Αρχική » Η έκφραση του Υψηλού στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική και Αγιογραφία – Δ΄

Η έκφραση του Υψηλού στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική και Αγιογραφία – Δ΄

από ikivotos

 Μέρος Δ´

Η Τέχνη του Υψηλού στην Αγιογραφία

Στη Βυζαντινή Τέχνη υπάρχουν ανατολικά στοιχεία. Όμως μετά την Αναστήλωση των Εικόνων (843 μ.Χ.), από τον 10ο αι. κ.εξ., οι βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της Τέχνης αυτής είναι Ελληνικοί. Ο Ρωμαϊκός παράγοντας ατόνισε, διότι ήταν υλιστικός και επομένως ασυμβίβαστος με τον υψηλό πνευματικό χαρακτήρα της Χριστιανικής θρησκείας. Η νίκη των Εικόνων είναι μία αδιάψευστη ιστορική απόδειξη για την επικράτηση του ελληνορθόδοξου στοιχείου στον Βυζαντινό πολιτισμό, τον οποίο είχε ήδη διαμορφώσει από τον 6ο αι. ο Μέγας Αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α´. Είναι ο Αυτοκράτορας που ένωσε την Εκκλησιαστική με την Κρατική εξουσία, έχοντας –ως θεολόγος– συνείδηση της Υπερεξουσίας του Παντοκράτορα Θεού μας.

Ορατή απόδειξη αυτής της ενώσεως αποτελούν οι δύο μνημειώδεις ψηφιδωτές παραστάσεις στον οκταγωνικό Ιερό Ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα, ο οποίος κτίστηκε με χορηγία του Ιουστινιανού. Στη διακόσμηση του Ναού πρωτοστάτησαν καλλιτέχνες της ΚΠόλεως. Οι δύο αυτές παραστάσεις απεικονίζουν τον Ιουστινιανό και την Θεοδώρα με τις συνοδείες τους αντίστοιχα και είναι τοποθετημένες αντικριστά προ του Ιερού Βήματος.

Θυμίζουμε ότι την εποχή της κατακτήσεως της Ραβέννας από τον Ιουστινιανό (540 μ.Χ.), η Ραβέννα έγινε Βυζαντινό εξαρχάτο, που αντιπροσώπευσε το Βυζαντινό Κράτος στη Δύση. Ο καθολικός στο δόγμα Άγιος Βιτάλιος ήταν ο πολιούχος της Ραβέννας στην οποία είχε μαρτυρήσει το 62 μ.Χ., επί Νέρωνος.

Οι δύο ψηφιδωτές παραστάσεις χρονολογούνται στο 547 μ.Χ. και εικονίζουν το αυτοκρατορικό ζεύγος, με τους ακολούθους τους, να πορεύονται προς τον Χριστό στο Ιερό Βήμα του Ναού.

Στον βόρειο τοίχο της αψίδας του Ιερού ο Ιουστινιανός κρατάει μεγάλο φιαλόσχημο δίσκο. Φέρει στέμμα κατάκοσμο από πολύτιμες πέτρες και φωτοστέφανο. Πλάι στον Αυτοκράτορα ο αρχιεπίσκοπος της πόλης Μαξιμιανός κρατάει πολύτιμο Σταυρό. Εκπροσωπεί την Εκκλησιαστική εξουσία. Την εικόνα συμπληρώνουν αξιωματούχοι και στρατιωτικοί.

Στον νότιο τοίχο της αψίδας η Θεοδώρα προσφέρει μεγάλη κύλικα. Φοράει λιθοκόσμητο στέμμα, βαρύτιμο κόσμημα στο λαιμό και πορφυρό μανδύα με χρυσοκέντητη ταινία στην κάτω παρυφή του, όπου εικονίζονται οι τρεις μάγοι με τα δώρα.

Ακολουθεί πομπή γυναικών. Όλες οι μορφές είναι σε μετωπική στάση. Εντυπωσιάζει η λαμπρότητα των χρωμάτων που φανερώνει την αρτιότητα της τέχνης των ψηφιδωτών, τα οποία είχαν εξελιχθεί τεχνολογικά στην Ιταλία, από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.

