Του Δημητρίου Λυκούδη στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”
Η πνευματική ζωή, κατά τον Kierkegaard, δεν είναι ποτέ σε ακινησία, παρά το «γίγνεσθαι της δυνατότητας». Αυτό εκφράζεται με την δυνητική ανοδική τροχιά του ανθρώπου, με την «πλήρωση» όλων των επιπέδων και όλων των στοιχείων που συνθέτουν το ανθρώπινο όν, ακεραιωμένων μέσα στο πνεύμα του. Η ακεραίωση αυτή επιβάλλει, ώστε η γνώση, (ως βιβλική εδώ έννοια), να μην είναι ποτέ αυτόνομη και μονοδιάστατη άσκηση μιας μόνης ιδιότητας του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά μετοχή του συνόλου των ιδιοτήτων του. Με άλλα λόγια, το πνεύμα, η θεία πνοή είναι το όργανο της κοινωνίας με το υπερβατικό, κοινωνίας που δεν είναι δυνατή, παρά μόνο αν υποστεί τη συνάρτηση με την «κοινωνία ουσίας», μ’ αυτό το μυστηριακό κάτι μέσα μας, δεδομένου ότι το πνεύμα αναπτύσσεται μόνο μέσα στο δικό του περιβάλλον, στο θείο περιβάλλον. Έτσι το πνεύμα είναι εκείνο το προχωρημένο σημείο του ανθρώπου που κοινωνεί με το επέκεινα και μετέχει σ’ αυτού, σύμφωνα με τη δομή του ως «κατ’ εικόνα» Θεού. Αυτή, λοιπόν, η μέθεξη στην κοινωνία του Θείου πραγματοποιείται μέσω της προσευχητικής διάστασης του ανθρωπίνου πνεύματος.
«Ως προς την ενέργειά της, η προσευχή είναι “κόσμου ορατού και αοράτου αλλοτρίωσις”, αλλά ταυτόχρονα και “κόσμου σύστασις”. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στην κάθετη αναφορά της υπερβαίνει κάθε κτιστό, στην οριζόντια κίνησί της συνεχίζει το δημιουργικό έργο του Θεού. Είναι λοιπόν μορφή δημιουργίας, και μάλιστα κοσμικών διαστάσεων. Κατά την πορεία της ενώσεως με τον Θεό ο πιστός συγκεντρώνει στην καθολική αγάπη του τον κατακερματισμένο από την αμαρτία κόσμο, ώστε τελικώς να μεταμορφωθή με την χάρι του Θεού. Γι’ αυτό και οι ασκούμενοι στην ησυχία και “εν τη ομιλία μετά του Θεού μυστηριάζοντες διά της προσευχής”, αξιώνονται να λάβουν εξουσία σε όλη την κτίσι. Μοιάζουν με τους ενδόξους εκείνους που στέκονται μπροστά στον βασιλιά και γνωρίζουν τα κρατικά μυστικά. Η βοήθεια που προσφέρουν στους αδελφούς εκείνοι που ζούν και ευδοκιμούν στην ησυχία είναι φανερή: “το βοηθήσαι ημίν λόγω εν καιρώ ανάγκης, ή το προσφέρειν υπέρ ημών εντεύξει”» (Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Ιερομονάχου, Κόσμος και Έρημος, σπουδή στην ασκητική γραμματεία του έκτου αιώνα, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Αθήνα 2002, σελ.185-186).
Η προσευχή όμως ως προς το περιεχόμενό της είναι ανάγκη να περιλαμβάνει την κατάφαση του ανθρώπου, την αποδοχή της έννοιας της αναξιότητας και αμαρτωλότητάς του, τόσο στην οριζόντια αναγωγή, κυρίως όμως στην κάθετη διάστασή της. «Αν δεχτεί κανείς την αμαρτία ως άγνοια απεμπολεί την αμαρτία απ’ τον χώρο της συνείδησης. Αλλά ακριβώς η συνείδηση της αμαρτίας και κάθε έκφανσης αμαρτωλότητας προϋποθέτει την συνείδηση αλλιώς θα οδηγείτο στην άρνηση να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της. Η συναίσθηση της αμαρτίας είναι ήδη μια μορφή αυτοσυνείδησης του εαυτού, με την έννοια ότι πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του για να συνειδητοποιήσει ταυτόχρονα την αμαρτία του».
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης υπογραμμίζει το τριπλό περιεχόμενο της προσευχής: πρώτα θέτει την ειλικρινή ευχαριστία προς τον Θεό, κατόπιν την εξομολόγηση των αμαρτιών με συντριβή της ψυχής και στη συνέχεια την αναφορά των αιτημάτων μας (Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του ΣΙναΐτου, Κλίμαξ, σελ. 389).
