Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας” (19-9-2024)
Εισαγωγή
Η Βυζαντινή Τέχνη είναι ελληνο-χριστιανική και αποτελεί τη συνέχεια της ελληνο-ρωμαϊκής πορείας. Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αντέγραψαν πολλά από τα εξαίρετα αρχαία ελληνικά αγάλματα του 5ου και 4ου αι. π.Χ., με αποτέλεσμα έργα μεγάλων Ελλήνων γλυπτών να μας είναι γνωστά από τα ρωμαϊκά αντίγραφα. Είναι, επίσης, γνωστή η φράση του Οράτιου, ότι το ελληνικό πνεύμα κυριάρχησε επί του ισχυρού, τότε, κατακτητή.
Η ρωμαϊκή γλυπτική με τις προτομές και τους ανδριάντες των φορέων εξουσίας, όπως και οι ανάγλυφες παραστάσεις στις θριαμβικές αψίδες, στους ογκώδεις κίονες και στις τιμητικές στήλες των Ρωμαίων πρωτοστάτησαν σε Ανατολή και Δύση τους τρεις πρώτους αιώνες της Ρωμαιοκρατίας. Οι πολεμοχαρείς κατακτητές τόνιζαν στις προτομές τη δύναμη της εξουσίας τους μέσω της αυστηρότητας των χαρακτηριστικών των Αυτοκρατόρων και άλλων αξιωματούχων, με τα ανασηκωμένα φρύδια, το αυστηρό βλέμμα, τις ρυτίδες στο μέτωπο, τα σκήπτρα και τα διαδήματα.
Οι μορφές αυτές μετέφεραν τον θεατή σε ένα ανώτερο, εκτός της καθημερινότητας, υπέρτερο κόσμο, χωρίς να υποπτεύονται τον ανώτερο και άυλο κόσμο των, υπό το κράτος των διωγμών, χριστιανών οι οποίοι λάτρευαν τον Παντοδύναμο Θεό τους, μαζί με τους νεκρούς τους μέσα στις κατακόμβες, χαράσσοντας αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις, από τις οποίες πολλές παρουσιάζουν ιδιαίτερο θεολογικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.
Ας μη λησμονούμε ότι, από τον 1ο αι. μ.Χ., με τη βοήθεια της ελληνικής γλώσσας, το περιεχόμενο των Ευαγγελίων και των επιστολών του Απ. Παύλου, οι διδαχές των Αγίων, των Μαρτύρων και των Ομολογητών είχαν θωρακίσει το πνεύμα και την καρδιά των πιστών του Νέου, του “Καινού” κόσμου, τον οποίον απεκάλυψε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και οι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα Ιεραπόστολοί Του.
Τον 4ο αι., με το Διάταγμα Ανεξιθρησκείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης-ΚΠόλεως Μεγάλου Κωνσταντίνου, αποκαλύφθηκε ότι οι Έλληνες χριστιανοί του Ανατολικού τμήματος του Ρωμαϊκού Κράτους υπερτερούσαν πληθυσμιακά των άλλων ειδωλολατρών κατοίκων της Ρωμανίας – Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Μετά το Διάταγμα Ανεξιθρησκείας χριστιανικά θέματα παρουσιάζονται στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Οι πρώτες εκκλησίες ήταν κτισμένες στον ρωμαϊκής προελεύσεως, ορθογώνιου σχήματος, ρυθμό της Βασιλικής, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται και οι περίκεντροι Ναοί, όπως και τα σε σχήμα Σταυρού Βαπτιστήρια των ενήλικων πιστών. Τα κτίσματα αυτά εμπλουτίζονταν ζωγραφικά με διάφορες παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού. Ο νηπιοβαπτισμός άρχισε τον 6ο αι. μ.Χ.
Κυρίως από τον 6ο αι. –και μάλιστα κατά την Αυτοκρατορία του θεόπνευστου Μεγάλου Αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α´ (527-565)–, η Βυζαντινή Τέχνη, στην Αρχιτεκτονική και την Αγιογραφία ευθυγραμμίζεται με το Ορθόδοξο δόγμα, όπως είχε ορισθεί και καθιερωθεί από τους προηγηθέντες Μεγάλους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους, και χαρακτηρίζεται –ως εξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης–, ως Τέχνης του Υψηλού.
Η μετεξέλιξη της Βυζαντινής Τέχνης,
ως Τέχνης του “Υψηλού”,
αιώνες μετά την κλασική Ελληνική Τέχνη,
ως Τέχνης του “Ωραίου”
Η ερμηνεία και ανάλυση του θεόπνευστου περιεχομένου των Ευαγγελίων και των άλλων λειτουργικών βιβλίων είχε απασχολήσει επί αιώνες πλήθος ευσεβών κληρικών, ασκητών και θεολόγων. Η Βυζαντινή όμως Τέχνη είχε αγνοηθεί και παρεξηγηθεί, ως κατώτερη, σε σύγκριση με την τέχνη της κλασικής αρχαιότητας και της Αναγεννήσεως. Ο φανατισμός του ανθρωποκεντρισμού, που από την Αναγέννηση κυρίευσε τη Δύση με αποκορύφωση τον ορθολογισμό του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος-19ος αι.), καθιέρωσαν τον Μεσαίωνα ως εποχή σκότους και άγονη καλλιτεχνικά.
