Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Εχουν περάσει περίπου τρεις γενιές από την εποχή του Σαράντα. Και οι δύο τελευταίες τουλάχιστον από αυτές άρχισαν σιγά-σιγά να «απογαλακτίζονται» από τις αρχές και τις αξίες, με τις οποίες είχαν «γαλουχηθεί» οι Ελληνες εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό και η σημερινή Ελλάδα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με εκείνη την Ελλάδα. Δεχθήκαμε τότε την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, όταν της αρνηθήκαμε να εισέλθουν τα στρατεύματά της στην χώρα και να εγκατασταθούν σε στρατηγικούς στόχους προς εξυπηρέτηση των πολεμικών σχεδίων του Χίτλερ, του συμμαχικού της εταίρου σε εκείνο τον Μεγάλο Πόλεμο. Το «ΟΧΙ» του τότε Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά δεν ήταν μία κυβερνητική-πολιτική πράξη σαν τις συνήθεις στο πλαίσιο του διεθνούς διαλόγου μεταξύ των Κρατών. Ηταν έκφραση της ομόθυμης βούλησης του Ελληνικού Λαού, που την γνώριζε πολύ καλά ο Μεταξάς, αν και ο ίδιος εμφορείτο από πολιτική ιδεολογία που ήταν αντίθετη στο δημοκρατικό ιδεώδες.
Το στοιχείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη υπογράμμιση, διότι μας δείχνει δύο πολύ σπουδαία πράγματα εξαιρετικά διδακτικά για μας σήμερα: Αφ’ ενός μεν μας αποκαλύπτει ότι το «ΟΧΙ» δεν το είπε ο Πρωθυπουργός, του οποίου οι πολιτικές πεποιθήσεις ήσαν παραπλήσιες με αυτές του Μουσολίνι, ο οποίος ζητούσε τις σχετικές στρατιωτικές «διευκολύνσεις», αλλά ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος αντιστάθηκε στην κατάλυση της εθνικής του ανεξαρτησίας με αυτό τον τρόπο. Αφ’ ετέρου δε μας προβάλλει μέσα από την αντίφαση που περιέχει, πώς ακριβώς Πρωθυπουργοί δικτατορικών αντιλήψεων εύρισκαν τον τρόπο να σέβονται τελικά την βούληση του Λαού, σε αντίθεση με ορισμένους «δημοκρατικούς» σημερινούς Πρωθυπουργούς, οι οποίοι συμπεριφέρονται δικτατορικά και περιφρονούν πολλές φορές την δεδηλωμένη λαϊκή βούληση σε σπουδαία εθνικά ζητήματα.
Η ομόθυμη βούληση του Λαού να απορρίψει το ιταμό αίτημα των Ιταλών γέννησε στη συνέχεια την εθνική ομοψυχία, που εκφράστηκε σε πράξεις αντίστασης σε όλα τα μέτωπα εκείνου του Πολέμου. Οχι μόνο στην Πρώτη Γραμμή, αλλά και στα μετόπισθεν. Σε κάθε σπιθαμή της ελληνικής γης. Ολοι οι Ελληνες έγιναν μία ψυχή και μία «γροθιά» απέναντι στον εισβολέα. Και τον πολέμησαν με κάθε τρόπο σε όποιο μέρος κι αν πάτησε η μπότα του. Απέδειξαν έτσι με την πολεμική τους αρετή ότι ήσαν γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και των ηρώων της Εθνεγερσίας, οι οποίοι έκαναν πάντοτε θαύματα, όταν ήσαν ενωμένοι. Το δίδαγμα αυτό του Σαράντα δεν το εγκολπωθήκαμε, δυστυχώς, εμείς οι μεταγενέστερες γενιές, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τους πολλούς παράλληλους πολέμους, που εκδηλώνονται με άλλη μορφή σήμερα εναντίον της Ελλάδος. Και δεν απειλούν βέβαια μόνο την εθνική μας κυριαρχία, αλλά κάτι πολύ σπουδαιότερο: Την ίδια την επιβίωση του Ελληνισμού.
Στον πόλεμο του Σαράντα οι προπάτορές μας υπερασπίσθηκαν την Πατρίδα και θυσιάσθηκαν για αυτήν. Το δίδαγμά τους αυτό, δυστυχώς, δεν μας λέει σήμερα τίποτε απολύτως. Εύλογα ασφαλώς, αφού οι σημερινές αντιλήψεις έχουν απαξιώσει πλήρως την έννοια της Πατρίδας. Η σχετική απαξίωση έχει φτάσει μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται πια οπισθοδρομικοί, αν δεν χαρακτηρίζονται ακραίοι και επικίνδυνοι, όσοι τολμούν να μιλούν σήμερα για την Πατρίδα. Επομένως, πώς μπορεί να υπερασπισθεί κάποιος εκείνο που δεν το πιστεύει; Και πώς θα σπεύσει να θυσιασθεί για κάτι που δεν τον εμπνέει; Οι σημερινοί νέοι «γαλουχούνται», όχι μόνο μέσα στα σχολεία, αλλά και μέσα στην κοινωνία από τα διάφορα ΜΜΕ και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με διεθνιστικές αντιλήψεις. Με αντιλήψεις δηλ. που προτάσσουν την διεθνή αλληλεγγύη των λαών και εκτοπίζουν σε δεύτερο πλάνο τον πατριωτισμό των πολιτών.
