Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης

Δρος Βυζαντινής Τέχνης

Ενα μοναδικό φαινόμενο στην αμέσως μετά την Πεντηκοστή περίοδο, είναι ότι στην Ιερουσαλήμ, την κεντρική Εκκλησία, οι Ιεροσολυμίτες απαλλάσσονταν εκουσίως από περιουσιακά στοιχεία. Σε τέτοια μορφή δεν εφαρμόστηκε αλλού. Στην ακαδημαϊκή θεολογική σκέψη το φαινόμενο ερμηνεύεται ότι ένιωθαν να πλησιάζει η Δευτέρα Παρουσία, η Ημέρα Κυρίου της Π.Δ. Αυτό όμως δεν αποκλείει να είχε σχέση με τρέχοντα πρακτικά ζητήματα που συνοψίζονται στην οικονομική ανεξαρτησία και την προς τα έξω αναφορά της χριστιανικής κοινότητας. Ο Πέτρος καλεί όλους να βαπτισθούν για να είναι η πράξη τους επαγγελία στα τέκνα τους «και πάσιν τοις εις μακράν, όσους προσκαλέσηται Κύριος…» (Πρ.2.39). Βλέπει εις βάθος χρόνου.

Ο αριθμός των Πιστών ήταν η αρχική ομάδα και 3.000 από το πρώτο κήρυγμα (Πρ.2.41). Χρήματα δεν είχαν ούτε ο επικεφαλής Πέτρος να βοηθήσει έναν φτωχό (3.6). Κι αφού συσπειρώθηκαν στη διδαχή και κοινωνία με τους Αποστόλους, στην «κλάση» του άρτου κατ’ οίκον (2.46) και τις προσευχές, τότε άρχισαν: 1. να έχουν άπαντα κοινά, 2. να πωλούν (επίπρασκον) «κτήματα» και «υπάρξεις» (2.42-47) ή «χωρία» (οικόπεδα) και οικίες (4.32 κ.ε.). Λχ. ο Λευίτης Ιωσήφ Βαρνάβας επώλησε έναν αγρό, ο Ανανίας και η Σάπφειρα, ένα κτήμα. Είναι δυνατόν όμως να πωλούσαν περιουσιακά στοιχεία «εκ των ων ουκ άνευ»; Θα έμεναν άστεγοι και χωρίς τόπους συνάξεων.

Το κλίμα του υπέρτατου ενθουσιασμού, σύμφυτο σε νεοφώτιστους, συνάδει με τη λογική της κυψέλης. Ο καθένας λαμβάνει όσα χρειάζεται. Προς τι όμως; Μόνον για λόγους εσωστρέφειας; Μήπως και για πρακτικούς, για να κατατεθεί το περίσσευμα στο σύνολο; Αν οι δώδεκα μαθητές είχαν ταμείο που κρατούσε ο Ιούδας Ισκαριώτης για την ιεραποστολή τους, πόσο μάλλον τώρα που άρχιζαν τα δύσκολα απόντος του Διδασκάλου, κανονικά η συνέχεια, ο β΄ γύρος ιεραποστολής. Είναι άγνωστο αν ο Ματθίας που πήρε τη θέση του αυτόχειρα (1.21-26) παρέλαβε το νέο ταμείο των Αποστόλων. Δεν παρατηρείται παραίτηση από τη ζωή, αλλά το αντίθετο, προσπάθεια για στήριξη της νέας ταυτότητας Εβραίων της Ιερουσαλήμ και της Διασποράς, που δεν είχαν οικονομική βοήθεια από πουθενά· τις ανάγκες της κάλυπταν οι Πιστοί με τον οβολό τους, τίποτα περισσότερο. Η κοινή διατροφή πάντα δημιουργεί περίσσευμα, ενώ η κινητικότητα στην τοπική κτηματική αγορά μπορεί να υποδηλώνει μία μεταβατική οικονομική κατάσταση, μία κοινωνία που βλέπει μπροστά κι όχι ότι διαβλέπει το τέλος της ζωής επί της γης. Οι Απόστολοι που μετέβαιναν στα γύρω μέρη, οι ανάγκες της ιεραποστολής, απαιτούσαν έξοδα. Ηδη είχε δημιουργηθεί εσωτερική ιεραρχία: Πρώτα οι 12 Απόστολοι υπηρετούσαν τον λαό, μετά ανέλαβαν οι επτά διάκονοι. Υπήρχε η οικονομία εξυπηρέτησης Πιστών, όπως οι χήρες των Ελληνιστών (6.1 κ.ε.), δηλαδή τριτογενής τομέας, οπότε χρειάζονταν κεφάλαια που τα εύρισκαν από τις πωλήσεις ακινήτων που περίσσευαν. Δεν είχαν Ναό, όπως η παλαιά τάξη πραγμάτων, για να έχουν έσοδα από θυσίες, παγκάρι, κοκ. Η οικονομία των θυσιών του Ναού εξελίχθηκε σε οικονομία των ευχαριστιακών συνάξεων της Εκκλησίας.

Την αρχή έκαναν 120 άτομα (Πρ.1.15). Η αίσθηση της ιεραποστολής, οι εξ αυτής οικονομικές ανάγκες, κατατίθεται εξαρχής με το φαινόμενο της γλωσσολαλίας, που ήταν μία αυτόματη τάση να διδάξουν την εμπειρία τους σε όλους τους αλλόγλωσσους, αρχίζοντας από τους Εβραίους της Διασποράς στην Ιερουσαλήμ. Αλλά από εδώ άρχιζαν πάραυτα οι νέες ανάγκες. Η νέα Εκκλησία ορίζεται στο πρώτο κήρυγμα ως πίστη στον Υιό του Ανθρώπου, στον Πατέρα τον οποίο εκπροσωπεί, και στον Παράκλητο τον οποίο «δώσει» ο Πατήρ (Ιω.14.16). Στηρίζεται σε οικογενειακό πρότυπο, γίνεται μία οικογένεια, οίκος αλληλοπεριχώρησης με ανάγκες, με αγάπη. Δεν υπήρχαν εξαρχής διαθέσιμοι πόροι, γι’ αυτό όλοι οι Απόστολοι αρκέσθηκαν σε ιεραποστολές στα πέριξ, κι αργότερα στη Σαμάρεια, όπου προηγήθηκε ο Φίλιππος (Πρ.8.5-8) κατ’ εντολήν όλων των Αποστόλων (Πρ.8.14-25) και μετά στα παράλια: Γάζα (Πρ.8.26 κ.ε.), Λύδδα και Σαρώνα (9.32-35), Ιόππη (9.36 κ.ε., 10.9 κ.ε.), Καισάρεια (10.1-8, 10.24 κ.ε.), τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο Πέτρος μόλις πλησιάζει εδώ, προβληματισμένος βλέπει το όραμα των μη ακαθάρτων ζώων (10.10-16), σημαίνον ότι όλα τα έθνη έπρεπε να ευαγγελισθούν (10.34-44, 11.1 κ.ε.). Οταν τα οικονομικά ενισχύθηκαν, η νέα πίστη διαδόθηκε στη Δαμασκό λόγω του Παύλου (κεφ.9.1 κ.ε.). Αλλοι δίδασκαν μόνον σε Εβραίους, σε Φοινίκη, Κύπρο, Αντιόχεια (11.19-21, 26-27), Μ.Ασία (13.4 κ.ε.).

Η έμπνευση της Πεντηκοστής ως αίσθηση ότι φτάνουν τα Εσχατα είναι μία υπαρξιακή βίωση της παρουσίας του Υιού του Ανθρώπου, όπως δείχνει το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου (πρβλ. το χωρίο Ιωήλ 3.1-5: «εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του πνεύματός μου…», βλ. Πρ. 2.17-21). Υπάρχει η αίσθηση της πνευματικής Ιστορίας, οι παλαιές ρήσεις των προφητών, πρωτίστως του Δαβίδ, που αποδίδονται στον Χριστό Μεσσία (Πρ.2.25 κ.ε.: Ψαλμ.15.8-11, Πρ.2.30-36: Ψαλμ. 132.11, Ψ. 16.10, Ψ. 109.1, 20.7). Αναλογεί με τη βίωση της Ημέρας Κυρίου των προφητών. Ο αναστημένος Χριστός ορίζει τη νέα πνευματική βασιλεία, Ερχόμενος, διαρκώς και ταυτόχρονα αόριστα, στο μέλλον (Πρ. 2.24). Διαφορετικό είναι το υποκειμενικό ιστορικό βίωμα ότι σε λίγο, έναν μήνα, έναν χρόνο, έναν αιώνα, γίνεται Β΄ Παρουσία. Αν κάποιος Πιστός τότε το υπολόγιζε, έτσι θα έκανε ό,τι οι Χιλιαστές στην εποχή μας.