Αρχική » “Γιατί ξεχάσαμε τους Έλληνες;”

“Γιατί ξεχάσαμε τους Έλληνες;”

από christina

Του Επισκόπου Μπίχατς και Πέτροβατς κ. Σεργίου*

Οι ‘Ελληνες είναι ο λαός στον πολιτισμό του οποίου έχει εδραιωθεί ο κόσμος. Αν όχι για την τέχνη τους, την αρχαία φιλοσοφική σκέψη, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού, η οποία έδωσε μία ειδική σφραγίδα, ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε σήμερα, σίγουρα δεν θα υπήρχε.

Οι Ελληνες με τη σοφία τους, τη γνώση τους, καθώς και με την πίστη τους, άφησαν χρώμα και έδωσαν ουσία στην ανθρωπότητα, χαρίζοντας το κάλλος που κόβει την ανάσα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο δυτικός πολιτισμός οφείλει την ύπαρξή του στην αρχαία Ελλάδα, στα θεμέλια του οποίου εμφανίστηκε η σημερινή Ελλάδα, για να κληρονομήσει το ένδοξο παρελθόν των προγόνων της, για να είναι περήφανη για το παρελθόν της και να διατηρήσει τον εαυτό της για τη χάρη όλων μας, που ειλικρινά τη σεβόμαστε και την αγαπάμε.

Σε μάς στους Σέρβους, οι Ελληνες, διά των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, δώρισαν το αλφάβητο, και διά των αγίων του Θεού ευαρεστησάντων, γνωστών και άγνωστων, άναψαν στη δικιά μας σλαβική ψυχή τη δάδα της πίστεως του Χριστού.

Το αλφάβητο και η πίστη επομένως είναι από τους Ελληνες. Χρειάζεται δε δοθείν το μεγαλύτερο δώρο; Είναι δυνατόν λαβείν υψηλότερο δώρισμα;

Να θυμηθούμε τον τελευταίο πόλεμο, όταν ήμασταν κατηγορούμενοι για όλα και για οτιδήποτε, όταν απομονωμένοι στην τραγωδία μας παλέψαμε για τη γυμνή επιβίωση, για να επιβιώσουμε και να υπάρχουμε.

Δεν υπήρξε τότε άλλο απλωμένο αδελφικό χέρι εκτός εκείνου της Ελλάδος, η οποία μας ανύψωσε από την άβυσσο έμπρακτα και περισσότερο ακόμα από όσο μπορούσε.

Ας θυμηθούμε μόνο πόσα από τα μικρά παιδιά της Σερβίας κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν, έρχονταν στην Ελλάδα, στις ελληνικές οικογένειες και τα μοναστήρια, τουλάχιστον για μία στιγμή να ξεχάσουν τη μυρωδιά του μπαρουτιού.

Πόσοι από αυτούς απέκτησαν στην Ελλάδα καρδιακούς φίλους, πόσοι από αυτούς γνώρισαν τη χώρα στην οποία μας αγάπησαν, πόσες υπέροχες αναμνήσεις παρέμειναν για πάντα στις τραυματισμένες από τον πόλεμο ψυχές των παιδιών;

Αρκεί μόνο να θυμηθούμε εκείνο τον υπέροχο Αρχιμανδρίτη Παρθένιο, ο οποίος μας έκανε να ντραπούμε με την απεριόριστη αγάπη του, φέρνοντας τα χέρια γεμάτα με δώρα και την καρδιά γεμάτη αγάπη.

Οταν οι πολιτικοί αντιπρόσωποι της Σερβικής Δημοκρατίας (Σερβικό μέρος της Βοσνίας Ερζεγοβίνης) απέρριψαν το Σχέδιο Βανς – Οουεν, το 1993 και ο Ελληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ενόψει των δηλώσεων, υποσχέθηκε ότι οι Έλληνες θα παραμένουν φίλοι μας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, έχοντας υπόψη την ελληνική αγάπη πριν και μετά από αυτό, ο πρώτος πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας δικαιωματικά είπε: «Οι Σέρβοι έχουν μόνο δύο φίλους: τον Θεό και τους Ελληνες».

Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Σερβίας, οι Eλληνες ήταν μαζί μας, παρόλο που η Ελλάδα, όπως και τότε, έτσι και σήμερα, ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, από τα ελληνικά αεροδρόμια δεν ξεκινούσαν οι ουράνιοι διανομείς του θανάτου· έτσι οι Ελληνες υπερασπίστηκαν το σώμα τους, δεν άφησαν τα ουράνια κακά πουλιά να πετούν προς τη Σερβία, φέροντες φορτία θανάτου.

