Ένα από τα κορυφαία γεγονότα στην επίγεια ζωή του Χριστού είναι η Μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ, ενώπιον των τριών μαθητών Του, του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννη, αλλά και η συνομιλία Του με τους δύο προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωυσή και τον Ηλία. Κατά την Μεταμόρφωση οι μαθητές είδαν το πρόσωπο του Χριστού να λάμπει όπως ο ήλιος και τα ενδύματά Του να γίνονται άσπρα σαν το φως (Ματθ. 17, 2). Ο Χριστός φανέρωσε την δόξα Του στους μαθητές Του, κατά το μέτρο που εκείνοι μπορούσαν να την αντιληφθούν, να την κατανοήσουν, να την βιώσουν. Και έγιναν μάρτυρες και της Θεοφάνειας, της παρουσίας δηλαδή της Αγίας Τριάδος. Είδαν νεφέλη φωτεινή και άκουσαν τη φωνή του Θεού Πατρός να λέει: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. Αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5). Προγεύτηκαν τη δόξα του Παραδείσου. Πήραν το μήνυμα πως τα πάθη, ο Σταυρός, ο θάνατος, η Ταφή, όσα δηλαδή θα απογύμνωναν τον Χριστό από τη δόξα των θαυμάτων, από το βάθος της διδασκαλίας, από την ελπίδα της ζωής που έδινε στους ανθρώπους θα ήταν πρόσκαιρα φαινόμενα. Γι’ αυτό και ο Χριστός τους επισημαίνει: «μηδενί είπητε το όραμα έως ου ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή» (Ματθ. 17, 9). «Μην πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, ώσπου να αναστηθεί ο Υιός του Ανθρώπου από τους νεκρούς».
Δεν είναι τα πράγματα όπως φαίνονται
Στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό συνήθως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Οι άνθρωποι ζητούμε σημεία. Θέλουμε αποδείξεις ότι ο Θεός υπάρχει. Ακόμη κι αν είμαστε κοντά Του, ακόμη κι αν ζούμε με τον τρόπο της Εκκλησίας, μέσα μας υπάρχει αυτό το «καθώς ηδύναντο» των μαθητών. Προσευχόμαστε και περιμένουμε από τον Θεό να ακούσει την προσευχή μας. Ζητάμε ζωή και ελπίδα και περιμένουμε με κάποιον τρόπο ο Θεός γρήγορα να μας τα προσφέρει. Θέλουμε ενίσχυση να αντέξουμε τον κόπο και τη φθορά των ανθρώπινων σχέσεων και αγωνιούμε όταν οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλουμε και ο Θεός δε φαίνεται να ακούει τη φωνή μας και να τους οδηγεί διά του φωτισμού του στη συμπεριφορά που εμείς έχουμε επιλέξει να είναι η καλύτερη. Ζητούμε ουσιαστικά από τον Θεό να δεσμεύσει την ελευθερία των ανθρώπων και να γίνουν όπως εμείς τους θέλουμε. Θέλουμε έναν Θεό Δυνατό, Ισχυρό, Εξουσιαστή, που δε θα νικιέται από τα πάθη και την ισχύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό και μας φαίνεται ακατανόητη η ταπείνωση του Θεού. Περιμένουμε την δόξα του και σ’ αυτή στηριζόμαστε, για να αισθανόμαστε κι εμείς δοξασμένοι, όντας πιστοί Του.
