Του Αριστείδη Πανώτη, Αρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.*

Θεολόγου – ιστορικού

Η αρχέγονη Εκκλησία της Κύπρου συνιστάται κατά την Α΄ Αποστολική περιοδεία το 45-48 μ.Χ. στη νήσο, όταν ευαγγελίζονται ο Παύλος και ο Βαρνάβας από τη Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο στα ενδιάμεσα πολίσματα τον Ιησού Χριστό. Το πολύμηνο έργο τους το συνέχισαν οι επίσκοποι που καταστάθηκαν από τον Βαρνάβα και τον Λάζαρο και οι διάδοχοί τους οι οποίοι το στερέωσαν και το ανέδειξαν εκκλησιαστικά σε αυτοδύναμη Εκκλησία μέχρι τον Δ΄ αιώνα. Τότε η γειτνιάζουσα πρώτη ιεραποστολική πηγή της Αντιοχείας διεκδίκησε τη διοίκησή της με την χειροτονία των επισκόπων της. Ομως οι Συνοδικοί Πατέρες που συνήλθαν το 431 στην έτερη σπουδαία αποστολική πηγή της Εφέσου για την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, διέγνωσαν ότι οι Αντιοχειανοί «ατάκτησαν» και τους ανακάλεσαν στην Τάξη με απόφανση της οικουμενικής πλέον Εκκλησίας. Αυτή περιλαμβάνεται στον 8ο κανόνα της που συνέστησε την πρώτη κανονικά «ανεξάρτητη», δηλαδή (αυτοκέφαλη) με Σύνοδο Εκκλησία, την οποία διαχρονικά ουδείς μπόρεσε να αμφισβητήσει.

Κατά τις ληστρικές αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα, η νησιωτική Εκκλησία της Κύπρου ταλαιπωρήθηκε και ο Οικουμενικός Θρόνος, διάδοχος της αποστολικής Καθέδρας της Εφέσου, έδειξε τη στοργή του στη δοκιμαζόμενη Εκκλησία των Κυπρίων με τη φιλοξενία του πληρώματός της στην περιοχή της Μητροπόλεως Κυζίκου στη Προποντίδα. Εκεί στην ιδρυθείσα περιοχή της «Νέας Ιουστινιανής» παρέμεινε η Εκκλησιά του λαού των Κυπρίων από το 691 μέχρι το 965, όταν ελευθερώθηκε το νησί τους από τους άγριους επιδρομείς και επέστρεψαν όλοι οι Κύπριοι στη νήσο τους. Εκτοτε ο δεσμός εκείνος παρέμεινε πανίσχυρος και έχει μάλιστα διαιωνιστεί με τον λθ´ (39) Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.

Νέα περίοδος μεγάλης δοκιμασίας του λαού της νήσου προέκυψε μετά την ήττα του Τουρκικού στόλου κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Οι Τούρκοι φοβούμενοι ότι οι χριστιανικές δυνάμεις θα στραφούν πλέον στην απελευθέρωση της Κων/πόλεως, προχώρησαν για αντιπερισπασμό στην εκπόρθηση της τότε Ενετοκρατούμενης Κύπρου. Επί τρεις αιώνες εκδικήθηκαν τον κυπριακό λαό με απάνθρωπες φρικαλεότητες σφαγών και διαρπαγών, μέχρι τη συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1878. Η Κύπρος περιήλθε στο βρετανικό στέμμα μέχρι το 1914, όταν οι Τούρκοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκαν στις «Κεντρικές Δυνάμεις» περί τη Γερμανία και οι Αγγλοι μετέβαλαν τη νήσο σε προτεκτοράτο έως την «Συνθήκη της Λωζάνης» (1923), που η Κύπρος παραχωρήθηκε «De facto» στη Μ. Βρετανία.

Εκτοτε οι Κύπριοι, όπως παλαιότερα και οι Κρήτες, ως οι γηγενείς κάτοικοι των νήσων τους διεκδικούσαν την εθνική Ανεξαρτησία τους. Νέα σειρά ταραχών εκδηλώνεται κατά την έκρηξη της επαναστάσεως των «Νοεμβριανών» του 1931 και οι Αγγλοι εξορίζουν εκ της νήσου την εκκλησιαστική ηγεσία των Ελληνορθοδόξων, τους μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημο (+1937) και Κυρηνείας Μακάριο. Στη νήσο παραμένουν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Γ’ (1916-1933) και ο συνετός Πάφου Λεόντιος που τον διαδέχθηκε ως Τοποτηρητής της Αρχιεπισκοπής Κύπρου επί 14 χρόνια.

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επειδή πολλοί Κύπριοι υπηρέτησαν με ηρωισμό παρά το πλευρό των Συμμάχων, ο Βρετανός αρμοστής της Νήσου εν όψει συντάξεως κάποιου Συντάγματος, δίδει την άδεια να συμπληρωθούν οι κενές μητροπολιτικές έδρες. Το 1946 επιτρέπεται η επιστροφή του Κυρηνείας Μακαρίου, ο οποίος και εκλέγεται αρχιεπίσκοπος, όχι κατά τους αντικανονικούς νόμους που επιχείρησαν να επιβάλουν οι Αγγλοι, αλλά ψήφω κλήρου και λαού κατά τον Κανονισμό που ίσχυε από το 1910. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ (1947-1950) ζήτησε την αποστολή ιεραρχών εκ Φαναρίου για συμπλήρωση της Ιεράς Συνόδου προς ανανέωση της Ιεραρχίας στη νήσο. Ο πατριάρχης Μάξιμος Ε΄, μνήμων των μακρών δεσμών της Κων/πόλεως με την Εκκλησία της νήσου, απέστειλε στη Κύπρο το φθινόπωρο του 1948 Πατριαρχική Εξαρχία, αποτελούμενη από τους μητροπολίτες Περγάμου Αδαμάντιο και Σάρδεων Μάξιμο, προς εκλογήν των νέων ιεραρχών της.

Το έργο της Εξαρχίας αυτής στηριζόταν στο Κανονισμό λειτουργίας της Εκκλησίας της νήσου που συνέταξε ο πάλαι ποτέ Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης (μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης), ο οποίος επανασυνέστησε την αρχαία πράξη της Εκκλησίας για την αναζήτηση των νέων ηγητόρων της «ψήφω κλήρου και λαού». Μάλιστα τον Κανονισμό αυτό όταν έγινε Αθηνών, εισηγήθηκε να εισαχθεί και στην Ελλαδική Εκκλησία, μήπως παύσουν οι αντικανονικές «Αριστίνδην Σύνοδοι» που τόση ανωμαλία προκάλεσαν στη εκκλησιαστική ζωή της χώρας. Δυστυχώς τότε ο Ελ. Βενιζέλος απέφυγε τη θεσμοθέτηση του Καταστατικού του κλεινού Μελετίου, γιατί δεν συνέφερε τους πολιτικούς και δεν διευκόλυνε τις συναλλαγές μεταξύ αρχιερέων. Το αρχαίο αυτό «Κληρικολαϊκό» σύστημα το υπηρέτησαν με τον προσήκοντα σεβασμό και ευφυΐα οι δύο Φαναριώτες αρχιερείς συνεργαζόμενοι με τις έμπειρες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της Ελλάδος, όπως ήταν ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος και άλλοι.

 

*Αναδημοσίευση από poimin.gr