Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου
Κάθομαι πολλές ώρες στο γραφείο μου είτε για να γράψω είτε για να ακούσω τα θέματα που απασχολούν κυρίως τους ιερείς, τους ιεροσπουδαστές αλλά και τον κόσμο. Ώρες ατέλειωτες! Αρχίζω στις 4 το πρωί με τις προσωπικές μου υποθέσεις, που αφορούν ανθρώπους κάθε ηλικίας που ζητούν κάποιο στήριγμα και αναμένουν έναν λόγο παρηγοριάς, ενθάρρυνσης και ελπίδας. Είναι ώρες της άκρας μυστηριακής επικοινωνίας που γίνεται με τη σκέψη της προσευχής και της άμεσης επικοινωνίας. Οι άνθρωποι διψούν. Οι άνθρωποι είναι κατάκοποι, κουρασμένοι από τις τόσες μέριμνες, τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τις αδυναμίες και τις υπερβολικές στερήσεις.
Πολλοί με ρωτούν όταν διαβάζουν τις συνεχείς μετακινήσεις μου εντός της χώρας. Γνωρίζουν ότι ταξιδεύω συνέχεια. Δεν μένω αρκετό χρόνο στο κέντρο, γιατί τα σχολεία, οι ενορίες, τα ιατρικά κέντρα, τα συσσίτια, τα ορφανοτροφεία περιμένουν να με δουν, να συζητήσουν, ν’ ακούσουν κάποιο λόγο, ότι, τέλος πάντων, είμαστε μαζί, συνοδοιπόροι σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι, με οδηγίες και αποφάσεις.
Το έχω γράψει πολλές φορές, οι ιστορίες που καταγράφονται μοιάζουν σαν παραμύθια ή μύθοι. Οι άνθρωποι εκπλήσσονται και διερωτούνται. Έτσι είναι, πράγματι· συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, έτσι είναι η ζωή των ανθρώπων. Μια ζωή αγώνας με κόπο, θυσία, πόνο και στέρηση.
Με τους πρώτους μαθητές μου διατήρησα μια ιδιαίτερη σχέση, γιατί συνδεθήκαμε πνευματικά με το μυστήριο του γάμου τους και το βάπτισμα του πρωτότοκου γιου τους. Κουμπάρος και νονός ταυτόχρονα. Ήμουν ακόμα λαϊκός και μπορούσα άνετα να κινηθώ και να εργαστώ. Γινόμουν, ίσως, πολλές φορές, μέλος της οικογένειάς τους, παρ’ όλο που είχαμε διαφορετικό χρώμα. Αυτό δεν άλλαζε τίποτε στις σχέσεις μας. Ωραία χρόνια, βλέπαμε πολύ μακριά, κάναμε σχέδια και οραματιζόμαστε. Είχαμε πολλές ελπίδες και πιστεύαμε ότι, τελικά, θα νικούσαμε τις δυνάμεις του σκότους και της αμαρτίας. Να όμως, που ο εωσφόρος βρίσκεται εδώ και κυκλοφορεί ανάμεσά μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Προσπάθειά του να χαλάσουμε ό,τι με κόπους, δάκρυα και θυσίες κτίσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Δύσκολες μέρες. Να θυσιάζεται κανένας, να διδάσκει, να μεταμορφώνει ανθρώπους και, στο τέλος, να δοκιμάζει την πικρία και την απογοήτευση της τέλειας απόγνωσης και καταστροφής.
Δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι ένας μαθητής μου, πνευματικό μου παιδί και ανάστημα, θα μπορούσε να κάνει τέτοιες πράξεις που θα απόκοπταν τελείως από τον θείο κορμό της Εκκλησίας μας. Η χειροτονία του υπήρξε σταθμός – θα έλεγα – της πορείας μας, γιατί έγινε, στο τέλος ένας από τους στενούς μου συνεργάτες και μάλιστα, πολλές φορές, ταξιδεύαμε μαζί σε διάφορες περιοχές της Κένυας, για να ευαγγελίσουμε Χριστό και Ορθοδοξία. Ταξίδια και ποιμαντικές επισκέψεις αποκάλυπταν τα ιδιαίτερα χαρίσματα που του χάρισε ο Θεός. Μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον της Ορθοδοξίας και την εξαίρετη ανατροφή στα παιδιά του.