Η καλλιέργεια των σχετικών αντιλήψεων γίνεται μεθοδευμένα από φορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν ως «δολώματα» επιλεγμένα ζητήματα, όπως είναι π.χ. η μαζική μετακίνηση πληθυσμών. Τα ζητήματα αυτά, που είναι από την φύση τους συνυφασμένα με πολλές ευαισθησίες, είναι κατεξοχήν πρόσφορα στρατηγικά σχέδια σε ένα ακήρυκτο πόλεμο, όπως είναι πολλοί τέτοιοι πόλεμοι που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Ελλάδα. Ετσι με τα σχετικά «δολώματα» επιδιώκεται η εξουδετέρωση όλων των στοιχείων του αμυντικού μηχανισμού ενός λαού, ώστε να επιτευχθεί αναίμακτα και εκ του ασφαλούς η αλλοτρίωσή του και μέσω αυτής η τελική υποταγή του στα σχέδια του εξανδραποδισμού του, στον οποίο αποβλέπουν οι «καλλιεργητές» της διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Την απάντηση σε όλους αυτούς που ελαφρά τη καρδία «απαλλοτριώνουν» την έννοια της Πατρίδος προς χάριν εννοιών, των οποίων η εξυπηρέτηση δεν είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση του πατριωτικού καθήκοντος, την έδωσαν οι Ελληνες του Σαράντα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: Υπερασπίστηκαν πρωτίστως την Πατρίδα και θυσιάστηκαν για αυτήν. Μέσα όμως από τον αγώνα τους να μείνει ελεύθερη και αλώβητη η Πατρίδα, πολέμησαν ταυτόχρονα τον ολοκληρωτισμό, συμβάλλοντας έτσι στην διατήρηση της αυτοδιάθεσης των λαών και στην διαφύλαξη της παγκόσμιας ειρήνης. Με αυτή την έννοια η θυσία τους ήταν μία εξαιρετικά σπουδαία προσφορά στη διεθνή αλληλεγγύη των λαών.
Προτεραιότητα όμως για τους Ελληνες του Σαράντα είχε η Πατρίδα και μετά ακολουθούσαν όλα τα άλλα, που δεν αρνήθηκαν να τα υπηρετήσουν εμπράκτως. Πού είναι λοιπόν σήμερα αυτό το κορυφαίο δίδαγμα του Σαράντα; Συναφές με το δίδαγμα αυτό είναι και ένα άλλο που μας λέει ότι η Ελλάδα του Σαράντα υπερασπίστηκε μόνη της τις αξίες και τα συμφέροντά της. Εδιωξε μόνη της τους εισβολείς, χωρίς να περιμένει βοήθεια από κανέναν. Υπογραμμίζω το στοιχείο αυτό, διότι έχει ιδιαίτερη σημασία στον σημερινό «πόλεμο» με τους λαθρομετανάστες. Στον «πόλεμο» αυτό, αντί να δώσουμε εμείς τη λύση διώχνοντας όλους ανεξαιρέτως τους οικονομικούς μετανάστες με παράλληλη χορήγηση ασύλου σε έναν εύλογο αριθμό προσφύγων που μπορούμε να δεχθούμε, περιμένουμε να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, αν θα διατηρηθεί ή θα χαθεί η Ελλάδα! Εξωφρενικά και αδιανόητα πράγματα για τους Ελληνες του Σαράντα.
Εάν θέλουμε λοιπόν να διατηρήσουμε τον «ομφάλιο λώρο» που μας συνδέει με την Ελλάδα του Σαράντα, την οποία τιμούμε κάθε χρόνο με λόγια ψεύτικα και με ανούσιους πανηγυρισμούς ή παρελάσεις, έχουμε μόνο μία επιλογή: Να «αναβαπτισθούμε» στα «νάματα» των αξιών που μας χάρισε εκείνη η Ελλάδα και να κρατήσουμε βαθιά μέσα στην ψυχή μας τα διδάγματα που μας δίνει το Επος του Σαράντα. Μόνον έτσι υπάρχει ελπίδα να αναστρέψουμε την ολέθρια πορεία που ακολουθούμε ως Εθνος τα τελευταία χρόνια. Η Ιστορία δεν μας περιμένει ποτέ, για να την προλάβουμε. «Τρέχει». Και όποιον βρει στον «δρόμο» της, τον «καταχωρεί» στις «δέλτους» της, όπως ακριβώς τον βλέπει την ώρα που τον συναντάει…