαγχνοι, έσπευδαν να τον καταπατήσουν, όπως τον αγρό χωρίς φράκτη. Εσπευδαν εναντίον μου με ορμή, όπως ο διψασμένος σπεύδει γοργά στην πηγή του νερού για να σβήσει τη δίψα του («έδραμον εν δίψη», στιχ. 5α). Και φαίνονταν μεν ότι έλεγαν καλά λόγια («τω στόματι αυτών ευλόγουν»), αλλά η καρδιά τους έβραζε από κακία εναντίον μου: «Τη καρδία αυτών κατηρώντο» (στιχ. 5β).

3. Αρχίζει τώρα νέο τμήμα του ψαλμού και αρχίζει όπως και το πρώτο μέρος: Με την παρότρυνση της ψυχής του να υποταγεί στον Θεό: «Πλην τω Θεώ υποτάγηθι, η ψυχή μου» (στιχ. 6α). Και να μείνει σταθερός σ’ Αυτόν: «Παρ’ αυτώ η υπομονή μου» (στιχ. 6β). Δεν θα μετακινηθεί καθόλου απ’ Αυτόν: «Ου μη μεταναστεύσω» (στιχ. 7). Δεν θα κλονισθώ! Δεν θα φύγω από τον Θεό. Θα είμαι πάντα με Αυτόν! Γιατί Αυτός είναι «ο Θεός μου και σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου» (στιχ. 7). Είναι η «δόξα μου, ο Θεός της βοηθείας μου» (στιχ. 8)! Στη συνέχεια του ψαλμού του ο ποιητής απευθύνεται με παραινετικό λόγο σε ομάδα λαού, σε «συναγωγή λαού», όπως την λέγει, και λέγει σ’ αυτούς: «Ελπίσατε επ’ αυτόν (τον Θεό), εκχέατε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών ότι ο Θεός βοηθός ημών» (στιχ. 9). Προς ποίους απευθύνεται με τα λόγια αυτά ο ποιητής; Είπαν ότι απευθύνεται προς τους διώκτες του και τους προτρέπει να έχουν τον Θεό ελπίδα τους και βοήθειά τους. Αλλά δεν αρμόζουν σ’ αυτούς αυτά τα λόγια. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να πούμε ότι στον στίχο του εδώ ο Δαβίδ απευθύνεται προς ιδικούς του ανθρώπους, προς τους ακολούθους του· γι’ αυτό και τους ονομάζει «συναγωγή λαού». Αυτοί πολύ πιθανόν να είχαν κλονιστεί και να είχαν λυγίσει. Και δυναμωθείς τώρα ο Δαβίδ με την προσευχή του ψαλμού αυτού θέλει να εμψυχώσει και τους ακολούθους του στην πίστη και την ελπίδα τους στον Θεό. Ωραίο δε είναι αυτό που τους λέγει: «Εκχέατε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών» (στιχ. 9). Σα να είναι η καρδιά ένα δοχείο και όταν προσεύχεται ο άνθρωπος χύνει ενώπιον του Θεού («εκχέατε») όλο το περιεχόμενο της καρδιάς του με τους πόθους της και τις θλίψεις της. Οπως λέγει και άλλος ψαλμωδός σε έναν του ύμνο: «Εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησίν μου, την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ»!

4. Τέλος, έχουμε το τελευταίο τμήμα του ψαλμού μας, στιχ. 10-13. Το τμήμα αυτό είναι συνέχεια της παραινέσεως του ποιητού μας προς τους ακολούθους του. Προηγουμένως τους είπε να έχουν την ελπίδα τους στηριγμένη μόνο στον Θεό (στιχ. 9). Και τώρα, στο τέλος του ψαλμού του, τους εξηγεί γιατί να ελπίζουν στον Θεό και όχι σε άνθρωπο. Γιατί οι άνθρωποι λέγει είναι «ψέμα» (καζάβ) και είναι «ματαιότητα» (έβελ) (στιχ. 10). Και το ότι οι άνθρωποι είναι «ψευδείς» φαίνεται από αυτό που λέγει εδώ ο ποιητής μας: «Εν ζυγοίς του αδικήσαι» (στιχ. 10). Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έναν «ζυγό», δοθέντα σ’ αυτόν από τον Θεό για να κρίνει. Αλλά οι άνθρωποι διέφθειραν την ψυχή τους και δεν κρίνουν σωστά. Διέστρεψαν τη δίκαιη κρίση τους. Και το ότι πάλιν οι άνθρωποι είναι μάταιοι, μας το λέγει και αυτό η Αγία Γραφή, αλλά το βλέπουμε και στην πραγματικότητα. Οπως μας λέγει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, «ατμός έστιν η ζωή ημών, η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε αφανιζομένη» (Ιακ. 4,14). Βλ. και Ψαλμ. 102,14-16!

Αυτοί λοιπόν, είναι οι άνθρωποι: «Καζάκ» και «έβελ», ψέμα και ματαιότητα, ανάξιοι να ελπίζει κανείς σ’ αυτούς. Αλλά μήπως μπορεί να ελπίσει κανείς στον πλούτο; Οχι! Γιατί τα πλούτη είναι από αδικία και αρπαγή. Και ο ψαλμωδός μας λέει: «Μην ελπίζετε επί αδικίαν και επί αρπάγματα μη επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν» (στιχ. 11).

Ο ψαλμός τελειώνει με τρόπο που συνηθίζεται στους ομιλούντας παραινετικά: Ο Θεός λαλεί και ο άνθρωπος ακούει! Δύο δε πράγματα είναι αυτά που ελάλησε ο Θεός στον ποιητή μας (στιχ. 12). Το πρώτον ότι «το κράτος του Θεού εστι», ότι δηλαδή ο Θεός είναι παντοκράτορας και παντοδύναμος. Και το δεύτερον, το οποίο άκουσε ο ποιητής μας, είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη, είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαγχνος: «Σου, Κύριε, το έλεος» (στιχ. 13). Ετσι, με τα δύο αυτά, εκδηλώνεται ο Θεός στην ιστορία γενικώς και στη ζωή εκάστου ανθρώπου ειδικώς. Και η Αγία Γραφή έτσι, με αυτά τα δύο ιδιώματα εμφανίζει τον Θεό: Ως παντοδύναμο και πολυεύσπλαγχνο.