Toυ π. Σωφρόνιου Γκουτζίνη
Πρωτοσύγκελλου Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου
Aρχιμανδρίτη Οικουμενικού Θρόνου
Οι γραμμές που διαβάζεις, αγαπητέ αναγνώστη, γράφονται ανήμερα της επετείου της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Η Θεία Λειτουργία, η Δοξολογία, η Επιμνημόσυνη Δέηση «Υπέρ των εν πολέμω πεσόντων», η Κατάθεση Στεφάνου και η μαθητική παρέλαση των ολιγάριθμων μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που φοιτούν στα σχολεία της όμορφης ακριτικής κωμόπολης, έχουν ήδη λάβει πέρας. Γονείς και συγγενείς καμάρωσαν τα παιδάκια τους που παρέλασαν και τώρα όλοι μαζί πίνουν τον καφέ τους στα καφέ της γραφικής πλατείας, κάτω από τον πλάτανο. Ολα έγιναν κατά τα ειωθότα. Η ίδια κάθε χρόνο επανάληψη, σαν να βλέπει κανείς τη γνωστή ταινία «Η ημέρα της μαρμότας», όπου τα πάντα επαναλαμβάνονται το ίδιο προβλέψιμα.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα που έχει να κάνει με τη στοχοθεσία των εθνικών επετείων. Η καλλιέργεια συλλογικής ταυτότητας και αληθινού πατριωτισμού είναι σίγουρα κάποιοι από τους στόχους που οι εθνικές επέτειοι καλούνται να υπηρετήσουν. Κατά πόσον όμως το καταφέρνουν;
Νομίζουμε ότι ακόμη κι αν ο εορτασμός της επετείου του ’40 ήταν ο καλύτερα οργανωμένος, ο περισσότερο δημιουργικός, ο πλέον εμπνευσμένος και πρωτότυπος και πάλι δεν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί στον υψηλό σκοπό του. Αυτό συμβαίνει γιατί ο εορτασμός είναι κάτι τελείως «ξένο» για τον τρόπο ζωής μας. Αποτελεί μία συλλογική έκφραση, η οποία όμως όχι απλώς δεν έχει σχέση, αλλά βρίσκεται στους αντίποδες του ατομοκεντρικού τρόπου ζωής μας. Εδώ και δεκαετίες, αλλά ακόμη και μέσα στην πρόσφατη δεκαετία της «κρίσης», η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από τον ατομικισμό και την ιδιοτέλεια. Εχει περισσεύσει το «εγώ» και έχει σχεδόν εξαφανιστεί το «εμείς».
Εάν οι παραπάνω παρατηρήσεις μας ευσταθούν, τότε είναι πρόδηλο πως ο εορτασμός της επετείου του ’40 λειτουργεί όχι ως ένας κανόνας, αλλά ως μία εξαίρεση. Είναι μία εμβόλιμη διακοπή από την κανονικότητα. Για αυτό τον λόγο, για τους περισσότερους από εμάς είναι αφορμή για διακοπές, παρά για συμμετοχή στη χαρά της γιορτής. Αν δεν υπήρχαν οι μαθητικές παρελάσεις όπου παππούδες, γιαγιάδες και γονείς καμαρώνουν τα βλαστάρια τους, τότε φοβόμαστε ότι ελάχιστοι θα συμμετείχαν στις εκδηλώσεις.
Ομως η επέτειος αποτυγχάνει να εμπνεύσει και για έναν επιπλέον λόγο: διότι δεν προσεγγίζει το ιστορικό γεγονός του παρελθόντος αναδεικνύοντας αυτό που σε άλλο κείμενό μας έχουμε ονομάσει «ηρωισμό της καθημερινότητας», αλλά προβάλλει τους πρωταγωνιστές των γεγονότων με έναν μεγεθυντικό φακό, καθιστώντας τους μακρινούς, απρόσιτους ήρωες που δεν έχουν καμία σχέση με εμάς, σχεδόν ημίθεους. Το συμπέρασμα που αβίαστα μπορεί να βγάλει κανείς είναι ότι οι ήρωες αυτοί δεν μας αφορούν, αφού δεν μπορούμε να τους μοιάσουμε. Μας είναι ξένοι, ας αναπαυτούν στις δάφνες τους και ας μας αφήσουν στην ησυχία μας.
Ακόμη πιο γκρίζα γίνεται η εικόνα αν κανείς προσμετρήσει τον βερμπαλισμό των «πανηγυρικών λόγων» οι οποίοι αναφέρονται σε στιγμές δόξας την οποία καλούμαστε εμείς οι σημερινοί να μιμηθούμε, χωρίς όμως να κάνουν καμία αναγωγή στο παρόν. Είναι ευεξήγητη αυτή η στάση. Κάθε αναγωγή του ένδοξου παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον, ευθύς αμέσως μας θέτει ενώπιον του αμείλικτου ερωτήματος: Εμείς τι θα πράξουμε αν βρεθούμε στη θέση των προγόνων μας;
Με άλλα λόγια πόσο πρόθυμοι είμαστε να πούμε «ΟΧΙ» στους ισχυρούς; Με πόσο αυθορμητισμό και αυτοθυσία θα τρέξουμε να καταταγούμε στις ένοπλες δυνάμεις σε τυχόν επιστράτευση; (εκείνη του 1974 έχει μείνει παροιμιώδης για την προχειρότητα και την τραγική της κατάληξη). Εχουμε σήμερα ηγεσίες οι οποίες θα υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους σύγχρονους Μουσολίνι και Χίτλερ; Ολα αυτά είναι επώδυνα ερωτήματα που δεν έχουν απλουστευτικές απαντήσεις και για τον λόγο αυτό αποφεύγουμε να αναδεικνύουμε στις εθνικές επετείους. Ο βερμπαλισμός και η υπερβολή μάς βολεύουν όλους.
Το σημείο όμως στο οποίο τα πράγματα γίνονται ανησυχητικά, είναι η άρνηση της πραγματικότητας που μας περιβάλλει. Στις επετείους μιλάμε για την πατρίδα και το έθνος, αγνοώντας την παρούσα κατάσταση της δημογραφικής γήρανσης και της έλλειψης κοινών στόχων και κοινής συνείδησης. Η επετειακή αφήγηση που ταυτίζει τις σημερινές γενεές με εκείνες που πολέμησαν στον πόλεμο του ’40 είναι τουλάχιστον ανιστόρητη. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως εδώ και 50 χρόνια ο Ελληνας μαθαίνει να υπερασπίζεται μόνο τα ιδιοτελή του συμφέροντα και όχι κοινούς στόχους και κοινά ιδανικά. Αυτή είναι η εκπαίδευση που έχει λάβει από το σχολειό του. Σίγουρα θα χρειαστούν άλλα πενήντα χρόνια για να φτάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς», σε μία πορεία αντίθετα στο ρεύμα. Το έχουμε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Οι πρόγονοί μας το ’40, είναι το πλέον πρόσφατο παράδειγμα. Ας προσπαθήσουμε να τους απομυθοποιήσουμε, ας τους κάνουμε «πλησίον» μας, δικούς μας. Ας ρωτήσουμε τους μεγαλύτερους να μας πουν για τον «ηρωισμό της καθημερινότητας» που λύτρωσε τον ελληνισμό στα μαύρα χρόνια της κατοχής. Τότε ίσως κατορθώσουμε να εμπνευστούμε.