Όμως μέσα στον 20ό κυρίως αιώνα αποδείχθηκε ότι η Βυζαντινή Αρχιτεκτονική και Αγιογραφία είναι απολύτως ειλικρινείς στη διάθεση και πρωτότυπες στην έκφραση. Αποδείχθηκε ότι η Βυζαντινή Τέχνη είναι μία πηγαία δογματική έκφραση, στην οποία τίποτα δεν είναι τυχαίο. Είναι ένα οπτικό απαραίτητο συμπλήρωμα των όσων διαδραματίζονται και ακούγονται μέσα στον ορθόδοξο Ναό.
Όπως πίσω από τις γραμμές των Ιερών Ευαγγελίων, των Αποστολικών περικοπών και του πλήθους των Ψαλμών υπάρχει το χριστιανικό μήνυμα, η μετάνοια και η λυτρωτική ελπίδα, έτσι πάνω από τον ημικυκλικό τρούλλο –που συμβολίζει τον ουρανό–, πίσω από τα μάτια των αγίων, τα εξαϋλωμένα σώματα, τα ζωηρά χρώματα υπάρχει μία μυστική Χαρά, μία δυναμική ώθηση, μία παρότρυνση από την επίγεια στην ουράνια ζωή. Αυτός ο δυναμισμός, αυτή η δυνατότητα για αποκάλυψη και ανύψωση εκφράζονται με τρόπο θαυμαστό από τη Βυζαντινή Τέχνη, την Τέχνη του Υψηλού1.
Ο Απόστολος Παύλος περιδιαβαίνοντας μέσα στην πόλη των Αθηνών διέκρινε ένα βωμό που ήταν αφιερωμένος «τω Αγνώστω θεώ». Τον θεό λοιπόν αυτόν, που οι Αθηναίοι Τον σέβονταν, αν και Τον αγνοούσαν, κήρυξε ο Απόστολος Παύλος ότι έπρεπε να τον αναζητήσουν μέσα τους: «Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξεις ΙΖ´, 28-29). Είναι γνωστές οι αντιδράσεις των Αθηναίων σ᾽ αυτά τα λόγια.
Η δυνατότητα προς την έσω στροφή του ανθρώπου όχι πλέον με τη διανόηση, αλλά με την πίστη και την καρδιά, σηματοδοτεί τη διαφορά ανάμεσα στο αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό ιδεώδες: Ο Δίας, ο αρχηγός των θεών, κατείχετο από ανθρώπινα πάθη. Την υπεροχή του την είχε κάποτε κερδίσει πολεμώντας τους Τιτάνες. Ο Προμηθέας προέβλεψε την πτώση του Δία και αγωνίσθηκε για να δώσει τη φωτιά στους ανθρώπους, το φως της οποίας θα τους χάριζε το ξύπνημα του νου. Ο άνθρωπος, δια των διανοητικών του δυνάμεων, θα μπορούσε να γίνει το κέντρο του κόσμου, αφού θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα πάντα με τον ορθολογισμό του. Όμως η αναζήτηση αυτής της αλήθειας ήταν θέμα φιλοσοφικής παιδείας, που μπορούσαν να την προσεγγίσουν ολίγοι και εκλεκτοί από τους ελεύθερους πολίτες. Από την άλλη ο Φωτισμός της ψυχής στα Ελευσίνια Μυστήρια βασιζόταν σε γνωστικά σύμβολα και υποβολή βιώσεων εκ των έξω· και αυτά μόνον στους μυημένους σ᾽ αυτά τα μυστήρια.
Στους χριστιανούς ο Θεός ήταν Ένας, Παντοκράτορας και Δημιουργός του Σύμπαντος. Τρισυπόστατος αλλά και αδιαίρετος. Η Αγία Τριάδα είναι «Ομοούσιον Κράτος-Αδιαίρετος Βασιλεία. Πάντων των αγαθών Αίτία».
Ο Θεός πήρε ανθρώπινη μορφή και μαρτύρησε από άπειρη αγάπη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από την αμαρτωλή υλική τους φύση. Η αναζήτηση της Αλήθειας γίνεται βίωμα εσωτερικής αποκαλύψεως, προσιτής και στον αγράμματο, τον φτωχό, τον ανάπηρο. Ο χριστιανός, μέσα από την αντίθεση της μικρόψυχης ύπαρξής του, έναντι του εσωτερικού του μεγαλείου, ένιωσε ένα ίλιγγο χαράς για τη λύτρωση από τα δεσμά της πεπερασμένης ύλης, αφού κατακλείσθηκε από την απειρότητα μιας αληθινής και πρωτόγνωρης προς αυτόν Αγάπης.
