Στην εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Όλα όσα υπάρχουν γύρω μας στον κόσμο, στο σύμπαν ολόκληρο, που χάνεται στα βάθη της θωριάς μας, καθώς κοιτάζουμε την απεραντοσύνη του ουρανου, είναι μια μεγάλη δωρεά του Θεού στον άνθρωπο. Η ζωή μας, αλλά και το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζούμε, είναι δώρα του Θεού προς εμάς, τα πλάσματά Του. Παρά τις πεπλανημένες επιστημονικές αντιλήψεις ορισμένων θεωρητικών, τόσο για την δημιουργία του κόσμου, όσο και για την ίδια την ζωή του ανθρώπου, τίποτε δεν έγινε τυχαία και από μόνο του. Και ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, πλασμένος μάλιστα με τα ίδια τα Χέρια του Δημιουργού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού, αλλά και το φυσικό του περιβάλλον έχει ως Αρχιτέκτονά του τον ίδιο τον Θεό. Περιγράφοντας το φυσικό περιβάλλον, που διαμόρφωσε ο Θεός, για να ζει αρμονικά ο άνθρωπος μέσα σε αυτό, ένας πολύ όμορφος Βιβλικός Ψαλμός, ο 103ος, που διαβάζεται στην Ακολουθία κάθε Εσπερινού, μάς εισάγει σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον. Το ακούμε στον Ψαλμό και το νοσταλγούμε, το ζηλεύουμε. Το έζησαν οι γονείς μας και οι πρόγονοί τους στα χωριά τους (και εν μέρει εμείς οι γηραιότεροι στην δεκαετία το ΄50). Όταν τα χωριά έσφυζαν από ζωή και ήσαν «πνιγμένα» μέσα στο πράσινο, ενώ το νερό έτρεχε όλο τον χρόνο στα ρυάκια, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της αγροτικής οικονομίας του χωριού. Για το νερό που χρειαζόταν κάθε οικογένεια μέσα στο σπίτι υπήρχε η μοναδική βρύση του χωριού. Από εκεί το μετέφεφαν οι κοπέλλες με τις στάμνες τους. Από την στάμνα πέρναμε το νερό,για να το πιούμε ή για να μαγειρέψουμε. Και από το νιπτηράκι, που το γεμίζαμε και αυτό με το νερό της στάμνα, πλενόμασταν όλοι στο σπίτι. Η βρυσούλα του χωριού και η στάμνα είχαν μια πολύ σπουδαία λειτουργία στην διαμόρφωση και στην διατήρηση της λογικής του μέτρου, με την οποία ήταν συνυφασμένη η διαχείριση των υδάτινων πόρων του χωριού. Το κακό ξεκίνησε, όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω σε μια ομιλία μου σε σχέση με την μετάβαση της κοινωνίας από το χθες στο σήμερα, όταν η κοινή βρυσούλα όλων έγινε ατομική βρύση κάθε σπιτιού, η οποία μετέφερε το νερό μέσα στα σπίτια μας, αντί να πηγαίνουμε εμείς να το πάρουμε από την βρυσούλα. Τότε χάσαμε την αίσθηση του μέτρου και μαζί με αυτό την επαφή μας με την έννοια της σπατάλης. Αυτά για τους υδάτινους πόρους που συντηρούσαν την «πράσινη» κοινωνία του χωριού.
Ας έλθουμε όμως εγγύτερα στον εν λόγω 103ο Βιβλικό Ψαλμό, για να δούμε το φυσικό περιβάλλον που μας περιγράφει, και να το συγκρίνουμε, όχι απλά με αυτό που χάσαμε, αλλά με αυτό που σκοτώσαμε με τα ίδια μας τα χέρια. Λέει λοιπόν ο ψαλμωδός, μεταξύ άλλων, στον σχετικό ψαλμό: «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον. Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφόδρα. Εξομολόγησιν ενεδύσω αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν (σαν ένα δερμάτινο προπέτασμα που σκεπάζει τη γη). Ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού (αυτός που φτιάχνει τα νέφη, για να επιβιβάζεται σε αυτά και να πηγαίνει, όπου θέλει) . Ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής. Ου κλιθήσεται εις τον αιώνα (δεν πρόκειται να παρεκκλίνει ποτέ μέσα στους αιώνες από την τροχιά της). Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί των ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη (εννοεί τα ύδατα) και καταβαίνουσιν πεδία εις τον τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. Όριον έθου, ό ού παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανά μέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι την δίψαν αυτών. Επ’ αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσιν φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων…Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου, άς εφύτευσας. Εκεί στρουθία εννοσεύουσι, του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. Όρη τα υψηλά τοις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς, ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. Έθου σκότος και εγένετο νύξ. Εν αυτή διελεύονται πάντα τα θηρία του δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς… Εξελεύσεται άνθρωπος επί την εργασίαν αυτού και επί το έργον αυτού έως εσπέρας. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου…».
Απέναντι στη εικόνα που μάς δίνει ο εν λόγω 103ος Ψαλμός της Αγίας Γραφής για το γεμάτο αρμονία και ομορφιά φυσικό περιβάλλον, που διαμόρφωσε ο Θεός για τον άνθρωπο, ποιά είναι σήμερα η εικόνα που προβάλλουμε εμείς σήμερα για αυτό το περιβάλλον; Είναι μια εικόνα αποξήρανσης και λειψυδρίας, που θέτει θέμα όχι μόνο διατήρησης της απομείνασας βλάστησης, αλλά και επιβίωσης του ίδιου του ανθρώπου. Είναι προφανές ότι η δυσμενής αυτή διαμόρφωση του φυσικού μας περιβάλλοντος δεν επήλθε από μόνη της. Είναι επακόλουθο της δικής μας στάσης απέναντι στο φυσικό μας περιβάλλον. Όλα ξεκίνησαν, όταν η αστυφιλία μας ρήμαξε τα χωριά και η εγκατάστασή μας στα μεγάλα αστικά κέντρα γέμισε με πολλούς πειρασμούς τους εσωτερικούς μετανάστες, που έψαχναν να βρουν χώρους εγκατάστασης και τρόπους εξασφάλισης μια άνετης ζωής στην πόλη. Τις πρώτες πυρκαγιές στα αστικά δάση τις προκάλεσαν οι οικοπεδοφάγοι, που έβαζαν φωτιές στα δάση, για να θολώσουν το τοπίο της ιδιοκτησίας σε όμμορρες με τα δάση περιοχές και ύστερα εμφανίζοντο στις καμμένες εκτάσεις και με πλαστούς τίτλους διεκδικούσαν την ιδιοκτησία τους, με την ανοχή ασφαλώς της πολιτείας, η οποία με την πολιτική της καθιερώθηκε τελικά ως κράτος των καταπατητών και των οικοπεδοφάγων. Τις πυρκαγιές αυτές ακολούθησαν οι άλλες, που τις έβαζαν οι κτηνοτφρόφοι, οι οποίοι έκαιγαν τα δάση, για να εξασφαλίσουν τροφή στα ζώα τους, αφού κάτω από τα δάση δεν μπορούσε να φυτρώσει το χορτάρι. Ύστερα ήλθαν οι ανεμογεννήτριες, που απαιτούσαν την εξαφάνιση των δασών στα σημεία της εγκατάστασής τους. Δίπλα σε όλους αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τους πυρομανείς, που βάζουν τις φωτιές στα δάση, για να ικανοποιήσουν τα εσώψυχά τους, καθώς και εκείνους που προκαλούν τις σχικές πυρκαγιές από αμέλεια. Εάν εξαιρέσουμε τους εξωγενείς παράγοντες (π.χ. σπινθήρες από πυλώνες υψηλής τάσης), γίνεται φανερό ότι πίσω από κάθε δασική πυρκαγιά κρύβεται κάποιο ανθρώπινο χέρι. Εφ’ όσον η Κυβέρνηση δεν κόψει τα χέρια αυτά ή τουλάχιστον δεν φροντίσει να ελαχιστοποιήσει τις βλαπτικές συνέπειες των ενεργειών τους, είναι μάταιο να προσδοκούμε ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην εποχή που περιγράφει ο 103ος Ψαλμός. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να είναι το ίδιο ασεβείς στο περιβάλλον, όπως είναι και απέναντι στην ζωή, μέχρι να μετατρέψουν την γη σε σεληνιακό τοπίο.