Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,
Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας
Μπορούμε να λέμε ότι αγαπούμε τον Χριστό και ταυτόχρονα να ζούμε μια πλούσια ζωή με ανέσεις και υπερεπάρκεια αγαθών, παραβλέποντας την φτώχεια και την έλλειψη αναγκαίων που μαστίζει τους συνανθρώπους μας;
Μπορούμε να λεγόμαστε Χριστιανοί και να μην ενδιαφερόμαστε για την φτώχεια που μας περιβάλλει και να μην ακούμε τις φωνές αυτών που ικετευτικά ζητούν και έχουν δικαίωμα να ζούν στοιχειωδώς ανθρώπινα;
Μπορούμε να απολαμβάνουμε όσα ο σύγχρονος πολιτισμός μας παρουσιάζει και να αγνοούμε εκείνους που στερούνται στέγης προστασίας από τις βροχές ή τις καυτές ηλιαχτίδες, ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων, του άρτου του επιούσιου, της θερμάνσεως στα κρύα του χειμώνος;
Μπορεί να μην μαλακώνει η καρδιά μας από τα δάκρυα των πεινασμένων, των εμπεριστάτων, των θλιβομένων, των χηρών και των ορφανών;
Ο πλούτος και η καλοπέραση σκληραίνουν τις καρδιές μας και τις κάνουν σαν τις πέτρες, ενώ η φτώχεια και η ανέχεια τις μαλακώνουν και τις κάνουν σαν το ζυμάρι. Ο πλούτος απομονώνει τους ανθρώπους, τους κάνει εγωιστές, υπερφύαλους, άσπλαχνους. Η φτώχεια δείχνει πάντοτε σπλάγχνα οικτιρμών, δημιουργεί ψυχές προσφοράς και θυσίας, κενώνεται στις ανάγκες του πλησίον. Ο πλούτος δεν φέρνει με σιγουριά την ευτυχία, εάν ο πλούσιος δεν κατανοεί ότι ο Κύριος τον έκανε διαχειριστή του πλούτου του και οφείλει να κάνει σωστή και φιλάνθρωπη διαχείριση. Και η φτώχεια δεν φέρνει σίγουρα και δυστυχία, γιατί ο φτωχός μπορεί να νοιώθει πλούσια μέσα του την παρουσία του φτωχού Ιησού και τις ανάγκες του να τις αναθέτει σε Εκείνον, για τον οποίον ο Ψαλμωδός γράφει: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ΄ 23).
Ποιος, όμως, είναι πλούσιος και ποιος φτωχός; Πλούσιος δεν είναι αυτός που διαθέτει πολλά χρήματα ή μεγάλη περιουσία. Πλούσιος είναι αυτός που αρκείται στα λίγα και γνωρίζει πόσα πρέπει να ξοδεύσει, ώστε να μην υπερβαίνουν τα έξοδά του των εσόδων του. Φτωχός πάλι δεν είναι αυτός που στερείται χρημάτων και υλικών αγαθών, αλλά αυτός που δεν αρχειοθετεί τις ανάγκες του, αυτός που έχει υπέρμετρες απαιτήσεις, αυτός που δεν αρκείται σ’ αυτά που έχει, αλλά επιζητεί κάθε ημέρα και περισσότερα, αυτός που δεν βλέπει πόσα αγαθά του έχει χαρίσει ο Θεός, αλλά πόσα έχει ο γείτονάς του και αγωνίζεται να τον φθάσει. Φτωχός είναι αυτός που παρασύρεται από τις διαφημίσεις και ζητάει να αποκτήσει όσα αυτές του προβάλλουν για δήθεν ανετώτερη και πιο τρυφηλή ζωή, χωρίς να συλλογίζεται πόσοι στον κόσμο, στην γειτονιά του, στην πόλη του, στην πατρίδα του, στα άλλα υποανάπτυκτα κράτη, στερούνται και αυτού του ψωμιού και του νερού, του άρτου του επιούσιου.