«Η εμπειρία των νηπτικών Πατέρων μας διδάσκει ότι το περιεχόμενον της προσευχής είναι αφ’ ενός μεν δοξολογικόν και υμνολογικόν διά ψαλμών και ύμνων, διά ωδών και αναγνωσμάτων, αφ’ ετέρου δε ικετευτικόν… Αλλ’ οπωσδήποτε σπουδαίον αίτημα της προσευχής είναι η ζήτησις της θείας βοηθείας και χάριτος, διά να δυνηθή ο άνθρωπος να εκπληρώση τα πνευματικά του καθήκοντα και να διέλθη την επί γης ζωήν με παράλληλον πνευματικήν και σωματικήν υγείαν. Εις αυτά τα πλαίσια τοποθετείται και η επίκλησις της θείας αρωγής, ώστε να δυνηθή ο πιστός να αντιπαλαίση τον δαίμονα και να εμποδίση την είσοδο του «πονηρού» εις την ζωήν του. Επ’ ουδενί λόγω όμως κατά την προσευχήν ο άνθρωπος πρέπει να προβαίνη εις ζητήσεις παραλόγους, αι οποίαι όχι μόνον δεν πρόκειται να καρποφορήσουν, αλλά κινδυνεύουν και να εξοργίσουν τον Θεόν» (Βλ. Σωτηρόπουλου Χαράλαμπου, Οι Νηπτικοί Πατέρες).
Οι πνευματικοί κόποι και αγώνες κάθε πιστού ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της “βουλήσεως”, χωρίς όμως να εξασθενούν τον χαρακτήρα της χάριτος ως «προπαρασκευαστικής δωρεάς». Κάθε “έργο” και προσπάθεια στα πλαίσια της προσευχητικής τροχιάς, εμποτισμένα στη γεύση της ακραιφνούς μετανοίας, (ως παύση εδώ της αμαρτίας), δεν σημαίνουν απλές ηθικές πράξεις, αλλά την “θεανδρική ενέργεια”, το ανθρώπινο “πράττειν” μέσα στο θείο “πράττειν”.
Ο Γέρων Χερουβείμ Καράμπελας γράφει: «Ο γερό-Βικέντιος ήταν γεμάτος φυσική απλότητα. Όπου κι αν βρισκόταν, προσευχόταν με δυνατή φωνή· στα μονοπάτια, στο Κυριακό, στις συναντήσεις του με τους άλλους.
“Σώσε με, Παναγία μου. Σώσε με. Ελέησε με”, τον ακούγαμε συχνά να φωνάζη. Η φωνή του έβγαινε με πόνο, με αγωνία, σαν από πληγωμένα στήθη… Τον απασχολούσε ακατάπαυστα η υπόθεσις της σωτηρίας. Του δημιουργούσε ψυχική οδύνη…
Τίποτε άλλο δεν έλεγε. Τίποτε άλλο δεν τον απασχολούσε. Ήταν ένας άλλος Εφραίμ Σύρος στην κατάνυξι.
“Σώσε με, Παναγία μου”, παρακαλούσε, κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. “Μη μ’ αφήσης να χαθώ. Εγώ για την αγάπη του Υιού σου ήλθα εδώ από παιδί. Σώσε με, Παναγία μου, σώσε με”. Είτε εργαζόταν είτε περπατούσε στον δρόμο φώναζε διαρκώς και έκλεγε σχεδόν αδιαλείπτως. “Σώσε με, Παναγία μου”…
Μέσα στην απλή καρδιά του γέροντος Βικεντίου, όπου αναπαυόταν η Παναγία με τον Υιόν της, τον “Ηγαπημένόν” του, αυτός ο θρήνος, αυτά τα δάκρυά μου φαίνεται πως εγεννούσαν κάποια ανεκλάλητη κρυφή χαρά. Πάντοτε ρωτούσα να μαθαίνω, τι γίνεται αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος. Μέχρι που εκοιμήθη, προσευχόταν με τον ίδιο τρόπο, θρηνών και οδυρόμενος. Ο θάνατός του, καθώς με πληροφόρησαν οι αδελφοί Καρτσωναίοι, ήταν θάνατος ενός οσίου, ενός ήρωος της θρηνώδους προσευχής» (Καράμπελα Χερουβείμ, Αρχιμ., Από το περιβόλι της Παναγίας, νοσταλγικές αναμνήσεις, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1997, σελ. 152 -153).