Η Ραβέννα, έχοντας από τον 5ο αι. μ.Χ. την όψη μιας πρωτεύουσας, εμπλουτίστηκε τον 6ον αι. με πολύ αξιόλογα μνημεία (βαπτιστήρια, ναούς, μαυσωλεία), τα οποία σώζουν μέχρι σήμερα πολύτιμα ψηφιδωτά χριστιανικού περιεχομένου και τα οποία δεν άγγιξε η μανία των Εικονομάχων.

Επίσης στον Άγιο Απολλινάριο τον Νέο στη Ραβέννα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πομπές ανδρών και γυναικών Μαρτύρων, οι οποίες θυμίζουν, ως θέμα, την πομπή των “Παναθηναίων” στον ελληνικό κλασικό Παρθενώνα.

Όμως οι χριστιανικές πορείες Μαρτύρων, Προφητών, Αποστόλων και σε άλλος ναούς που κινούνται προς τον Παντοκράτορα και τον Ιησού Χριστό ή προς την Θεοτόκο, ενέχονται από ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία του Υψηλού φρονήματος της Χριστιανοσύνης, που είναι ο «ρυθμικός δυναμισμός των κινήσεων». Ο ορισμός αυτός μπορεί να αποδοθεί με την εξής εικόνα: Οι συμμετέχοντες σε μία λιτανεία κινούνται πάντοτε μονότονα, με τον ίδιο βηματισμό, κρατώντας το κερί τους και ψάλλοντας στον ίδιο τόνο. Κάθε ένας από τους συμμετέχοντες έχει τις δικές του ελπίδες, τους δικούς του πνευματικούς και ηθικούς κανόνες στην προν τον Θεό προσέγγισή του. Όμως κάθε ένας από αυτούς θα μπορούσε να κινηθεί δυναμικά εάν, για κάποιο λόγο, θα έπρεπε να προστατέψει την πίστη του. Αυτόν τον μυστικό δυναμισμό προσπάθησαν οι βυζαντινοί ζωγράφοι να αποτυπώσουν με τις τελετουργικές κινήσεις των χεριών και με τα ζωντανά, εκφραστικά πρόσωπα.

Εκτός από την έντονη, δια της δημιουργίας ορθοδόξων εκκλησιών, παρουσία του στην Ιταλία, ο Ιουστινιανός πρωτοστάτησε και στο κτηριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνας στο υψηλότερο όρος του Σινά.

Το τείχος της Μονής στο Σινά κτίσθηκε από τον Στέφανο Αϊλίσιο, συνεργάτη του Ιουστινιανού, για να προστατευθούν οι ασκητές, που κατοικούσαν γύρω από τη Φλεγόμενη Βάτο, από τις επιδρομές βαρβάρων και ληστών.

Το Καθολικό της Μονής κτίσθηκε επίσης από τον Αϊλίσιο. Θεμελιώθηκε το 542 μ.Χ. Από τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες του Καθολικού ξεχωρίζει, στην αψίδα του Ιερού Βήματος, το θαυμαστό ψηφιδωτό στο οποίο ιστορείται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Ο Χριστός στη μέση αστραφτερός περιβάλλεται από τον Ηλία και τον Μωυσή σε όρθια θέση, ενώ πλάγια και κάτω πεσμένοι οι τρεις εκστασιασμένοι μαθητές Του: Ιωάννης, Ιάκωβος και Πέτρος. Η τεχνοτροπία αυτού του ψηφιδωτού μοιάζει με εκείνη των ψηφιδωτών του Αγίου Απολλιναρίου και του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας. Είναι από τα ωραιότερα ψηφιδωτά της Ανατολικής Εκκλησίας. Γενικά ο εσωτερικός διάκοσμος του Καθολικού στο Σινά εξωραΐστηκε από καλλιτέχνες που έστειλε ο Ιουστινιανός από την ΚΠολη.

 

 

Η Αγιογραφία μετά την αναστήλωση των Εικόνων

9ος-11ος αι.

 

Η έκφραση του Υψηλού στα διάφορα στάδια της Βυζ. Τέχνης υποστηριζόταν σχεδόν πάντοτε από εμπνευσμένους υμνογράφους και κληρικούς. Τον 8ο αι. μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (676-754 μ.Χ.) ενίσχυσε, ως μέγας υμνογράφος, τους Εικονολάτρες με το πλούσιο δογματικό, ποιητικό και φιλοσοφικό του έργο εκτιμώντας ότι οι εικόνες είναι απαραίτητες ως «βιβλία των αγραμμάτων». Η «Πηγή της Γνώσεως» και η «Οκτώηχος» έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά και πολύτιμα έργα του μεγάλου Υμνογράφου Ι. Δαμασκηνού.

