Αρχική » Γράφει στην «ΚτΟ» ο Μητροπολίτης Καισαριανής: «Η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων»

Γράφει στην «ΚτΟ» ο Μητροπολίτης Καισαριανής: «Η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων»

από christina

Του Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

α΄. Η «οικονομία» της Παλαιάς Διαθήκης στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων ήταν οικονομία απόστασης. «Οικονομία» στην Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας ονομάζεται το σχέδιο διακυβερνήσεως των ανθρώπων από τον Θεό που αποβλέπει στη σωτηρία και στην επανόρθωση της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως.

Οταν ο Θεός φανερώθηκε στο Σινά, στην καιομένη και μη καταφλεγομένη βάτο, ακόµη και στον δούλο Του τον Μωυσή, στον οποίο δήλωσε ότι έχει την εύνοιά Του (Εξόδου κγ΄, 17), είπε στάσου μακριά μου: «Μην πλησιάσεις εδώ· βγάλε τα υποδήµατά σου απ’ τα πόδια σου» (Εξόδου γ΄, 5). Αν και ο Μωυσής ήταν ευνοούμενος του Θεού, εν τούτοις έπρεπε να σταθεί μακριά Του κατά την θεοφάνεια.

Επίσης όταν φανερώθηκε στο όρος Σινά, στον δικό Του εκλεκτό και χωριστό λαό τους Ισραηλίτες για να εξαγγείλει τις γνωστές εντολές Του προετοιμάζοντάς τους για να ζήσουν το γεγονός της φανερώσεως του Θεού, παρήγγειλε στο Μωυσή να κρατήσει σε απόσταση τους Ισραηλίτες από το όρος της θεοφανείας: Θα βάλεις όρια γύρω στο όρος να μην πλησιάσει κάποιος άνθρωπος (Εξόδου ιθ΄, 21). Και πάλι ο Θεός κρατά σε απόσταση τους Ισραηλίτες, που ωστόσο ήταν λαός που είχε την εύνοιά Του.

Στη λατρεία που ετελείτο από τους Ισραηλίτες τόσο στην Σκηνή του Μαρτυρίου, όσο ευρίσκονταν στην έρημο, όσο και στον Ναό των Ιεροσολύμων αργότερα, όταν οι Ισραηλίτες είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη, επικρατούσε πάντοτε ο νόμος της απόστασης. Ιδού πώς:

Το πλήθος των Ιουδαίων δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει στον Ναό που ήταν το κατοικητήριο του Θεού. Απαγορευόταν να εισέλθει ακόμη και σ’ αυτή την εξωτερική αυλή του Ναού. Στην εσωτερική αυλή εισέρχονταν μόνο οι Ιερείς για να επιτελούν τις θυσίες. Ουδείς έτερος από τους Ιερείς τολμούσε να εισέλθει. Ενώ το εσωτερικό µέρος του Ναού ήταν άβατο για όλους, τα λεγόμενα «άγια των αγίων». Εκεί εισήρχετο ο Αρχιερέας µόνο µία φορά τον χρόνο κατά την εορτή του Εξιλασμού για να ιλεώσει, εξευμενίσει τον Θεό, παρακαλώντας τον για τον αμαρτάνοντα λαό.

Με όλα αυτά τα μέτρα ήθελε ο Κύριος, την αρχαία εκείνη εποχή, να διδάξει τον άνθρωπο ότι η αμαρτία Του ήταν τόσο φοβερά απεχθής, ώστε να τον εμποδίζει να έχει κοινωνία μαζί Του (Ησαΐου α΄, 14-15). Επεδίωκε να διδάξει τον άνθρωπο να απεχθάνεται και να αποστρέφεται την αμαρτία όπως την αποστρεφόταν ο Ιδιος. Το σχέδιο της παιδείας του Θεού είχε σκοπό να κάνει τους ανθρώπους να αντιληφθούν το πλάτος του χωρισμού μεταξύ ενός άγιου Θεού και ενός αμαρτωλού, ενός μολυσμένου από την αμαρτία λαού, όπως το αντιλαμβάνεται και το εκφράζει, φωνάζοντας ο Ησαΐας συντετριμμένος μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του Αγίου και Τρισαγίου Θεού:

«Ω τάλας, εγώ ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου» (Ησαΐου στ΄, 5). Με την ίδια ταπείνωση προσεύχονταν ζητούντες την σωτηρία τους οι τρεις Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνος.