Πιστεύουμε και περιμένουμε
«Μηδενί είπητε το όραμα έως ου ο υιός του ανθρώπου αναστή εκ νεκρών». Στον λόγο του Χριστού αποτυπώνεται αυτό που ο Θεός μας προσφέρει. Χαραμάδες δόξας, όχι όμως την υπερηφάνεια ότι είμαστε ικανοί να μετέχουμε από μόνοι μας σ’ αυτήν. Όχι καύχηση γι’ αυτό που βλέπουμε και πιστεύουμε, αλλά επίγνωση ότι η πνευματική ζωή κρύβει τις δυσκολίες του σταυρού και εκείνος είναι το καύχημά μας. Πιστεύουμε και περιμένουμε. Αφήνουμε τον Θεό να καθορίσει τον χρόνο που θα μας ωφελήσει να λάβουμε τα στοιχεία της παρουσίας Του. Εργαζόμαστε πνευματικά και ασκητικά, ανεβαίνοντας στο όρος Θαβώρ, δηλαδή απομακρυνόμενοι από τον θόρυβο του κόσμου και της εξωστρέφειας, και όντας έτοιμοι να χαρούμε τη βεβαιότητα της ανάστασης, ακόμη και μέσα στην προσδοκία της υπομονής. Προσευχόμαστε, μελετούμε, ησυχάζουμε, αφήνουμε κατά μέρος τις επιθέσεις του θελήματος, τόσο του δικού μας, όσο και των άλλων, και διαλέγουμε την αγάπη.
«Μηδενί είπητε το όραμα έως ου ο υιός του ανθρώπου αναστή εκ νεκρών». Στον λόγο του Χριστού αποτυπώνεται ο πειρασμός που οι χριστιανοί αντιμετωπίζουμε. Οι άλλοι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν το όραμα που ο Χριστός μας δίνει. Συχνά «μηδείς». Αυτό δεν πρέπει να μας απογοητεύει. Αντίθετα, χρειάζεται να τονώνει μέσα το αίσθημα ότι η πίστη είναι δρόμος πρωτίστως μοναχικός. Έχει να κάνει με την απόφασή μας να αναζητήσουμε τον Θεό «κατά μόνας». Να βρούμε τη χριστιανική μας ταυτότητα ψάχνοντας για απαντήσεις στα υπαρξιακά, αλλά και στα άλλα ερωτήματα της ζωής. Να κατανοήσουμε ότι το όραμα της πίστης είναι η μεταμόρφωση της καρδιάς, αλλά και του προσώπου μας, η εμπειρία της αγιότητας, η δύναμη της αγάπης, που δεν μπορεί να ερμηνεύσει την κακία του κόσμου, αλλά μπορεί να την απαλύνει. Και μεταμορφωμένη καρδιά σημαίνει αυτή που εμπιστεύεται τον Χριστό. Διότι Εκείνος είναι ο παντοτινός μας ακόλουθος. Αυτός που μεταμορφώνει τα βήματά μας από το «φαίνεσθαι» στο «είναι». Και μας δίνει το κουράγιο, ώστε αυτό που κρύβεται στην ψυχή μας, να μας γεμίζει χαρά και να αντανακλάται σε όποιον μπορεί να το προσεγγίσει, χωρίς να μας αποκαρδιώνουν η αδιαφορία, η άρνηση, η απόρριψη.
Η αλλαγή ξεκινά από εμάς
Η εορτή της Μεταμόρφωσης μας δείχνει ότι στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο τα πράγματα δεν είναι μόνο όπως φαίνονται. Ότι υπάρχει η δόξα της αλλαγής, που ξεκινά από τον εαυτό μας και γι’ αυτό είμαστε υπεύθυνοι. Χρειαζόμαστε την Εκκλησία που πορεύεται μεταμορφωτικά και διδάσκει την Θεοφάνεια σε έναν κόσμο που απαιτεί αποδείξεις και σημεία. Που δεν μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει Θαβώρ. Που δεν αντέχει τον άλλο, όταν δεν είναι υπηρέτης του δικού μας θελήματος. Που φωνάζει, γιατί φοβάται να αντικρίσει τον αληθινό του εαυτό. Χρειαζόμαστε την Εκκλησία που διά της αγιότητας, της άλλοτε λαλούσης και της άλλοτε σιωπώσης, θα υπερβεί την νοοτροπία της υλικότητας και θα οδηγήσει στην οδό της πνευματικότητας. Αυτής που οδηγεί τον άνθρωπο από το «φαίνεσθαι» στο «είναι», στην μετοχή στις θείες ενέργειες. Στη δόξα που νικά τον θάνατο!