Αρχική » Οι νεκροί της πυρκαγιάς στο Μάτι περιμένουν δίκαιη τιμωρία των ενόχων

Οι νεκροί της πυρκαγιάς στο Μάτι περιμένουν δίκαιη τιμωρία των ενόχων

από ikivotos

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης, στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”

Λίγο πριν από το Πάσχα η Δικαιοσύνη με σημαντική καθυστέρηση εξέδωσε την αναμενόμενη απόφασή της για την πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής, που έκαψε 103 συνανθρώπους μας, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλά μικρά παιδιά.  Δεν ξεχνιούνται τόσοι νεκροί και προπαντός ο άδικος τρόπος, με τον οποίο έφυγαν από την ζωή. Ασκήθηκαν ποινικές διώξεις εναντίον των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας που δεν φρόντισαν να  προστατεύσουν αυτούς τους ανθρώπους και τούς άφησαν να καούν. Λες και ήσαν ποντίκια ή άλλα ζώα της πανίδας της περιοχής. Η σχετική απόφαση ήταν σκανδαλώδης. Ουδείς εκ των κατηγορουμένων πήγε φυλακή για τον θάνατο τόσων ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς απηλλάγησαν πλήρως από τις κατηγορίες, που τούς είχαν απαγγελθεί, ενώ ελάχιστοι ετιμωρήθησαν μεν, με ποινές όμως που δεν οδηγούσαν στην φυλακή τους καταδικασθέντες. Δεν εσχολιάσαμε τότε την σχετική προκλητική απόφαση του Δικαστηρίου για το Μάτι, επειδή η επικαιρότητα μάς επέβαλε να ασχοληθούμε με τα δικά της θέματα. Το πράττουμε όμως τώρα, διότι η εν λόγω απίφαση είναι διττώς προβληματική: Αφ’ ενός μεν αποτελεί ύβρη στην μνήμη των αδικοχαμένων συνανθρώπων μας, αφ’ ετέρου δε συνιστά έκφραση πλημμελούς δικαστικής κρίσης, η οποία δεν επιτρέπεται να παραμείνει ως έχει και να αποτελέσει έτσι νομολογιακό προηγούμενο, ώστε να κρίνονται σύμφωνα με αυτήν βαρειά εγκλήματα σαν εκείνα που διεπράχθησααν στο Μάτι. Πριν όμως ασχοληθούμε με την ίδια την  απόφαση, ας δούμε πρώτα το θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτή κινήθηκε. Διότι ακούσθηκε από πολλούς δικαστικούς ή άλλους παράγοντες ότι δεν φταίνε οι Δικαστικοί Λειτουργοί, που έκριναν με αυτόν τον προκλητικό για το δημόσιο αίσθημα τρόπο την συγκεριμένη υπόθεση. Φταίει η Πολιτεία, που τούς είχε δέσει τα χέρια με τον νέο Ποινικό Κώδικα.

Ας πούμε δύο λόγια για την ιστορία του πράγματος, πώς δηλ. ο νέος Ποινικός Κώδικας έγινε νόμος του Κράτους. Βρισκόμαστε στον Μάϊο του 2019. Η τότε Κυβέρνηση της «αριστεράς του τίποτα» υπέστη συντριπτική ήττα στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Έτσι το βράδι της Κυριακής των περιφερειακών εκλογών ο τότε Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, εδήλωσε ότι θα μετέβαινε την επομένη στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο, και θα του ζητούσε την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη Εθνικών Εκλογών. Πλησίαζε άλλωστε στο τέλος της η κοινοβουλευτική περίοδος. Δεν ετήρησε όμως την υπόσχεσή του ο κ. Τσίπρας. Μετέβη βεβαίως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όχι όμως την επομένη, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά δύο εβδομάδες αργότερα ! Αυτό έχει την εξήγησή του για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Εάν επήγαινε την επομένη ο απερχόμενος Πρωθυπουργός στον  Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα διαλύετο η Βουλή και έτσι δεν θα εψηφίζετο ο Νέος Ποινικός Κώδικας. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν πολλά στελέχη της Κυβέρνησής του, εναντίον των οποίων είχαν ασκηθεί ήδη από το 2018 ποινικές διώξεις για την πυρκαγιά στο Μάτι, θα εδικάζοντο με τις πολύ αστηρότερες διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και δύσκολα θα απέφευγαν την κατδίκη τους,  που σίγουρα θα τούς ωδηγούσε στην φυλακή. Υποδείχθηκε λοιπόν στον κ. Τσίπρα να καθυστερήσει την μετάβασή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για να προλάβει εν τω μεταξύ να ψηφισθεί ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος στο ζήτημα του εμπρησμού δάσους ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των κατηγορουμένων κυβερνητικών στελεχών για την πυρκαγιά στο Μάτι!  Έτσι και έγινε, για να δημιουργηθεί το πρωτοφανές περιστατικό στη  νομική ιστορία της χώρας, ο Ποινικός Κώδικας αυτής, το βασικό δηλ. ποινικό μας νομοθέτημα, αντί να ψηφισθεί από την Ολομέλεια της Βουλής, όπως συνηθίζετο, ψηφίσθηκε τελικά εσπευσμένα μέσα στο κατακαλόκαιρο από το Τμήμα Διακοπών της Βουλής! Πρακτική συνέπεια της σχετικής μεθόδευσης της «αριστεράς του τίποτα» ήταν να δοθούν τα «ηνία» της υπόθεσης στα κυβερνητικά στελέχη, που ήσαν κατηγορούμενοι για την πυρκαγιά  στο Μάτι. Και τούτο, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου.