« Οτι δίκαιος ει επί πάσιν, οις εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αλήθεια, και κρίματα αληθείας εποίησας κατά πάντα, α επήγαγες ημίν και επί την πόλιν την αγίαν την των πατέρων ημών Ιερουσαλήμ, ότι εν αληθεία και κρίσει επήγαγες ταύτα πάντα, διά τας αμαρτίας ημών. Οτι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν αποστήναι από σου και εξημάρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν, ίνα ευ ημίν γένηται· και πάντα, όσα επήγαγες ημίν και πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας και παρέδωκας ημάς εις χείρας εχθρών ανόμων, εχθίστων αποστατών, και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γην· και νυν ουκ έστιν ημίν ανοίξαι το στόμα· αισχύνη και όνειδος εγενήθημεν τοις δούλοις σου και τοις σεβομένοις σε· μη δη παραδώης ημάς εις τέλος διά το όνομά σου και μη διασκεδάσης την διαθήκην σου» (Δανιήλ γ΄, 3-10).

β΄. Μ’ αυτή την αντίθεση έχουν συντεθεί όλες οι ευχές της Εκκλησίας μας, αφ’ ενός μεν στις οποίες ομολογούμε την αμαρτωλότητά μας ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί παραβάτες και αρνητές του Νόμου Του και αφ’ ετέρου επικαλούμαστε την φιλανθρωπία και τις υποσχέσεις του Παντοδυνάμου Παναγίου και Κυριάρχου Κυρίου μας να επιδείξει το έλεός Του και την ευμένειά Του προς εμάς.

Αριστοτεχνικά αυτά συμπεριελήφθησαν και εκφράσθηκαν στην ευχή του Χερουβικού Υμνου που ο Ιερεύς επικαλείται προ της Αγίας Τραπέζης πριν την προσφερόμενη αναίμακτη θυσία, υπέρ του λαού αγνοημάτων και ανομημάτων:

«Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης· το γαρ διακονείν σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταίς επουρανίαις δυνάμεσιν. Αλλ᾿ όμως, διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης των απάντων. Συ γαρ μόνος, Κύριε ο Θεός ημών, δεσπόζεις των επουρανίων και των επιγείων, ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των Σεραφείμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ, ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος. Σε τοίνυν δυσωπώ τον μόνον αγαθόν και ευήκοον· επίβλεψον επ᾿ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλόν σου και καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς· και ικάνωσόν με τη δυνάμει του Αγίου σου Πνεύματος, ενδεδυμένον την της ιερατείας χάριν, παραστήναι τη αγία σου ταύτη τραπέζη και ιερουργήσαι το άγιον και άχραντον σώμά σου και το τίμιον αίμα. Σοι γαρ προσέρχομαι κλίνας τον εμαυτού αυχένα και δέομαί σου· μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ᾿ εμού, μηδέ αποδοκιμάσης με εκ παίδων σου, αλλ᾿ αξίωσον προσενεχθήναί σοι υπ᾿ εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου τα δώρα ταύτα. Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

γ΄. Σύμφωνα με αυτήν διαπιστώνουμε ότι:

Το Ευαγγέλιο – η Καινή Διαθήκη μας τοποθέτησε σε ολωσδιόλου διαφορετική θέση και σχέση ενώπιον του Θεού. Η λέξη «πήγαινε» αντικαταστάθηκε µε τη λέξη «έλα». Η απόσταση υποχώρησε στην εγγύτητα, και εμείς που κάποτε στο παρελθόν ήμασταν µακριά, ήρθαμε πλησίον διά του αίματος του Ιησού Χριστού (Προς Εφεσίους β΄, 13). Η ενσαρκωθείσα Θεότητα δεν έχει πύρινο τείχος τριγύρω της, όπως ομολογούμε, ότι:

«Ουκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει την πύλην της Εδέμ· αυτή γαρ επήλθε παράδοξος σβέσις το ξύλον του Σταυρού». (Κοντάκιον της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως).

«Ελάτε σε Μένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωµένοι, κι Εγώ θα σας δώσω ανάπαυση» (Ματθαίου ια΄, 28), είναι η ευχάριστη πρόσκληση και υπόσχεση του Θεού, καθώς εμφανίζεται με ανθρώπινη σάρκα. Τώρα δεν δείχνει στον λεπρό τη λέπρα του, κρατώντας τον σε απόσταση, αλλά υποφέρει Αυτός ο Ιδιος την ποινή του µολυσμού του: «τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Προς Κορινθίους Β΄, ε΄, 21).

δ΄. Στην Εκκλησία συνάπτεται – ενώνεται ο πιστός με τον Θεό, με τα άγια Μυστήρια. Στην Εκκλησία ο πιστός απολαμβάνει την ασφαλή και προνομιούχο αυτή  κατάσταση εγγύτητας προς τον Θεό διά του Ιησού Χριστού! Καθαρισμένοι από τον μολυσμό της αμαρτίας με το αίμα της θυσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, προσερχόμαστε στον θρόνο της Χάριτος μετά παρρησίας.

Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι ο άνθρωπος επικαλούμενος την σταυρική θυσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δύναται να πλησιάσει τον άγιο Θεό, αφού πιστεύσει και καθαρισθεί με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος και αποκτήσει συγγένεια με τον Θεό διά του αγίου Πνεύματος.

«Εχοντες ουν, αδελφοί, παρρησίαν εις την είσοδον των Αγίων εν τω αίματι του Ιησού, ην ενεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον και ζώσαν διά του καταπετάσματος, τούτ’ έστι της σαρκός αυτού, και ιερέα μέγαν επί τον οίκον του Θεού, προσερχώμεθα μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως ερραντισμένοι τας καρδίας από συνειδήσεως πονηράς, και λελουμένοι το σώμα ύδατι καθαρώ κατέχωμεν την ομολογίαν της ελπίδος ακλινή· πιστός γαρ ο επαγγειλάμενος· και κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων, μη εγκαταλείποντες την επισυναγωγήν εαυτών, καθώς έθος τισίν, αλλά παρακαλούντες, και τοσούτω μάλλον, όσω βλέπετε εγγίζουσαν την ημέραν». (Προς Εβραίους ι΄, 19-25).

Δηλαδή:

«Αφού λοιπόν, αδελφοί μου, το αίμα του Ιησού μας δίνει θάρρος να μπαίνουμε στα άγια των αγίων από τον νέο δρόμο που οδηγεί στη ζωή, αυτόν που μας εγκαινίασε πρόσφατα ο Ιησούς με το καταπέτασμα, δηλαδή με το σώμα του, κι αφού έχουμε έναν μεγάλο ιερέα επικεφαλής του οίκου του Θεού, ας προχωρήσουμε με ειλικρινή διάθεση και με βεβαιότητα στην πίστη μας, με την καρδιά καθαρή από τις κακές διαθέσεις και με το σώμα πλυμένο με καθαρό νερό, ας μένουμε σταθεροί στην ελπίδα που ομολογούμε γιατί εκείνος που έδωσε τις υποσχέσεις κρατάει τον λόγο του. Ας φροντίζουμε ο ένας τον άλλο παροτρύνοντάς τον στην αγάπη και στα καλά έργα. Ας μην εγκαταλείπουμε τις θρησκευτικές μας συνάξεις, όπως συνηθίζουν μερικοί, αλλά ας ενισχύει ο ένας τον άλλο, τώρα μάλιστα που βλέπετε να πλησιάζει η ημέρα  του Κυρίου».

ε΄. Αυτήν την εγγύτητα βιώνουμε εκ πείρας στην αγία Εκκλησία μας. Η θαυμαστή αυτή εγγύτητα μας βεβαιώνει για την οικονομία που θα ακολουθήσει! Για το σχέδιο της ακόµη στενότερης εγγύτητας, έχουμε την βεβαιότητα, όπως αναγγέλλεται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως: «Η σκηνή του Θεού είναι µετά των ανθρώπων, κι Αυτός κατοικεί μεταξύ τους» (Αποκαλύψεως κα΄, 3). Η προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι ο Κύριος και Θεός θα κατοικήσει ανάμεσα στους ανθρώπους.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