Η επίγνωση του θεϊκού αυτού λυτρωμού δεν ήταν και δεν είναι τόσο ζήτημα παιδείας, όσο αναχωρητισμού και ασκήσεως.
Έτσι ο καλλίγραμμος, τέλειος αρχιτεκτονικά ναός των αρχαίων Ελλήνων, η κατοικία του θεού, όπου εξευμενιζόταν η θέλησή του, αντικαταστάθηκε από την Εκκλησία, το χώρο όπου οι πιστοί, κάτω από τη σκέπη του πανταχού παρόντος Θεού τους, μπορούσαν, με την πίστη και την προσευχή τους, να υψωθούν κοντά Του. Αυτό είναι το αίσθημα του Υψηλού, η μεγάλη προσφορά των Βυζαντινών, οι οποίοι πρώτοι δημιούργησαν την εκκλησία ως χώρο ισότιμο με το περιεχόμενο των Ιερών κειμένων. Ο χώρος αυτός, με κέντρο τον τρούλλο –που συμβολίζει τον ουρανό–, διαμορφώθηκε ως μία μικρογραφία του Σύμπαντος.
Ωστόσο, πριν προχωρήσουμε στη δια της Τέχνης έκφραση του Υψηλού, οφείλουμε να αναφερθούμε στο “Ωραίο” της αρχαίας ελληνικής Τέχνης, αφού η διαμορφωμένη μετά τον 6ο αι. Βυζαντινή Τέχνη δέθηκε οργανικά τόσο στην Αρχιτεκτονική, όσο και την Αγιογραφία, με θεμελιακά στοιχεία της αρχαίας κλασικής Τέχνης, της Τέχνης του “Ωραίου”. Ο όρος “Ωραίο”, σύμφωνα με την εκτίμηση του Παν. Μιχελή, αποτελεί μία αισθητική2 κατηγορία που αναφέρεται στα έργα της κλασικής Αρχαιότητας και της Αναγεννήσεως.
Τα καλλιτεχνήματα των δύο παραπάνω εποχών, ως ανθρωποκεντρικά, αναδεικνύουν το σωματικό κάλλος –με τις τέλειες αναλογίες του–, στην ιδανικότερη μορφή του. Το κλασικό έργο, με μία ιδανική ισορροπία μεταξύ περιεχομένου και μορφής, αποπνέει ένα αίσθημα ολύμπιας γαλήνης. «Το γαρ καλόν εν μεγέθει και τάξει εστιν», όπως έγραψε ο Αριστοτέλης στο «Περί ποιητικής» έργο του (1450, 38).
Στον Παρθενώνα όλα τα επί μέρους αρχιτεκτονικά και γλυπτά στοιχεία είναι ενωμένα κάτω από αυστηρούς μαθηματικούς-αρχιτεκτονικούς κανόνες, έτσι ώστε όλα να συντελούν αρμονικά σε μία απόλυτα ισορροπημένη μορφή. Η ανεπαίσθητη καμπύλη του κρηπιδώματος και των κιόνων συντείνει στο να φαίνεται ότι το ορθογώνιο αυτό κτήριο “κάθεται” ομαλά πάνω στην καμπύλη επιφάνεια του βράχου. Οι κίονες συγκλίνουν ελαφρά προς τα μέσα, με αποτέλεσμα να μην είναι στην πραγματικότητα παράλληλοι. Η αρχιτεκτονική και μαθηματική τελειότητα του Παρθενώνα είναι δεδομένη, παρούσα. Από την άποψη αυτή το κτίσμα είναι στατικό. Έχει ολοκληρωθεί ο στόχος των αρχιτεκτόνων και των γλυπτών στο μοναδικό αυτό αριστούργημα. Υπάρχει η λύση των αναζητήσεων. Στη γλώσσα της φιλοσοφίας, η τελειότητα αυτή ισοδυναμεί με το “είναι”.
Αντίθετα η Βυζαντινή Τέχνη, η Τέχνη του Υψηλού, είναι η συνέχεια και εξέλιξη των Ωραίου με κτίσματα που –αρχιτεκτονικά και ζωγραφικά– εξαϋλώνουν την ύλη, γιατί εκφράζουν τον δυναμικό-λυτρωτικό χαρακτήρα τής προς τα άνω πορείας του χριστιανού. Η Τέχνη αυτή ενέχει δυναμισμό και φιλοσοφικά εκφράζει το “γίγνεσθαι”, αφού η λύση που ζητάει είναι η προσδοκία μιας ολόφωτης, ουράνιας ζωής.
(Συνεχίζεται)
Παραπομπές:
1 Το Υψηλό στη Βυζαντινή Τέχνη και το Ωραίο στην αρχαία ελληνική κλασική Τέχνη αναλύονται στο μοναδικό στο είδος του σύγγραμμα με τίτλο «Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης» του Παναγιώτη Α. Μιχελή (1903-1969), Αρχιτέκτονα-φιλοσόφου/αισθητικού, Καθηγητού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Ο τόμος αυτός έχει μεταφρασθεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
2 Η Αισθητική είναι επιστήμη, κλάδος της Φιλοσοφίας.