Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημ. “Κιβωτός της Ορθοδοξίας”
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Γέροντα, τον παππού, έτσι τον λέγαμε τότε και έτσι ακόμη και σήμερα τον αποκαλούμε, έγινε στα μέσα του 1987. Λίγο πριν την Εορτή της Μεσοπεντηκοστής και ξεκινήσαμε να εκκλησιαστούμε στη Μονή του Οσίου Δαυίδ, στη Βόρεια Εύβοια. Τότε το μοναστήρι δεν είχε πολλούς προσκυνητές και σε συνδυασμό ότι εκείνο το χρονικό διάστημα εγκαταβίωνα στην Εύβοια, νοτιότερα του Νομού, μού έδωσε την “ευκαιρία” να πηγαίνω συχνά στη μονή, να σχετιστώ πάλιν και πολλάκις με την οσιακή μορφή του χαριτωμένου παππούλη.
Η κατεξοχήν φράση του, τα λόγια που έλεγε συνεχώς σε όλους τους προσκυνητές ήταν «νηστεύετε και προσεύχεσθε, όλα είναι ζωντανά. Ζει Κύριος ο Θεός!». Το άκουγα, το ξαναάκουγα, γιατί το λέγει, σκεφτόμουν, παιδί του δημοτικού Σχολείου ακόμη, γιατί επιμένει τόσο πολύ ο παππούλης σε αυτό; Ο χρόνος απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τι σήμαινε η φράση, γιατί το έλεγε και πόσα, Κύριος οίδε, πόσα εβίωνε εν σιωπή ο ταπεινός Γέροντας της μονής.
Ο παππούλης ο Ιάκωβος ήταν απλός, απέριττος. Εμείς τα μικρά παιδιά τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Τον πιάναμε, τον χαϊδεύαμε, τον κοιτούσαμε με απορία, με τρόπο ανεξήγητο, πώς αλήθεια, να κατανοήσεις την πρόγευση του Παραδείσου μέσα σε ένα βλέμμα ανθρώπινο! Και εκείνος, ιλαρός, μακάριος, πράος, χαμογελούσε και χαιρόταν την παρέα μας, ωσάν να αποτελούσαμε κάτι τόσο σημαντικό γι᾿ αυτόν.
Πολλές φορές, θυμάμαι τον Γέροντα να ομιλεί περί της Αγίας Ορθοδοξίας. Σε αυτά τα θέματα ήταν αυστηρός. Τού άρεσε πολύ ο ελληνικός καφές. Και, συνήθως, μετά τη Θεία Λειτουργία, προς το τέλος της επίγειας ζωής του αδυνατούσε να το ακολουθήσει, καθόμασταν όλοι στην παλιά τράπεζα, στο σημερινό αρχονταρίκι, δίπλα στην πηγή της μονής. Εκεί δεν ομιλούσε, δεν έλεγε τίποτε! Και, παρά ταύτα, έδιδε σε όλους, μοναχούς και λαϊκούς τόσες απαντήσεις , μα τόσες απαντήσεις…σιωπώντας! Όταν δε πάλι μιλούσε ή τον ρωτούσαν προσκυνητές, εκείνος ταπεινά, διακριτικά απαντούσε, αναφερόμενος στο Ιερό Ευαγγέλιο και στην Ιερά Παράδοση.
Αγαπούσε πολύ την Παράδοση! «Όπως μάς δίδαξαν οι Πατέρες, όπως μάς τα άφησαν οι Πατέρες», συνήθιζε να λέγει σε κληρικούς και λαϊκούς. Αν πάλι έβλεπε κάποιον εκ των προσκυνητών κληρικών κουρεμένο και νωποξυρισμένο, με διάκριση, πάντα με διάκριση, τον πλησίαζε και τού μιλούσε για την Παράδοση της Εκκλησίας: «Να αφήσεις τα μαλλάκια σου, πάτερ μου, έλεγε με συστολή, σαν να έκανε την πιο βαριά παρατήρηση επί της γης. Να τα αφήσεις τα μαλλάκια σου να μεγαλώσουν, αλλά και τη γενειάδα σου. Να στέκεσαι ιεροπρεπώς ως οι παλαιοδιαθηκικοί άνδρες, αυτό μάς έδωσε η Παράδοση, έτσι μάς τα παρέδωσαν οι Πατέρες μας».