Βλέπουμε λοιπόν, πώς η έκβαση της πορείας της  δίκης στο Μάτι είχε προδιαγραφεί από τον νέο Ποινικό Κώδικα με τις ευμενέστερες ρυθμίσεις του. Για να αποφύγει ωστόσο κάποιος τα εμπόδια που έθετε ο νέος Ποινικός Κώδικας στην αυστηρή τιμωρία των αρμοδίων κυβερνητικών στελεχών για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, έπρεπε με σχολαστικότητα και πολλή περίσκεψη να αναζητήσει τις λύσεις που  προσέφερε το ποινικό δόγμα. Δεν το έπραξε, δυστυχώς, το Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί ασφαλώς να επικαλεσθεί ως άλλοθι τις ευμενείς για τους κατηγορούμενους ρυθμίσεις του νέου Ποινικού Κώδικα. Τί ώφειλε λοιπόν να πράξει το Δικαστήριο, για να στείλει βαθειά μέσα στην φυλακή με πολυετείς καθείρξεις όλα τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, που αδιαφόρησαν για την ζωή των κατοίκων του οικισμού στο Μάτι. Έπρεπε να βγάλει από το «συρτάρι» του όλα τα «εργαλεία», που τού προσφέρει το ποινικό δόγμα και να εργασθεί με συνέπεια και με σοβαρότητα με αυτά. Ένα από τα σπουδαιότερα «εργαλεία» του ποινικού δόγματος είναι εκείνο, που μάς βοηθάει να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα στις οριακές περιπτώσεις, στις οποίες συντώνται η ενσυνείδητη αμέλεια και ο ενδεχόμενος δόλος και να πούμε, πότε ένα έγκλημα τελείται από ενσυνείδητη αμέλεια, άρα είναι πλημμέλημα, και πότε τελείται με ενδεχόμενο δόλο, άρα είναι κακούργημα. Από τα πολλά κριτήρια, που χρησιμοποιούνται στη νομολογία και στην επιστημονική θεωρία για την σχετική οριοθέτηση χρήσιμο είναι εδώ το κριτήριο της ψυχικής στάσης του κατηγορούμενου έννατι του αποτελέσματος που επέφερε η πράξη του. Είναι πάγια η θέση της νομολογίας, η οποία δέχεται ότι, όταν ο κατηγορούμενος ήλπιζε απλώς ότι θα αποφευχθεί το επιβλαβές αποτελέσμα της πράξης του, έχει ενδεχόμενο δόλο έναντι του αποτελέσματος αυτού. Μόνον η πίστη του, που είναι συνυφασμένη με την απόλυτη βεβαιότητά ότι δεν θα επέλθει το επιβλαβές αποτέλεσμα, παροχετεύει την πράξη του στην ενσυνείδητη αμέλεια. Μπορούμε όμως με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή την ημέρα της πυρκαγιάς, να ομιλήσουμε εδώ για πίστη, δηλ. για απόλυτη βεβαιότητα των αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων ότι δεν θα πάθει κανείς τίποτε στο Μάτι;

Όλοι συνεπώς οι βασικοί κατηγορούμενοι στο Μάτι ήλπιζαν ότι δεν θα πάθει κανείς τίποτε από την πυρκαγιά, γι’ αυτό με ενδεχόμενο δόλο δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα μέτρα  για την ασφάλεια των κατοίκων του οικισμού και πρωτίστως δεν διέταξαν εγκαίρως την εκκένωση αυτού. Το έγκλημα επομένως που διέπραξαν οι δράστες είναι θανατηφόρος εμπρησμός δάσους, τιμωρούμενος υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρ. 265 παρ. 1 στοιχ. β) του νέου Ποινικού Κώδικα, με κάθειρξη  τουλάχιστον δέκα (10) ετών και δυνητικά με ισόβια κάθειρξη, αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Ο θανατηφόρος εμπρησμός δάσους, που είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο, κατά το άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα, απαιτεί για την στοιχειοθέτηση αυτού, αφ’ ενός μεν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο για τον εμπρησμό (ο οποίος τελέσθηκε στην προκειμένη περίπτωση με μη γνήσια παράλειψη λόγω της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που είχαν οι αρμόδιοι) και αφ’ ετέρου αμέλεια για τον θάνατο. Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί στο Εφετείο η νομική τάξη που διαταράχθηκε ισχυρά με την εν λόγω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η αυστηρή, κατά τα ανωτέρω, τιμωρία των ενόχων για την πυρκαγιά στο Μάτι δεν είναι εκδικητική απαίτηση των οικείων των θυμάτων ή της κοινωνίας. Αποτελεί επιταγή της έννομης τάξης για την ορθή εφαρμογή του νόμου, που δεν  έγινε, δυδτυχώς, σεβαστή στην πρωτόδικη δίκη.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