Πλούσιος είναι αυτός ο πιστός που ψάχνει να βρεί τους φτωχούς και να τους ανακουφίσει, να τους δώσει λίγη χαρά από την δική του, λίγα αγαθά από το περίσσευμά του, το οποίο για εκείνους είναι υστέρημα. Πλούσιος είναι αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια του στην κοινωνία, για να βλέπει αυτούς που στερούνται και με τις δυνάμεις που διαθέτει να ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Πλούσιος είναι ο ελεήμων, ο ιεραπόστολος, ο εύσπλαγχνος, ο προσευχόμενος για τους άλλους, αυτός που αναμένει το μέγα και πλούσιο του Θεού μας έλεος. Πλούσιος είναι αυτός που αναλώνεται σε καλά έργα, αυτός που αγαπάει χωρίς όρια τους γύρω του, στα πρόσωπα των οποίων βλέπει τον ίδιο τον Χριστό μας, Αυτόν που «επτώχευσε δι’ ημάς πλούσιος ων εν ελέη και οικτιρμοίς» (Εφεσ. β΄ 4).
Πολλές φορές, οι πλούσιοι θα ήθελαν να είναι φτωχοί για να απαλλαγούν από την αγωνία και το άγχος των πλουσίων, από τα βαρίδια του πλούτου που τους εμποδίζουν ελεύθερα να βαδίζουν προς την Βασιλεία των Ουρανών. Αντίθετα, πολλοί φτωχοί αισθάνονται πλούσιοι, όταν η πίστη τους στο Χριστό μας είναι μεγάλη και απόλυτη. Απαλλαγμένοι αυτοί από σκοτούρες βιοτικές, αποτελούν τους εκλεκτούς του Θεού, για τους οποίους ο Αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει ότι θα κληρονομήσουν τα αγαθά του ουρανού. «Εξελέξατο ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της Βασιλείας, ης επηγγείλατο τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Ιάκ. β΄ 5).
Θαυμάζουμε τους φτωχούς που αισθάνονται πλούσιοι μόνο με την παρουσία του Χριστού στην ζωή τους και προσδοκούν να βρεθούν κοντά Του, για να μοιρασθούν μαζί Του τον πλούτο των ουρανών. Ένας φτωχός, άστεγος σε όλη του την ζωή, είχε πει σε κάποιο πνευματικό του φίλο: Όταν πεθάνω, να γράψετε στον τάφο μου: «Επί τέλους, στεγάσθηκα».
Και ένας φτωχός ασκητής που σε όλη του τη ζωή αγρυπνούσε και κακοπαθούσε για την αγάπη του Χριστού, είπε να γράψουν στον τάφο του: «Επί τέλους, κοιμήθηκα και αναπαύθηκα»!
Αυτοί οι φτωχοί είναι τα πρότυπά μας, οι οδοδείκτες μας στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, που επιδιώκουμε τον πλουτισμό και την καλοπέραση. Είναι πυξίδες όλων μας, που δεν μας αρέσει η ζωή των στερήσεων, που αρκούμαστε μόνο σε εκφράσεις συμπαθείας κάποιων δυστυχισμένων λέγοντας: «Τους καημένους! Πόσο τους λυπάμαι»! Αποτελούν τα πρότυπα όλων μας, τέλος, που παρηγορούμε τους φτωχούς με λόγια χωρίς να βάζουμε το χέρι στην τσέπη, και τους παραπέμπουμε ανέξοδα στο Θεό λέγοντας: «Έχει ο Θεός, μη στεναχωρείσαι»!
Αν είμαστε φίλοι του Χριστού και αγαπάμε την πτωχεία Του τότε σίγουρα δεν θα είμαστε φιλόπλουτοι. Αν ο Χριστός έχει την θέση του χρυσού στις καρδιές μας, τότε θα είμαστε πλούσιοι σε αρετές, σε φιλανθρωπία, σε αγάπη και σε συμπόνια. Τότε θα αρκούμαστε στα λίγα και το βαλάντιό μας θα περιέχει πάντοτε το μερίδιο του πτωχού, το μερίδιο του πτωχεύσαντος Χριστού μας.
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας