Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημ. “Κιβωτός της Ορθοδοξίας”
Το αμέσως προηγούμενο διάστημα, άπαντες “μουδιάσαμε” στο άκουσμα ότι μια ακόμη νέα κοπέλα, η άτυχη Νικολέτα από την Κρήτη, όχι ασφαλώς ότι είναι η μόνη, προχώρησε στην αχαρακτήριστη απονενοημένη πράξη και ενέργεια και κατέληξε επί της γης με αυτό το θλιβερό τρόπο (αν, τελικώς, πρόκειται για αυτοκτονία).
Και μαζί με την τραγική αυτή είδηση, κληρικοί και λαϊκοί νιώσαμε να “σφίγγεται” ακόμη περισσότερο η καρδιά μας μπροστά στην άρνηση της τοπικής Εκκλησίας να τελέσει την Εξόδιο Ακολουθία σε αυτή την άτυχη κοπέλα, η οποία, ως παρουσιάσαμε εκτενώς στο προηγούμενο φύλλο (στη στήλη επί των “Λειτουργικών Ζητημάτων”), ουδείς γνωρίζει και, προφανώς, δε θα μάθει τα μύχια της ψυχής της και όσα επέρασε, όπως και κάθε αυτόχειρας (;) ώστε να φθάσει σε αυτό το τελματικό σημείο για να “φύγει”.
Την ίδια, όμως, ώρα και με αφορμή αυτή την ενέργεια της 17χρονης Νικολέτας, αναδύεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την εφαρμογή και παιδαγωγική επιρροή των Ιερών Κανόνων μέσα στην Εκκλησία και στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Μια παιδαγωγία που καλείται να συμπορευθεί με τη φιλανθρωπία προκειμένου να οδηγεί με ασφάλεια τους πιστούς στο λιμάνι της σωτηρίας. Είναι, όμως έτσι;
Εδώ, έχω την αίσθηση ότι συναντά απόλυτη εφαρμογή ο λόγος του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο οποίος, αν και στην Έρημο, εκ των πραγμάτων, μπορούσε φαίνεται να κατανοήσει βαθύτερα τέτοιες ανάλογες και αντίστοιχες περιπτώσεις, σαν αυτή της Νικολέτας.
Γράφει στην “Κλίμακα” ο Όσιος: «Θέλει προσοχή, μήπως παρασυρθούμε από τη μανία της ανοιχτής θαλάσσης και παλέψουμε και κατορθώσουμε και διαβούμε το πέλαγος και, τελικώς, βουλιάξουμε στο λιμάνι!».
Ανέφερα την προηγούμενη φορά τον λόγο του Οσίου Παϊσίου, ότι «δεν πρέπει να κάνουμε τους Κανόνες “κανόνια” στην Εκκλησία». Στην προκειμένη, όμως, στιγμή, παραθέτω έτερον παράδειγμα, εκ των πολλών που η αγιαστική ζωή και πνευματική σοφία του Οσίου Εφραίμ του Κατουνακιώτη μάς παρέδωσε.
Επλησίασε κάποιος εκ των πολλών προσκυνητών τον Όσιο Εφραίμ, στο Άγιον Όρος, στα Κατουνάκια. Ήταν κληρικός και διατεινόταν πως διαπιστευμένοι άνθρωποι με εφάμαρτη ζωή και δη δημόσια, δεν πρέπει να βοηθούν ως μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε Ναούς. Μάλιστα, προς επίρρωση αυτού, επιστράτευε και αρκετούς Κανόνες από μικρότερες Συνοδους, Τοπικές, που συμμαρτηρούσαν και “έδεναν”, ως πίστευε, τη θέση και άποψή του. Είπε πολλά, τα ξανατόνισε, τα ισχυροποίησε και όταν ένιωσε ότι “στρίμωξε” τον Γέροντα, σταμάτησε και ανέμενε την απάντηση του Οσίου. Και, τότε, μίλησε ο Θεός, διά στόματος του Γέροντα: «Άκουσε, πάτερ μου, ομοιάζεις ωσάν τους Φαρισαίους που ήσαν έτοιμοι ακόμη και να σκοτώσουν για χάρη του Νόμου. Δεν διάβασες, ευλογημένε, ολόκληρη Καινή Διαθήκη, τόσα παραδείγματα μάς έδωσε ο Χριστός, δεν διάβασες πόσο ανεκτικός, πόσο ταπεινός και δεκτικός υπήρξε με τους αμαρτωλούς και ποτέ με την αμαρτία; Όχι με αγαπολογία, αλλά με αληθινή έκφραση ορθόδοξης και ορθόπρακτης αγάπης, μόνο έτσι αλλάζει και μεταμορφώνεται ο κόσμος και οι άνθρωποι», είπε ο παπά Εφραίμ. Και λίγο πριν φύγει ο κληρικός, φανερά σκεπτικός και μπερδεμένος πλέον, “επ᾿αγαθώ”, ο Όσιος Εφραίμ τον “αποτέλειωσε”: «Ε, πάτερ μου, να ξέρεις: θα προσεύχομαι να θυμάσαι μόνον όσους κανόνες αφορούν …τον εαυτό σου! Μόνον αυτούς να θυμάσαι!».