Τον 9ο αι., τον οποίο σημάδεψαν δύο μεγάλα γεγονότα: η Αναστήλωση των Εικόνων και το πρώτο Σχίσμα μεταξύ της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, επίσης ξεχώρισε η μορφή του μεγάλου Πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος ενίσχυσε το ελληνικό φρόνημα στη ζωή της Εκκλησίας, με τη βαθιά ελληνική και εκκλησιαστική του μόρφωση. Ο Μ. Φώτιος με τη «Μυριόβιβλο» και τη «Συναγωγή Λέξεων» τόνωσε την πνευματικότητα των χριστιανών ορθοδόξων, διότι με τη στροφή του στα κλασικά γράμματα ενίσχυσε τα θεμέλια της μετέπειτα ελληνορθόδοξης πορείας της Βυζ. Τέχνης. Για τον Μ. Φώτιο: «Σκοπός της Βυζ. Αυτοκρατορίας ήταν η συνένωση, κάτω από το σκήπτρο του “ελέω Θεού” Βυζαντινού Αυτοκράτορα, ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου» (Φειδά, «Βυζάντιο», Αθήναι 1985, σ. 13).

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΠόλεως: Η διακόσμηση της Αγίας Σοφίας έγινε σταδιακά, από άριστους καλλιτέχνες, σε διαφορετικές εποχές –από τον 6ο έως τον 13ο αιώνα–, χωρίς να ακολουθείται ενιαίο εικονογραφικό πρόγραμμα. Σήμερα διατηρείται μέρος του ανεικονικού διακόσμου του 6ου αι. (άκανθες και σταυροί), όπως και ορθομαρμαρώσεις από 12 είδη πολύχρωμων μαρμάρων, των οποίων τα “νερά” σχηματίζουν περίτεχνα σχέδια και αχειροποίητες εικόνες.

Από τα σωζόμενα ψηφιδωτά ξεχωρίζει η πανέμορφη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος στην κόγχη του Ιερού Βήματος, η πλαισιωμένη από τους δύο Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, των οποίων οι πλούσιες πτυχώσεις προεικονίζουν την επίδραση της ελληνικής κλασικής τέχνης επί της Βυζ. εικονογραφίας κυρίως από τον 11ο αι. κ.εξ. Η ένθρονος Θεοτόκος χρονολογείται στον 9ο αι., 20 περίπου χρόνια μετά την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων (843 μ.Χ.). Σύμφωνα με επιγραφή η εικόνα αυτή είναι αφιέρωμα «ευσεβών ανάκτων», πιθανόν του Μιχαηλ Γ´ και του Βασίλειο Α´.

Επίσης στον 9ο αι. χρονολογείται ο Χριστός, ως Παντοκράτορας, στον κεντρικό τρούλλο της Αγ. Σοφίας, ο Οποίος αντικατέστησε τον Σταυρό του 6ου αι.

Από τις αναθηματικές παραστάσεις αυτοκρατόρων (9ος-12ος αι. μ.Χ.) στους νάρθηκες και τα υπερώα της Αγίας Σοφίας αναφέρουμε επιλεκτικά τις εξής:

1) Στον εσωνάρθηκα το ψηφιδωτό του 10ου αι., όπου ένθρονη Βρεφοκρατούσα Παναγία, στο κέντρο, υποδέχεται τους δύο Μεγάλους Αυτοκράτορες: τον Μ. Κωνσταντίνο και τον Μ. Ιουστινιανό. Ο πρώτος προσφέρει στη Θεοτόκο ομοίωμα των τειχών της ΚΠόλεως, ενώ ο δεύτερος της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας Σοφίας. Οι δύο αυτές συμβολικές προσφορές τίθενται κάτω από την υψηλή Προστασία Της, ενώ συγχρόνως ο Βασίλειος Β´ Βουλγαροκτόνος –επί του οποίου έγινε το ψηφιδωτό– επιθυμεί προφανώς να εξομοιωθεί με τους δύο Μεγάλους Αυτοκράτορες, θεωρώντας ότι συνεχίζει το λαμπρό τους έργο.