Δυστυχώς, όμως, ενώ όλα έδειχναν ότι με τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις μέχρι τώρα επιτυχίες του, θα πήγαιναν όλα καλά, ξαφνικά αυτός ο φοβερός εωσφόρος επεμβαίνει και μέσα σε χρόνο ρεκόρ τα διαλύει όλα. Εγκαταλείπει την οικογένειά του, με την πρεσβυτέρα έγκυο και 6 άλλα παιδιά. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ο πρώτος του γιος είναι πνευματικό μου παιδί, μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος. Εξαφανίστηκε, κυριολεκτικά, χωρίς να το πει σε κανένα. Μυστήριο ήταν και παραμένει η πράξη και απόφασή του αυτή. Τον χάσαμε. Μας έφυγε τόσο ξαφνικά. Όλα τα σχέδια και οι προσδοκίες μας ματαιώθηκαν.
Η πρεσβυτέρα και όλα τα παιδιά βάσταξαν με πολύ πόνο τη νέα αυτή κατάσταση. Κουβαλούν μέχρι σήμερα ένα ασήκωτο σταυρό. Έχουν διδαχθεί όλοι τους πολλά. Φυσικά, ως άνθρωποι, έχουν προσπαθήσει, όσο γίνεται, να μην δείχνουν ότι έχασαν κάθε ελπίδα. Είναι πικραμένοι και απογοητευμένοι. Δεν βρίσκουν λόγια για να εκφράσουν εκείνο που αισθάνονται. Η ζωή τους πήρε άλλη πορεία, άλλαξε προσανατολισμό. Ο στύλος της οικογένειας δεν βρίσκεται ανάμεσά τους. Σ’ αυτόν στήριζαν όλες τις ελπίδες τους και σ’ αυτόν άφησαν να δημιουργείται η αίσθηση ότι θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Κανένα ίχνος, καμιά προειδοποίηση. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Δεν μπορούσαν καν να το διανοηθούν. Η οικογένεια όλη είχε την αίσθηση ότι ευλογήθηκαν πλούσια με την παρουσία του πατέρα τους, ανάμεσά τους, με την παραδειγματική και μοναδική προσωπικότητά του, τις σοφές ενέργειές τους, τον δυναμισμό της ψυχής του και της σκέψης τους, τη σοβαρότητά στην εκτέλεση των οικογενειακών υποχρεώσεών του ως ιερέας. Ήταν μια ευλογημένη και πολλά υποσχόμενη πορεία που έδινε την αίσθηση ότι θα γινόταν ακόμα καλύτερη όταν θα μεγάλωναν τα παιδιά.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη δοκιμασία γεννιούνται, στο μεταξύ, δύο χαριτωμένα δίδυμα αδέλφια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, όταν, ήδη, ο πατέρας τούς είχε εγκαταλείψει. Συνεπώς, τα παιδιά γεννήθηκαν και μεγάλωσαν χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο πατέρας τους. Ο πρωτότοκος, βέβαια, που ήταν και ο βαφτιστικός μου, τους περνούσε αρκετά χρόνια. Και, ανάμεσά τους, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτός ήταν ο βιολογικός τους πατέρας, αφού υποδυόταν τον ρόλο του πατέρα στην πραγματικότητα. Καταλαβαίνει κανείς το τραύμα αυτών των παιδιών όταν τους είπαν ότι ο υποτιθέμενος, γι’ αυτούς, πατέρας τους δεν ήταν ο βιολογικός τους πατέρας αλλά ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Ήταν αδύνατο να το δεχθούν και με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να το πιστέψουν.
Όταν πέρασαν τα χρόνια και ο μεγαλύτερος αδελφός τους ήλθε και φοίτησε στο Πατριαρχικό Σεμινάριο, ο Μ. συνδέθηκε ακόμα περισσότερο με τον νονό του, που τώρα ήταν ο Μητροπολίτης Κένυας. Κι αυτός φυσικά αναγνώριζε στο πρόσωπο του Επισκόπου τον αληθινό πατέρα του, αν και γνώριζε ποιος ήταν ο βιολογικός του πατέρας. Ο Επίσκοπος ήταν εκείνος που όλα αυτά τα χρόνια φρόντιζε για τη μόρφωσή του και την εν γένει πρόοδό του. Συχνά, μάλιστα, για να του απαλύνει τον πόνο και να τον κάνει να ξεχάσει το δράμα που περνούσε όλη η οικογένειά του, τον έπαιρνε μαζί του σ’ όλες τις ποιμαντικές επισκέψεις του. Κάποτε του μίλησε για τον μικρότερο αδελφό του και το δράμα που περνούσαν και οι δύο. Ο Επίσκοπος ανέλαβε και τον πήρε σ’ ένα από τα Γυμνάσια της Μητρόπολης. Εκεί, τουλάχιστον, θα συναντούσαν και άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας, θα ήταν μακριά από τον χώρο που μεγάλωσε, όπου είχε δυσάρεστες αναμνήσεις, μα, προπαντός, θα μορφωνόταν. Μια μέρα ο Μ., όταν βρέθηκαν και οι δύο στο Γυμνάσιο που φοιτούσε, γύρισε και είπε στον Επίσκοπο:
- Να ξέρετε σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρίσκομαι, όταν συναντώ τον μικρότερο αδελφό μου, αφού, ακόμα, πιστεύει ότι εγώ είμαι ο πατέρας του. Και οσάκις με συναντά, χρησιμοποιεί τη λέξη «μπαμπά».
Πραγματικά δραματική η κατάσταση και, μέσα σ’ αυτή την τόσο συγκλονιστική θέση του πρωτότοκου, το θαύμα έπρεπε να γίνει. Βέβαια δεν περίμενε, κανείς, την επιστροφή του πατέρα τους, του αληθινού, του βιολογικού.
Ερχόταν στον Επίσκοπο και καθόταν ώρες, διηγούμενος την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Δεν μπορούσε να έχει άλλη επιλογή. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη που έτρεφε προς τον μικρότερο αδελφό του, που δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον στενοχωρήσει. Έπρεπε να κάνει αυτή τη μεγάλη θυσία και να αποδεχθεί την κατάσταση έτσι όπως εξελισσόταν. Ίσως, κάποτε, τα πράγματα να πάρουν άλλη στροφή και ο μικρός αδελφός του μια μέρα να αντιληφθεί ότι έτσι είναι και ποια ακριβώς είναι η πραγματική αλήθεια. Όμως, μέχρι εκείνη την ώρα, έπρεπε να δείξει τόση κατανόηση στον μικρότερο αδελφό του που το αντιμετώπιζε έτσι, χωρίς να είναι η αληθινή πραγματικότητα.
Ο Επίσκοπος συχνά – πυκνά επισκεπτόταν το Γυμνάσιο όπου φοιτούσε. Τον έβλεπε πάντα, συνομιλούσαν και μαζί του τις πιο πολλές φορές, ήταν συνοδός του και ο μεγαλύτερος αδελφός του. Τα έλεγαν σαν πατέρας και γιος. Μια σκηνή που εμένα προσωπικά με συγκλόνιζε αλλά μου έδινε μια εικόνα θυσίας, καταλλαγής, προσφοράς, ειλικρινούς αγάπης, συμπάθειας και συμπόνιας προς μια εικόνα του Θεού, άδολη και απλή, φυσιολογική στην ύπαρξή της, με όλα τα στοιχεία της καθαρότητας της ψυχής και της αγνότητας. Δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς οτιδήποτε άλλο.
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας