Αρχική » Ανάσταση του Χριστού: Μία προαναγγελθείσα «απόδραση» από την «φυλακή» του τάφου

Ανάσταση του Χριστού: Μία προαναγγελθείσα «απόδραση» από την «φυλακή» του τάφου

από christina

Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός μιλώντας στους Μαθητές Του, αλλά και στα πλήθη, που άκουγαν τον λόγο Του, είχε κατ’ επανάληψη προαναγγείλει την σύλληψή Του από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, τον Σταυρικό Του Θάνατο και την μετά τριήμερο Ανάστασή Του (βλ. ενδεικτικά Μαρκ η΄ 31 & θ΄ 31,  Λουκ  θ΄ 22, Ιω γ΄ 14 & ιβ΄ 32). Αρκετές φορές μάλιστα, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της άρχουσας εκκλησιαστικής τάξης των Ιουδαίων, οι οποίοι παρακολουθούσαν από κοντά τη δράση Του, τους έλεγε αλληγορικά: «Γκρεμίστε αυτόν το Ναό και εγώ θα τον ξαναχτίσω σε τρεις ημέρες». Και είναι βέβαια προφανές ότι με την φράση αυτή υπονοούσε ο Ιησούς ότι τρεις ημέρες μετά τη θανάτωσή Του επάνω στον Σταυρό θα αναστηθεί εκ νεκρών. Το νόημα αυτό το αντιλαμβάνοντο και οι Ιουδαίοι.

Αλλο τώρα ότι παρερμήνευσαν σκόπιμα τα λεγόμενα του Χριστού ενώπιον του Αρχιερέα Καϊάφα (Ματθ κστ, 61), για να Τον παρουσιάσουν στον Ρωμαίο Διοικητή της Παλαιστίνης, εκτός των άλλων, και ως στασιαστή. Η κατηγορία αυτή δένει και με την άλλη συναφή κατηγορία, που προβάλλει τον Χριστό ως Βασιλιά των Ιουδαίων, ο οποίος παρακινεί δήθεν τον Λαό του να μην πληρώνει τους φόρους στον Καίσαρα. Ολα αυτά τα έλεγαν οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι σε βάρος του Χριστού, όχι βέβαια διότι υπερασπίζοντο την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που τους είχε υποτάξει, αλλά διότι επεδίωκαν να πείσουν τον Πιλάτο να διατάξει την Σταύρωση του Χριστού για όσα του καταμαρτυρούσαν, μιάς και μόνον αυτός είχε δικαίωμα να επιβάλει θανατική ποινή.. Και πώς θα κατάφερναν οι Ιουδαίοι να υφαρπάσουν από τον Πιλάτο την απόφαση που ήθελαν, εάν δεν παρουσίαζαν σε αυτόν τον Χριστό ως έναν επικίνδυνο εχθρό της Ρώμης;

Κατά την εξέταση όμως του Ιησού από τον Ηγεμόνα στο πραιτώριο, αποδείχτηκε, προς ανακούφιση του Πιλάτου, ότι ο Χριστός δεν ήταν κάποιος επίγειος Βασιλιάς, που θα έπρεπε να Τον φοβάται η Ρώμη, αφού, όπως έλεγε ο Ιδιος, η Βασιλεία Του δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Λόγια που ηχούσαν στα αυτιά ενός ειδωλολάτρη Ηγεμόνα σαν διακηρύξεις κάποιου γραφικού τύπου που αυτοαναγορευόταν σε Θεό. Για αυτό διέταξε ο Πιλάτος τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν τον Χριστό, μήπως μπορέσουν έτσι να Τον συνεφέρουν, ώστε να πάψει να λέει πράγματα που προκαλούσαν τον γέλωτα ή την θυμηδία σε σοβαρούς ανθρώπους. Ακου Θεός. Θα μπορούσε ποτέ ένας Θεός νε εξευτελίζεται με τέτοιο τρόπο μπροστά στους ανθρώπους; Αυτά λες, εάν δεν γνωρίζεις τον λόγο της ταπείνωσης του Θεού. Εν πάση περιπτώσει η απαθής επιμονή του Χριστού στα ίδια ήταν, όπως αποδείχθηκε, ασθενέστερη από την φορτική απαίτηση των Γραμματέων και των Φαρισαίων να σταυρωθεί ο Ιησούς, διότι βλασφημούσε την θρησκεία τους ισχυριζόμενος ότι είναι Υιός του Θεού. Οσες προσπάθειες κι αν έκανε ο Πιλάτος να απολύσει τον Χριστό, αποδείχθηκαν ατελέσφορες να κλείσουν τον δρόμο του Ναζωραίου προς τον Γολγοθά, τον οποίο είχαν χαράξει οι Ιουδαίοι. Ούτε η κρίση του Ηγεμόνα ότι δεν βρίσκει καμιά ενοχή στον Ιησού. Ούτε η συμβουλή της συζύγου του «μηδέν σοι και τω δικαίω τούτω». Ούτε ακόμη το δίλημμα στους Ιουδαίους με τον Βαραββά, τον σεσημασμένο και επικίνδυνο κακοποιό, στάθηκαν ικανά να αντιστρέψουν τη δρομολογημένη φορά των πραγμάτων. Χωρίς βέβαια να πείθει ο Πιλάτος με το νίψιμο των χεριών του ότι δεν είχε καμία συμβολή σε αυτά.

Ο «Βασιλεύς των Ιουδαίων» φορτωμένος πια τον βαρύ Σταυρό Του, με το αγκαθερό στεφάνι στο κεφάλι Του, που κατεβάζει «ρυάκια» αίματος στο πρόσωπό Του και με το κορμί Του καταματωμένο και πληγιασμένο από τα μαστιγώματα, ανεβαίνει αγκομαχώντας τον λόφο του Μαρτυρίου Του. Εκεί τον περιμένει ο τελευταίος αβάσταχτος πόνος από τα μεγάλα καρφιά που τρυπάνε τα χέρια και τα πόδια Του και κάνουν το Σώμα Του ένα με το Ξύλο. Είναι η ώρα, μας λένε τα Ευαγγέλια, «ωσεί έκτη», δηλ. 12 περίπου το μεσημέρι, με τα δικά μας ρολόγια. Πόσο να αντέξει ένα αδύναμο από τη νηστεία κορμί, στραγγισμένο από τα τελευταία αποθέματα αίματος και από την υπέρβαση των βιολογικών του ορίων; Είναι απορίας άξιον, πώς μπόρεσε ο Χριστός μέσα σε αυτές τις συνθήκες του Μαρτυρίου Του, να φτάσει μέχρι την ενάτη ώρα, δηλ. μέχρι τις 3 το απόγευμα, για να αναφωνήσει το «τετέλεσται» υπογράφοντας ταυτόχρονα με το Τίμιο Αίμα Του το Συμβόλαιο της δικής μας Σωτηρίας. Αυτή την έσχατη ώρα την περίμεναν οι Ιουδαίοι, για να τελειώνουν οριστικά με αυτόν τον «θεομπαίχτη». Την περίμεναν, αλλά και την φοβόντουσαν παράλληλα, διότι δεν ξεχνούσαν την τριήμερη προθεσμία που τους είχε δώσει ο Χριστός, για να διαπιστώσουν την αληθινή Του ιδιότητα, αλλά και την πραγματική Του δύναμη. Η «κλεψύδρα» για αυτήν την προθεσμία άρχισε να τρέχει από την στιγμή που ακούστηκε το «τετέλεσται» και επιβεβαιώθηκε ο Θάνατος του Χριστού από το «αίμα και το ύδωρ» που άφησε να τρέχει η τρυπημένη από την λόγχη πλευρά Του.

Πολλές φορές κάποιοι κατάδικοι, που θεωρούν άδικη την τιμωρία τους, προειδοποιούν, καθώς οδηγούνται στην φυλακή, ότι θα αποδράσουν από αυτήν. Μία τέτοια προειδοποίηση με αόριστη αναφορά στο μέλλον και με άγνωστο το «πώς» και το «πότε», έστω κι αν ληφθεί σοβαρά υπόψη,  υποδηλώνει πάντως απλά την επιθυμία και την επιδίωξη του καταδίκου να βγει με τον δικό του τρόπο από το κελί της άδικης φυλακής. Με τον Χριστό όμως έχουν αλλιώς τα πράγματα. Αυτός ο καταδικασμένος στην «φυλακή» του Τάφου δεν προειδοποιεί κανέναν. Δεν γνωστοποιεί επιθυμίες και επιδιώξεις Του.

Εξαγγέλλει απλά αυτό που πρόκειται νομοτελειακά να συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο, διότι ο Θεός, όπως ήταν ο Ιησούς, δεν μπορεί να «φυλακισθεί» σε μνήματα. Είχε δώσει άλλωστε δείγματα «γραφής» στους Ιουδαίους για την σχέση Του με τη Ζωή και τον Θάνατο, με την ανάσταση του Λαζάρου, που έγινε λίγο πριν από το Εκούσιο Πάθος Του, αλλά και με όσες άλλες ακόμη αναστάσεις είχαν προηγηθεί. Και εάν για τις αναστάσεις αυτές οι Ιουδαίοι είχαν σύμμαχό τους τον ορθολογισμό ισχυριζόμενοι ότι ο Χριστός είναι ένας κοινός απατεώνας, διότι λέει ότι ανέστησε νεκρούς, ενώ οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είχαν πάθει νεκροφάνεια (!), τώρα που είδαν νεκρό τον Χριστό με τα ίδια τους τα μάτια, τι θα έλεγαν; Πάλι το καταφύγιό τους ήταν ο ορθολογισμός. Βασικό σενάριο των Αρχιερέων ήταν ο ισχυρισμός της κλοπής του Σώματος του Χριστού από τους Μαθητές Του. Την μία φορά το σενάριο αυτό εκδηλώθηκε ως φόβος αμέσως μετά την Ταφή του Κυρίου, στοιχείο που οδήγησε τους Αρχιερείς στον Πιλάτο, για να ζητήσουν από αυτόν πρόσθετα μέτρα φρούρησης του Τάφου (Ματθ κζ΄ 62). Και την άλλη φορά το ίδιο σενάριο παρουσιάσθηκε ως αποτέλεσμα αμελούς φρούρησης εκ μέρους των νυσταγμένων φρουρών, όταν βρέθηκε άδειος ο Τάφος μετά την παρέλευση του τριημέρου, που είχε ορίσει ο Ιησούς.

Το σενάριο όμως της εξαφάνισης του νεκρού Χριστού από τους Μαθητές Του έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, καθώς ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του εμφανιζόταν σχεδόν καθημερινά σε πολλούς. Και ποιος τον είδε; Οι Μαθητές Του. Δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η  μαρτυρία τους, θα παρατηρήσουν κάποιοι,  διότι είναι διαβλητή. Μα τον είδαν και άλλοι αξιόπιστοι μάρτυρες. Ποιοι; Οι Προφήτες εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα! Οσοι αμφιβάλλουν, ας συμβουλευθούν τον Ησαΐα, ο οποίος βλέπει τον Χριστό μετά την Ταφή Του στον Αδη να «σπάζει» τα «δεσμά» του θανάτου, να ανοίγει τις «πύλες» του και να ελευθερώνει τον Αδάμ και την Εύα. Για τον Αναστάντα Χριστό μιλάει πάλι ο προφητικός λόγος, καθώς διακηρύσσει: «Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας» (Ματθ κα΄ 42).

Ο Χριστός είναι, κατά τις Γραφές, ο «Λίθος», η «Πέτρα» της ζωής, που την αποδοκίμασαν οι «οικοδόμοι» του ιουδαϊκού ιερατείου πετώντας την μέσα στον Τάφο μαζί με τις άλλες πέτρες. Αλλά αυτή η «Πέτρα» βγήκε από τον Τάφο και έγινε «θεμέλιο» του Νέου «οικοδομήματος», που θέλησε ο Θεός να χτιστεί με καινούργια υλικά («παρά Κυρίου εγένετο αύτη»), για να θαυμάζουμε όλοι και την «Πέτρα» και το «οικοδόμημα» («και έσται θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών»).     

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