Ο Γέροντας Ιάκωβος τόνιζε πάντοτε πως δεν υπάρχει αρχοντιά πνευματική άνευ διακρίσεως. Κάποτε, ήταν μεσημέρι, ασυναίσθητα φώναξα δυνατά, αναζητώντας την προσκυνηματική μου παρέα και τους φίλους συνοδούς μου. Μετά τον Εσπερινό, περίμενε, με τράβηξε λίγο παράμερα απ᾿ όλους και ήταν πιο αυστηρός μαζί μου, σε σχέση με άλλες φορές. «Άκουσε, παιδάκι μου, οι Πατέρες είναι κουρασμένοι, σχεδόν εξαντλημένοι από τις πολύωρες μοναχικές τους υποχρεώσεις. Μη φωνάξεις άλλη φορά. Να κάνεις διάκριση, διάκριση. Να σκεφθείς ότι δεν πρέπει να ενοχλούμε τους άλλους». Και όταν είδε πως βούρκωσα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που μού έκανε παρατήρηση – αχ, αυτός ο εγωισμός, από τότε στάθηκε συνοδοιπόρος μου! – γέλασε για να μου δώσει θάρρος και, ως συνήθιζε, μού έδωσε χαριτωμένα αυτά τα μικρά “χαστουκάκια” σαν να μου έλεγε «ε, έλα τώρα, ξέχνα το, σε αγαπώ».
Για τον Γέροντα, η Παράδοση αποτελούσε τον ασφαλή “οδοδείχτη”, βάση του οποίου οι πιστοί και με τη σύμφωνη γνώμη του πνευματικού, προχωρούν και διάγουν εν μετανοία στην καθημερινότητά τους.
Κάποτε, ήμουν μαθητής της Πέμπτης δημοτικού, τού έγραψα ένα γράμμα. Έγραψα πολλά, αλλά αμυδρά θυμάμαι ακόμη, κάποιες εκ των θυμησών εκείνων. Το έκλεισα, το σφράγισα και ανέμενα τη στιγμή που θα τον δω να τού το παραδώσω.
Λίγες ημέρες αργότερα, συνάντησα τον παππούλη στη μονή. Λόγω του βηματοδότη αλλά και άλλων προβλημάτων υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, είχε αρχίσει να καταβάλλεται. Τον αγκάλιασα, χαμογέλασε. «Αυτό είναι για εσάς», είπα και τού παρέδωσα το σφραγισμένο γράμμα μου. Όταν είστε στενοχωρημένος, να το διαβάζετε και να έχετε χαρά, γιατί εγώ σας σκέπτομαι πολύ και σας αγαπώ». Γέλασε πολύ, το πήρε, το κράτησε στην τσέπη του και με αντάμειψε με μια πατρική αγκαλιά που τότε είχε συμπεριλάβει για το παιδικό μου μυαλό, όλο τον ορισμό της έννοιας Θεός και Παράδεισος! «Έτσι, έλεγα, έτσι θα είναι οι άγιοι του Θεού. Χαρά και ευωδία αλλιώτικη», έτσι σκεπτόμουν και έλεγα.
Ο παππούς ο Ιάκωβος, ο Όσιος και Νέος Ασκητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ως τότε, έτσι και σήμερα, παραμένει ολοζώντανος, “τρέχει” απανταχού, όσο καταβεβλημένο και αν τον είδα στην τελευταία μας συνάντηση, ακούραστος, να παρηγορεί, να διδάσκει, να νουθετεί, να προλαμβάνει και να θεραπεύει.
Μεγάλωσα και, μεταξύ άλλων, διδάχθηκα από τον παππού να αναζητώ τη θεία διάκριση και την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτά μάς δίδαξε, αυτά και μάθαμε, όσο και αν στις ημέρες μας τείνουμε να τα ξεχάσουμε ή και να τα περιθωριοποιήσουμε.
Και, καμιά φορά που οι δυσκολίες της ζωής γιγαντώνουν και δυσχεραίνουν την αναζήτηση του Θεού γύρω και μέσα μας, δακρύβρεχτος, ψάχνω την εικόνα του, την αγκαλιάζω, την κρατώ σφιχτά στο στήθος και, ωσάν και τότε, ωσάν μικρό και αθώο παιδί, τολμώ και τον ρωτάω: παππούλη, άραγε, διάβασες το γράμμα μου;
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας (23-5-2024)