Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
«Πολύ τις χαιρόταν ο Γέροντας Πορφύριος τις ιερές ακολουθίες. Αλλά τα τελευταία χρόνια στερήθηκε αυτή τη χαρά. Καθηλωμένος από τις αρρώστειες στο κρεββάτι, δεν μπορούσε πλέον να βαδίση για να πάη στον ναό και αναγκαζόταν να συμμετέχη στην θεία Λειτουργία, ακούοντάς την από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Μου έλεγε μια μέρα, με παράπονο: “Πολύ λυπάμαι, πού δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι, απ’ αυτό ακούω τη Θεία Λειτουργία. Ρώτησα ένα δεσπότη, αν αυτό που κάνω είναι αμαρτία και μου είπε ότι, αφού είμαι άρρωστος, δεν είναι αμαρτία”» (Κων. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι, 1995).
Τι επισημαίνει ο μεγάλος όσιος στο πνευματικό του τέκνο μακαριστό Κωνσταντίνο; Τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε προς τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Αυτές αποτελούσαν τη χαρά και την παρηγοριά του, μέσω των οποίων βίωνε πανίερες εμπειρίες. Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει το πώς ζούσε ο άγιος, ιδίως τις Μεγαλοβδομαδιάτικες ακολουθίες. Μεταφερόταν εν Πνεύματι στα διαδραματιζόμενα και υμνολογούμενα – «παρών» σε ό,τι ζούσε η Εκκλησία. Όπως τότε, καθώς απεκάλυψε κάποια στιγμή, που διαβάζοντας ένα Ευαγγέλιο της Μ. Πέμπτης «έβλεπε» τα γεγονότα του Πάθους και από την ένταση δεν άντεξε. Μπήκε μέσα στο ιερό για λίγο, για να επανέλθει έπειτα συντετριμμένος προκειμένου να ολοκληρωθεί η ακολουθία.
Πού οφείλετο η αγάπη του αγίου για τις εκκλησιαστικές προσευχές; Μα στη βαθειά πεποίθησή του ότι αυτές αποτελούν το όχημα της θείας ενεργείας που βρίσκει κατάλυμα στην καθαρή καρδιά του πιστού. Διότι αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να έχει κανείς αίσθηση της προσφερόμενης χάρης του Θεού: η ψυχική καθαρότητα. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος Πορφύριος είχε καθαρή καρδιά, γι’ αυτό και επαναπαυόταν σ’ αυτόν η χάρη του Θεού, γι’ αυτό και μπορούσε να βλέπει ότι τα λόγια της Εκκλησίας, ιδίως του κέντρου αυτής, της Θείας Λειτουργίας, ήταν η δωρεά του Θεού στον πιστό άνθρωπο, το χάρισμά Του να ζει αυτός τη παρουσία Του αληθινά στην ψυχοσωματική του υπόσταση. Δεν το ομολογούμε διαρκώς σε κάθε θεία λειτουργία; «Ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν χαρισάμενος προσευχάς…», δηλαδή οι εκκλησιαστικές προσευχές είναι για όλους βεβαίως τους πιστούς, είναι σύμφωνες προς αυτό που είμαστε ως άνθρωποι, όμως δεν αποτελούν καρπό του νου έστω ενός αγιασμένου ανθρώπου, αλλά έμπνευση Θεού, λόγια που Εκείνος θέλησε να λέμε για να είμαστε συντονισμένοι μαζί Του. «Ο Κύριος κρύβεται μέσα στα λόγια και τις εντολές Του» είναι μία αξιωματική αρχή στην Πατερική Παράδοση.
Οπότε, ο άγιος Πορφύριος είτε ως λειτουργός ο ίδιος είτε όχι ζούσε την παρουσία του Κυρίου, Τον «έβλεπε» αδιάκοπα παρόντα σε κάθε ιερουργία, λοιπόν χαιρόταν με τρόπο απερίγραπτο Εκείνον που αποτελούσε «το άκρως εφετόν» της ψυχής του. Πώς λοιπόν να μη θλίβεται βαθύτατα όταν οι ασθένειές του, πάρα πολλές και μεγάλες, τον καθήλωναν στο κρεβάτι, χωρίς να του επιτρέπουν την εν σώματι μετοχή του στον ναό; «Πολύ λυπάμαι, που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία». Κι είναι το βίωμα αυτό του μεγάλου οσίου, μάλλον και αυτού, που κρίνει όλους εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά πυκνά εφευρίσκουμε άπειρους τρόπους για την ελλειμματική ή και μηδενική συμμετοχή μας στα τελούμενα στον Ναό, ακόμη και την Κυριακή και τις μεγάλες εορτές – μία επανάληψη του «έχε με παρητημένον» της παραβολής του μεγάλου Δείπνου. Και αντιστοίχως βεβαίως κατανοούμε, μπροστά στον μέγιστο Πορφύριο, τη λειψή αγάπη μας προς τον Κύριο, αφού εκεί που ο Ίδιος προσφέρεται με τα λόγια Του, κυρίως όμως με το σώμα και το αίμα Του, εμείς δεν είμαστε παρόντες, ακολουθώντας την κλί(ή)ση της καρδιάς μας: «τι φάγωμεν, τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα!»
Και ποια η παρηγοριά του αγίου στην κατάσταση της ασθενείας του; Το «μικρό ραδιοφωνάκι» του. «Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι». Προφανώς ο άγιος ήταν παρών πνευματικά στις ακολουθίες, όμως η ομολογία του είναι άκρως συγκινητική και παραδειγματική, έχοντας μάλιστα και την έγνοια μήπως η ακρόαση χωρίς τη σωματική συμμετοχή δεν είναι ενδεδειγμένη. «Ρώτησα ένα δεσπότη» γι’ αυτό, είπε, και του έδωσε την άδεια. Κι ο λόγος του, νομίζουμε, δεν ήταν τυχαίος. Διότι αρκετοί θεολόγοι τονίζουν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Θεία Λειτουργία από τη φύση της απαιτεί την προσωπική, ψυχικά και σωματικά, παρουσία του πιστού. Πώς άλλωστε θα μετάσχει του σώματος και του αίματος ο πιστός;
Αλλά παραθεωρώντας το γεγονός ότι η ψυχική συμμετοχή είναι το διαρκώς ζητούμενο, διότι πλείστοι χριστιανοί βρίσκονται κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου έστω και φυσικά παρόντες(!), όμως ο άγιος επέλεγε την ακρόαση, την εξ αποστάσεως συμμετοχή, διότι ακριβώς ήταν άρρωστος. Κι αυτή η καταφυγή του μεγάλου Πορφυρίου, το «ραδιόφωνο», δίνει απάντηση και για το εκκλησιαστικό ραδιόφωνο με τα ερτζιανά κύματα των εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ναι, το κανονικό είναι η ολόψυχη και ολοσώματη συμμετοχή στον Ναόˑ όμως όταν υπάρχει αδυναμία σωματική, αλλά και ψυχική ίσως, τότε τα ερτζιανά μάλλον είναι η λύση που ευλογείται από τον Κύριο. Η οικονομία δηλαδή της Εκκλησίας που υπερνικά την… ακρίβεια!