Tου Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Η Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται συχνά ως νόμος του φόβου και η Καινή Διαθήκη ως νόμος της αγάπης. Χαρακτηρισμός κατά προσέγγιση, που παραλείπει πολλές αποχρώσεις. Ο φόβος αποτελεί στην Παλαιά Διαθήκη μία σημαντική αξία και ο νόμος της αγάπης έχει σ᾿ αυτόν τις ρίζες του. Εξάλλου ο φόβος, ως βάση κάθε γνήσιας θρησκευτικής στάσεως, δεν καταργείται από τον νέο νόμο της αγάπης. Φόβος λοιπόν και αγάπη συμπίπτουν στις δύο Διαθήκες πραγματικά, μολονότι διαφορετικά. Είναι βασική η διάκριση µεταξύ του θρησκευτικού φόβου και του φόβου που μπορεί να νιώσει κάθε άνθρωπος μπροστά στις φυσικές θεομηνίες ή στις επιθέσεις του εχθρού (Ιερεμίου στ΄, 25· 20, 10). Μόνο ο πρώτος έχει θέση στη βιβλική αποκάλυψη.
Ι. Από τον ανθρώπινο φόβο στον φόβο του Θεού
Μπροστά σε φαινόμενα μεγαλειώδη, ασυνήθιστα, τρομακτικά, ο άνθρωπος νιώθει αυθόρμητα την αίσθηση μίας παρουσίας που τον ξεπερνάει και που µπροστά της βυθίζεται μέσα στη μικρότητά του. Αίσθηση διφορούμενη, όπου το ιερό εμφανίζεται με την όψη του τρομερού, χωρίς ν᾿ αποκαλύπτει ακόμα τη βαθύτερη φύση του. Στην Παλαιά Διαθήκη, το συναίσθημα αυτό εξισορροπείται από τη γνήσια γνώση του ζωντανού Θεού, που εκδηλώνει το φοβερό μεγαλείο του μέσα από τα σημεία με τα οποία είναι γεμάτη η κτίση του. Ο φόβος του Ισραήλ μπροστά στη θεοφάνεια του Σινά (Εξόδου κ΄, 18 εξ.) έχει κατά πρώτο λόγο ως αιτία το μεγαλείο του μοναδικού Θεού, όπως ακριβώς και ο φόβος του Μωυσή μπροστά στη φλεγόμενη Βάτο (Εξόδου γ΄, 6) και ο φόβος του Ιακώβ μετά το νυχτερινό του όραμα (Γενέσεως ιη΄, 17).
Ωστόσο, όταν ο φόβος γεννιέται από κοσμικά φαινόμενα που φέρνουν στη μνήμη την οργή του Θεού (καταιγίδα, σεισμός), αναμειγνύεται μ᾽ αυτόν ένας τρόμος όχι και τόσο καθαρής προελεύσεως. Ο τρόμος αυτός ανήκει στη συνηθισμένη υπόθεση της Ημέρας του Κυρίου (Ησαΐου β΄, 10. 19· βλ. Σοφία Σολομώντος ε΄, 2). Είναι επίσης ο τρόμος που ένιωσαν οι φύλακες του μνήματος του Ιησού Χριστού το πρωί της Αναστάσεώς Του (Ματθαίου κη΄, 4).
Αντίθετα, ο φόβος από σεβασμό που εκφράζεται με τη λατρεία, είναι η φυσική αντίδραση των πιστών μπροστά στις θείες εμφανίσεις: ο φόβος του Γεδεών (Κριτών στ΄, 22 εξ.), του Ησαΐα (Ησαΐου στ΄, 5), ή εκείνων που έβλεπαν τα θαύματα του Ιησού (Μάρκου στ΄, 51 πρλ· Λουκά ε΄, 9-11· ζ΄,16) και των Αποστόλων (Πράξεων β΄, 43).
Ο φόβος του Θεού εμπεριέχει συνεπώς ποικίλα στοιχεία που συμβάλλουν, το καθένα με τον τρόπο του, στη χειραγωγία του ανθρώπου προς μια βαθύτερη πίστη.
ΙΙ. Φόβος του Θεού και εμπιστοσύνη στον Θεό
Στην αυθεντική ζωή της πίστεως, ο φόβος εξισορροπείται εξάλλου, χάρη σε ένα αντίθετο συναίσθημα: την εμπιστοσύνη στον Θεό. Ακόμη κι όταν εμφανίζεται στους ανθρώπους, ο Θεός δεν θέλει να τους τρομοκρατεί. Τους καθησυχάζει: «Μη φοβού!» (Κριτών στ΄, 23· Δανιήλ ι΄, 12· βλ. Λουκά α΄, 13.30), φράση που επανέλαβε ο Χριστός περπατώντας πάνω στη θάλασσα (Μάρκου στ΄, 50). Ο Θεός δεν είναι ένας δυνάστης περήφανος για την εξουσία του. Περιβάλλει τους ανθρώπους με μια πρόνοια πατρική που επαγρυπνεί για τις ανάγκες τους. «Μη φοβού!» λέει στους Πατριάρχες κοινοποιώντας τους τις επαγγελίες (Γενέσεως ιε΄, 1· κστ΄, 24). Η ίδια έκφραση συνοδεύει και τις εσχατολογικές επαγγελίες στον λαό που υποφέρει (Ησαΐου μα΄, 10.13 εξ· μγ΄, 1.5· μδ΄, 2) και τις επαγγελίες του Ιησού στο «μικρό ποίμνιο» που δέχεται από τον Πατέρα τη Βασιλεία (Λουκά ιβ΄, 32· Ματθαίου στ΄, 25-34). Με παρόμοιες εκφράσεις ο Θεός τονώνει τους Προφήτες την ώρα που τους εμπιστεύεται τη σκληρή αποστολή τους: θα προσκρούσουν στους ανθρώπους, αλλά δεν πρέπει να τους φοβηθούν (Ιερεμίου α΄, 8· Ιεζεκιήλ β΄, 6· γ΄, 9 – βλ. Δ΄ Βασιλειών α΄, 15).
Ετσι η πίστη στον Θεό είναι η πηγή μιας βεβαιότητας που διώχνει ακόμα και τον απλό ανθρώπινο φόβο. Οταν ο Ισραήλ στον πόλεμο πρέπει ν᾽ αντιμετωπίσει τον εχθρό, το μήνυμα του Θεού είναι πάλι: «Μη φοβού!» (Αριθμών κα΄, 34: Δευτερονομίου γ΄, 2· ζ΄,18· κ΄, 1· Ιησούς του Ναυή η΄, 1). Στην πιο μεγάλη στιγμή του κινδύνου, ο Ησαΐας επαναλαμβάνει το ίδιο στον Αχαζ (Ησαΐου ζ΄, 4) και στον Εζεκία (Ησαΐου λζ΄, 6). Στους Αποστόλους, που τους περιμένει ο διωγμός, ο Ιησούς ξαναλέει να μη φοβούνται ακόμα κι εκείνους που θανατώνουν το σώμα ( Ματθαίου ι΄, 26-31 πρλ). Ενα μάθημα που επαναλαμβάνεται τόσο συχνά καταλήγει να γίνει στοιχείο ζωής. Στηριγμένοι στην εμπιστοσύνη τους στον Θεό, οι αληθινοί πιστοί διώχνουν κάθε φόβο από την καρδιά τους (Ψαλμού κβ΄, 4· κστ΄, 1· Ϟ, 5-Ι3).
ΙΙΙ. Ο Σωτήριος φόβος
Υπάρχει ωστόσο μια όψη του Θεού που μπορεί να εμπνεύσει στους ανθρώπους έναν σωτήριο φόβο. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός αποκαλύπτεται ως κριτής και η ανακήρυξη του σιναϊτικού νόμου συνοδεύεται από μια απειλή κυρώσεων (Εξόδου κ΄, 5 εξ· κγ΄, 21). Στην πορεία της ιστορίας, οι αποτυχίες του Ισραήλ παρουσιάζονται από τους Προφήτες ως σημεία προνοιακά που εκφράζουν την οργή του Θεού : σοβαρός λόγος για να τρέμουν μπροστά του ! Μ’ αυτή την έννοια ο θείος νόμος ασφαλώς εμφανίζεται ως νόμος φόβου. Με τον ίδιο τρόπο, υπενθυμίζοντας την απειλή των θείων τιμωριών, ο Ψαλμός β΄ καλεί τα ξένα έθνη να υποταχθούν στον Χριστό του Κυρίου (Ψαλμού β΄, 11 εξ.).
Αυτή η πλευρά της διδασκαλίας δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί, γιατί και η ίδια η Καινή Διαθήκη δίνει μία σημαντική θέση στην οργή και στην κρίση του Θεού. Αλλά μπροστά σ᾽ αυτή τη φοβερή προοπτική, πρέπει να τρέμουν μόνο οι αμαρτωλοί, που έχουν σκληρυνθεί στο κακό (Ιακώβου ε΄, 1· Αποκαλύψεως στ΄, 15 εξ.). Για τους άλλους, που αναγνωρίζουν βέβαια τη βαθιά αμαρτωλότητά τους (βλ. Λουκά ε΄, 8), αλλά έχουν εμπιστοσύνη στη χάρη του Θεού που δικαιώνει (Προς Ρωμαίους γ΄, 23 εξ.), η Καινή Διαθήκη εγκαινιάζει μια καινούρια στάση: όχι πια τον φόβο του δούλου, αλλά το πνεύμα των υιοθετημένων τέκνων του Θεού (Προς Ρωμαίους η΄, 15), μια διάθεση εσωτερικής αγάπης που διώχνει τον φόβο, γιατί ο φόβος προϋποθέτει τιμωρία «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάννου δ΄, 18) και εκείνος που αγαπά δε φοβάται πια την τιμωρία, ακόμα κι αν η καρδιά του έφθανε στο σημείο να τον καταδικάσει (Α΄ Ιωάννου γ΄, 20 εξ.). Μ᾿ αυτή την έννοια, η Καινή Διαθήκη είναι ένας νόμος αγάπης. Αλλά και στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, υπήρχαν ήδη άνθρωποι που ζούσαν κάτω από τον νόμο της αγάπης, όπως υπάρχουν ακόμα και σήμερα άνθρωποι που δεν έχουν ξεπεράσει τον νόµο του φόβου.
ΙV. Φόβος του Θεού και θρησκεία
Τελικά, ο φόβος του Θεού μπορεί να εννοηθεί αρκετά πλατιά και αρκετά βαθιά ώστε να ταυτιστεί απλώς με τη θρησκεία. Ηδη το Δευτερονόμιο τον συνδέει χαρακτηριστικά με την αγάπη του Θεού, με την τήρηση των εντολών του, με τη διακονία του ( Δευτερονομίου στ΄, 2.5.13), ενώ το Ησαΐου β΄, 11,2 τον βλέπει ως έναν από τους καρπούς του Πνεύματος του Θεού. Βρίσκεται, λένε οι σοφοί, στην αρχή της σοφίας (Παροιμιών α΄, 7· Ψαλμού ρι΄, 10), και η Σοφία Σειράχ του αφιερώνει έναν ύμνο που τον εξισώνει πρακτικά με την ευσέβεια (Σοφία Σειράχ α΄,11-20).
Μ’ αυτή την έννοια αξίζει τον μακαρισμό με τον οποίον τον κοσμούν πολλοί Ψαλμοί (Ψαλμού ρια΄, 1· ρκζ΄, 1), γιατί «το έλεος του Θεού εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν» (Λουκά α΄, 50· βλ. Ψαλμού ρα΄, 17). Ο καιρός της Κρίσεως, που θα κάνει τους αμαρτωλούς να τρέμουν από φόβο, θα είναι επίσης ο καιρός κατά τον οποίον ο Θεός θα δώσει «τον μισθόν τοις φοβουμένοις το όνομά του» (Αποκαλύψεως ιβ΄, 18).
Στην Καινή Διαθήκη, η λέξη φόβος διατηρεί μερικές φορές μια απόχρωση που εκφράζει σεβασμό. Σ᾿ αυτήν η προοπτική του Θεού-Κριτή δεν απουσιάζει ολότελα (Β΄ Προς Κορινθίους ζ΄, 1· Προς Εφεσίους ε΄, 21· Προς Κολοσσαείς γ΄, 22), ιδίως όταν πρόκειται για ανθρώπους που δεν φοβούνται τον Θεό (Λουκά ιη΄, 2.4· κγ΄, 40). Ετσι η Καινή Διαθήκη εννοεί τον φόβο, κυρίως μ᾽ αυτή τη βαθιά έννοια που τον καθιστά μια ουσιαστική αρετή: «ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ᾽ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και ο εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστι» (Πράξεων ι΄, 34 εξ.).
Ο φόβος, μ᾿ αυτή την έννοια, είναι ο δρόμος της σωτηρίας διά της πίστεως.