Δεν βλάπτει ποτέ να αναφερθούμε στον Ελληνα αξιωματικό, καπετάνιο Μαρίνο Ριτσούδη, ο οποίος πριν από είκοσι χρόνια, σαν καπετάνιος του πλοίου «Θεμιστοκλής», αρνήθηκε να συμμετέχει στον βομβαρδισμό της Σερβίας, επιστρέφοντας το σκάφος του στο λιμάνι. Τότε ξεκίνησε η δίωξή του καθώς και η επαγγελματική αγωνία, αλλά αυτός ο τίμιος Ελληνας διαφύλαξε την τιμή του και την αιώνια τιμή του ελληνικού λαού.

Ως εκ τούτου, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του απένειμε το μετάλλιο του Τάγματος του Αγίου βασιλέα Κωνσταντίνου.

Ωστόσο, καθώς οι καιροί τις ατυχίας έγιναν μέρος του παρελθόντος μας, και η ευγνωμοσύνη μας προς τους Ελληνες εξασθένησε. Φαίνεται ότι αρχίζουμε και ξεχνάμε την αδελφική αγάπη που μας προσφέρθηκε στη δυσκολότερη στιγμή.

Είναι υπέροχο που θυμηθήκαμε και ενεργήσαμε και τοποθετήσαμε τον ανδριάντα του Βιτάλι Τσούρκιν στο Ανατολικό Σεράγεβο, αλλά δεν είναι ευπρεπές που η ελληνική αγάπη μένει μόνο στις καρδιές εκείνων που την έλαβαν.

Μου φαίνεται ότι πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα και ότι η ευγνωμοσύνη μας θα πρέπει να είναι ορατή, να μαρτυρηθούν για αυτή την αγάπη όχι μόνο οι αναμνήσεις, αλλά και ορατά μνημεία αυτής της αγάπης, με την οποία ο ελληνικός λαός μας περιέβαλε.

Είναι ωραίο να ξέρουμε ξένες γλώσσες, το γνωρίζω από τη δική μου προσωπική εμπειρία από το εξωτερικό, έτσι είναι αξιέπαινο που έχουμε τη «Ρωσική Γωνιά» στην Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Σερβικής Δημοκρατίας, που έχουμε «Ινστιτούτο Κομφούκιου» στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, επίσης, στη Μπάνια Λούκα, αλλά η ελληνική γλώσσα, εμποτισμένη με σοφία, με την πίστη και την αγάπη, μας φαίνεται μή απαραίτητη;

Ας γίνουμε σκεπτόμενοι επάνω στη δική μας λήθη, έτσι ώστε να γίνουμε καλύτεροι από ό,τι πραγματικά είμαστε. Αν κοιτάξουμε μέσα μας, στη δική μας κρυμμένη μνήμη, στο βάθος της δικής μας ματωμένης καρδιάς, δεν θα βρούμε κανέναν άλλον παρά τους Ελληνες, των οποίων η αγάπη μας αλυσόδεσε για αιώνες.

Επομένως, σε αυτή την εποχή μας, στεκόμενος στον Αρειο Πάγο, στον τόπο από όπου ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στους Ελληνες, μονάχα μπορώ, στην προσευχή της ευχαριστίας να επαναλαμβάνω τα δικά του παλαιόθεν ειρημένα λόγια: «Ανδρες Αθηναίοι, κατὰ πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ: (Πράξεις 17, 22).

Και όντως, οι Ελληνες είναι έθνος το οποίο δεν μπορεί να εκλείπει από το πρόσωπο της γης, διότι η ύπαρξή τους εμφυτεύτηκε από την πανάρχαια σοφία του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και το πνεύμα της χριστιανοσύνης, ανθισμένο εις το Αγιο Ορος και στα Μετέωρα, στις αθηναϊκές αγορές και στα πελοποννησιακά ασκητήρια, για πάντα θα φωτίζει αυτή την εκλεκτή χώρα και αυτό το εκλεκτό έθνος, να μας είναι φίλος και συνοδοιπόρος στην ιστορική οδό που διανύουμε.

Για αυτό το λόγο οι Ελληνες ήταν και θα είναι οι αληθινοί μας αδελφοί, στους οποίους οφείλουμε πραγματικό σεβασμό, την αδελφική χριστιανική αγάπη, αλλά πριν και πάνω απ’ όλα μία πραγματικά αλησμόνητη συμπεριφορά, όπου θα είμαστε πάντα και θα παραμένουμε ένα, στον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας.

 

 

*Μετάφραση κειμένου: Ιερομ. Αμβρόσιος Βέσιτς.

To κείμενο δημοσιεύθηκε στο Romfea.gr

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