2) Στον 11ο αι. χρονολογείται ψηφιδωτό στο νότιο υπερώο, όπου ένθρονος Χριστός ευλογεί κρατώντας το Ευαγγέλιο, πλαισιωμένος από τον Κων/νο Θ´ Μονομάχο και την Ζωή, οι οποίοι Του προσφέρουν πολύτιμα δώρα. Εντυπωσιάζουν οι ενδυμασίες των Αυτοκρατόρων, κοσμημένες με πολύτιμες πέτρες.

3) Εντυπωσιάζει ψηφιδωτό του 13ου αι. στο νότιο υπερώο, με το όνομα “Δέηση”. Πρόκειται για αφιέρωμα του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου για να τιμήσει την ανάκτηση της ΚΠόλεως από τους Λατίνους το 1261. Εικονίζονται γιγαντιαίες μορφές του Χριστού ευλογούντος, με το Ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι, πλαισιωμένου από την Θεοτόκο και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, οι οποίοι μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων. Δυστυχώς αυτό το ψηφιδωτό έχει υποστεί σοβαρές φθορές. Ωστόσο εντυπωσιάζει η θλίψη στα πρόσωπα της Θεοτόκου και του Προδρόμου.

Η Αγία Σοφία λειτούργησε επί δέκα αιώνες (6ος-15ος αι.) ως Ελληνορθόδοξος Καθεδρικός Ναός της Βασιλεύουσας. Ήταν η Μεγάλη Εκκλησία της Ορθοδοξίας! Ένα μοναδικό ιστορικό-διδακτικό Μνημείο του Γένους μας! Από τα βάθη της καρδιάς μας ευχόμαστε να επαναλειτουργήσει κάποτε ως Ορθόδοξος Ναός.

Ο ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ. Κατά την πρώτη δεκαετία του 11ου αι. αναπτύσσεται ο “Αυστηρός ρυθμός”, που αποτέλεσε μία νέα, θεμελιακή αρχή στη Βυζ. Αγιογραφία. Το πλήθος των Δεσποτικών και Θεομητορικών (ψηφιδωτών ή νωπογραφιών), κυρίως στα Καθολικά των Ιερών Μονών, ακολουθεί τώρα ένα ενιαίο εικονογραφικό πρόγραμμα. Οι εικονογραφήσεις αυτές εικονίζουν λεπτομερώς τα κύρια γεγονότα από τη ζωή και τα πάθη του Ιησού Χριστού, όπως και σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου, προεξάρχουσας της Κοίμησής Της, όπως περιγράφεται στα θεόπνευστα κείμενα.

Στόχος του “Αυστηρού ρυθμού” είναι να εξάρει τη δύναμη της ψυχής και του πνεύματος, μέσα από τα εξαϋλωμένα σώματα και την σχηματοποιημένη μορφή των ενδυμάτων με τις “γεωμετρικές” πτυχές.

Τα ψηφιδωτά του Οκταγωνικού Καθολικού της Ιεράς Μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδος, που στεγάζει τα ιερά λείψανα του ομώνυμου τοπικού Αγίου, όπως η Γέννηση, η Υπαπαντή, ο Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Ανάσταση του Χριστού (εις Άδου Κάθοδος), χαρακτηρίζονται από την εξπρεσιονιστική έκφραση του “Αυστηρού ρυθμού”. Το Υψηλό των θείων αποκαλύψεων λιτά εικονογραφημένο.

Ωστόσο το Καθολικό της Μονής του Δαφνίου Αττικής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ανοικοδομήθηκε στο τέλος του 11ου αι. ως οκταγωνικός Ναός. Τα εξαίρετα ψηφιδωτά του Καθολικού αυτού, όπως ο Παντοκράτορας, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση και τα Εισόδια της Παναγίας, η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση και πολλά άλλα, χρονολογούνται στο τέλος του 11ου αι. παρουσιάζοντας μία σαφή στροφή προς τον κλασικισμό, με την πλαστικότητα των σωμάτων και τα έντονα χρώματα στα πλούσια πτυχωτά ενδύματα. Η εξέλιξη αυτή συνεχίζεται και στους επόμενους αιώνες. Μία τέχνη καθαρά Ελληνική, δυναμική, που ολοκληρώθηκε όταν το “Ωραίο” μεταλλάχθηκε σε “Υψηλό”. Όταν τη δύναμη της διανόησης ζέστανε η ένταση και η έκσταση της καρδιάς.

Εγένετο!

Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