Έτσι μιλούσαν οι Όσιοι του Θεού, έτσι πολιτεύονται οι άγιοι και σήμερα. Απόλυτα αυστηροί με τον εαυτό τους, διαλλακτικοί και ταπεινοί με τους άλλους. Όχι, ασφαλώς, ότι θα περιορίσουμε ή θα διαγράψουμε τους Ιερούς Κανόνες. Κάτι τέτοιο θα εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους και θα μάς τοποθετούσε αυτομάτως στη χορεία των ταλαίπωρων ανθρώπων των εξωεκκλησιαστικών. Όμως, δεν θα κάνουμε και τους Κανόνες “Εθνικό Ύμνο” της Εκκλησίας, ως έπραξαν και πράττουν σήμερα οι Ζηλωτές, δημιουργώντας σχίσμα στην Εκκλησία και στην ευρύτερη εκκλησιαστική ενότητα.
Δε συγκρούεται η κανονικότητα με τους Κανόνες στην Εκκλησία. Και δεν συγκρούονται γιατί καλούνται να συνυπάρχουν και να συνοδοιπορούν, ως συμπόρευση του τύπου και της ουσίας, κρίνοντας πάντοτε “κατ᾿ Οικονομίαν” και σε ειδικές περιπτώσεις ποιο από τα δύο μπορεί, μόνον τοπικά, συγκεκριμένα και ορισμένα να υπερτερίσει του άλλου, αλλά μόνο συγκεκριμένα και τοπικά και ουδεπόποτε το ένα, ακόμη και σε ειδικές περιπτώσεις να κυριαρχεί και να απεμπολεί το άλλο.
Θυμάμαι, κάποτε, δεν αναφέρω ακριβώς πού, έψαλλα σε μια απομακρυσμένη περιοχή με έναν ευλαβέστατο ιερέα και με τη συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία άλλων τριών ή τεσσάρων πιστών. Δύσκολη περιοχή, παλαιότερα εμπόλεμη, εκτός Ελλάδος, φυσικά. Ο ιερέας, ελλείψει προσφόρου, προμηθεύθηκε μια φρατζόλα ψωμί, και αυτή μετά πολλών κόπων και βασάνων, και προχώρησε στη Θεία Ευχαριστία (πόσοι και πόσοι λειτουργοί το έπραξαν αυτό κατά τη διάρκεια της σκοτεινής γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα!). Ολοκληρώθηκε η Θεία Λειτουργία, κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στην κοντινότερη και ασφαλέστερη βἀση της περιοχής. Εκ των υστέρων, όταν ο ιερέας δημοσιοποίησε αυτή του την ενέργεια σε έτερους κληρικούς, δέχθηκε “συναδελφική” επίθεση, διότι “τόλμησε” να πράξει κάτι ανάλογο! Εδώ, σκέφτηκα, οι Κανόνες όχι “κανόνια” μεταποιήθησαν αλλά σε τανκ που θωρακίζουν την αναλγησία και παχυλότητα των ανθρώπων και εν προκειμένω δεν τους βοηθούν να δουν πίσω από το “γράμμα” του Νόμου, να δουν την ουσία και να βρει ανάπαυση η ψυχή τους.
Κανονικότητα και Κανόνες, ουσία και τυπικότητα δεν αντιστρατεύονται εντός της Εκκλησίας, δεν αντιμαχούν, αλλά συμπορεύονται, παραλληλίζονται, ομονοιούν, συμπλέουν και αλληλοπεριχωρούνται.
Να έρθει ο καιρός, ευχής έργον, ο Θεός πρωτίστως να δώσει, να έρθει ο καιρός που οι Χριστιανοί θα απεκδυθούν την αυστηρή και φαρισαϊκή προσπάθεια τήρησης των Κανόνων απέναντι στους άλλους και, με την ίδια ζέση και θέρμη, θα ενδυθούν την αντίστοιχη προσπάθεια τήρησής τους μόνον για τους εαυτούς τους, εκφράζοντας στην πράξη την μεγαλοσύνη, ανεκτικότητα και ταπείνωση απέναντι σε κάθε “πτώση” των συνανθρώπων τους.
Θα κλείνω τις παρούσες σκέψεις μου με τον λόγο του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου που, λίγο πριν, και πάλι χρησιμοποίησα. Ίσως, και μόνο αυτό να έγραφα εξ αρχής, να ήταν αρκετό, να μη χρειάζονταν τα υπόλοιπα: «Θέλει προσοχή, μήπως παρασυρθούμε από τη μανία της ανοιχτής θαλάσσης και παλέψουμε και κατορθώσουμε και διαβούμε το πέλαγος και, τελικώς, βουλιάξουμε στο λιμάνι!».
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας