Γράφει ο Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα συναντοῦμε τόν Χριστό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου, σέ ἕναν ἔρημο τόπο. Μά ἔρημος ὁ ἴδιος δέν εἶναι. Βρίσκεται περιστοιχισμένος ἀπό τούς δώδεκα μαθητές Του καί χιλιάδες κόσμο. Πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς τά γυναικόπαιδα. Ὅλοι αὐτοί τώρα κρέμονται ἀπό τά χείλη του. Εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπορροφημένοι ἀπό τόν γλυκύτατο λόγο Του. Καί οἱ ὧρες περνοῦν ἀθόρυβα, μυστικά, μυστηριακά. Κανείς δέν σαλεύει, κανείς δέν δυσανασχετεῖ. Τάχα ἔχουν ἀκούσει νά μιλάει ἔτσι ἄλλος, ὅπως μιλάει ὁ Κύριος;
Ἔρημος ὁ τόπος, ὅμως, περασμένη ἡ ὥρα, ἡ μέρα στό τελείωμα της. Οἱ ἀκροατές τοῦ Λόγου, ἄσιτοι. Οἱ μαθητές τώρα ἀρχίζουν νά ἀδημονοῦν. Λογισμοί τούς κυκλώνουν σάν πολύβουο μελίσσι. Πότε θά προλάβει νά γυρίσει ὁ κόσμος στά σπίτια τους; Ποῦ θά κάνουν προμήθειες; Πῶς θά χορτασθεῖ τό πλῆθος, πού σάν νά ξέχασε ὅτι ἔχει βιοτικές ἀνάγκες, κάθεται καί ἀκούει; Δέν γνωρίζει ὁ Κύριος; Δέν νοιώθει τάχα τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου;
Μά ὁ Κύριος γνωρίζει. Ἔχει προνοήσει. Αὐτός, πού μέ τήν δροσιά τῶν λόγων του ἀθόρυβα ἔσταξε ζωτικούς κρουνούς στίς ἔρημες ψυχές τους, Αὐτός πού γέμισε τό ὑπαρξιακό τους κενό καί ἄναψε στίς ψυχές τους τόν πόθο καί τήν ἀγάπη γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, θά ἔρθει τώρα νά καλύψει καί τίς βιοτικές τους ἀνάγκες. Ἔπραξε τά πρῶτα, θά πράξει καί τά δεύτερα. Παρεῖχε τά σπουδαιότερα, σωτηριοδέστερα καί αἰώνια, χαρίζει καί τά δεύτερα τά βιοτικά καί ἐφήμερα. Ἄρχοντας στά πνευματικά, Ἄρχοντας καί στά ὑλικά.
Λαμβάνει στά πανάχραντα χέρια Του τά πέντε ψωμιά καί τά δύο ψάρια, πού Τοῦ προσφέρουν οἱ μαθητές Του. Στρέφει τό βλέμμα Του στόν Οὐρανό, τά εὐλογεῖ, κόβει τά ψωμιά σέ κομμάτια καί τά δίνει στούς μαθητές Του νά τά μοιράσουν. Τρεῖς κινήσεις μόνο, καί τό ἀποτέλεσμα; Χορτασμός τοῦ πλήθους καί δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα περισσεύματα. Τί Ἄρχοντας !!!
Ἄρχοντας Ἐκεῖνος; Ἀρχοντόπουλα ἐμεῖς. Θεός Πατέρας Ἐκεῖνος; Παιδιά Του ἐμεῖς. Πῶς θά σταθῶ ἀντάξιος τῆς τιμῆς αὐτῆς πού μοῦ κάνει ὁ Χριστός; Πώς θά γίνω ὁμοτράπεζός Του; Ὅταν πράξω ὅ,τι καί ἐκεῖνα τά πλήθη. Ὅταν μαθητεύσω καί ἐγώ στά πόδια Του. Ὅταν ἱεραρχήσω Χριστοκεντρικά τά πράγματα στήν ζωή αὐτή. Ὅταν θέσω ὡς πρῶτο μέλημά μου τήν ἀταλάντευτη πίστη μου καί τήν ἐμπιστοσύνη μου σέ Αὐτόν. Σέ τίποτε ἄλλο πάνω στήν γῆ. Πότε τάχα χόρτασε κάποιος μέ ξυλοκέρατα; Πρῶτα ἡ λαχτάρα μου γιά τόν Παράδεισο, καί μετά ἡ μέ σεβασμό ἀξιοποίηση τοῦ δώρου τῶν λιγοστῶν χρόνων μου πάνω σέ αὐτή τήν γῆ. Πρῶτα ἡ ἔγνοια μου γιά τόν ψυχικό χορτασμό μου μέ τό Πανάγιο Σῶμα καί τό Αἷμα του, μέ τήν Χάρη τῶν Μυστηρίων Του, καί μέ τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Λόγων Του, καί μετά ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐπιούσιου ἄρτου. Πρῶτο μέλημά μου πῶς ὁ Χριστός θά γεμίσει τήν ψυχή μου μέ τήν παρουσία Του, πῶς δηλαδή θά γίνω δεκτικός τῆς Θείας Χάριτος, πῶς θά Χριστοποιηθεῖ ὁ λογισμός μου, μετά καί μέ μέτρο ἡ ἀπαραίτητη σωματική μου διατροφή, οἱ κλίνες καί τά σκεπάσματα.
Ἰσόβιος ὁ ἀγώνας, μά λυτρωτικός. Συστατικά του ἡ Πίστη καί ἡ ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους. Ποῦ χῶρος τότε γιά ἄγχος; Ποῦ χῶρος γιά στενοχώρια; Ποῦ χῶρος γιά τυραννικούς λογισμούς καί ἔγνοιες ψυχοφθόρες; Πουθενά. Τά πάντα ὁ Χριστός. Αὐτός τά πάντα. Ὅλη ἡ ἀναζήτησή μας καί οἱ ψυχικές δυνάμεις μας, στά πρῶτα. Καί Αὐτός πού πλούσια, ἀρχοντικά καί αφειδώλευτα παρέχει δωρεάν τά πνευματικά, αὐτός θά προνοήσει καί γιά τά δεύτερα, ὅταν καθ΄ ἑκάστην στρέφουμε τό βλέμμα μας στόν Οὐρανό καί τόν δοξολογοῦμε, τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν παρακαλοῦμε. Διότι, «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».