Toυ Μ. Γ. Βαρβούνη
Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Υπάρχουν λειτουργοί του Υψίστου που στέκονται ενώπιον του αγίου θυσιαστηρίου διαρκώς εκνευρισμένοι και συνοφρυωμένοι. Υπάρχουν και εκείνοι που επιτελούν τα λειτουργικά τους καθήκοντα χαριεντιζόμενοι και χωρίς σοβαρότητα. Και οι δύο περιπτώσεις προξενούν προβλήματα, κυρίως επειδή οι πιστοί προσλαμβάνουν τις διαθέσεις αυτές, σχολιάζουν, προβληματίζονται, επηρεάζονται και κατά πολλές έννοιες ωθούνται σε συμπεριφορές και αντιδράσεις που όχι μόνο ψυχωφέλιμες δεν είναι, αλλά μπορεί να είναι και εφάμαρτες.
Οι μεγάλοι λειτουργιολόγοι, τόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας όσο και οι νεώτεροι, έχουν ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και έχουν σημειώσει πολλά και διαφωτιστικά στα συγγράμματά τους. Οι κληρικοί μας δεν έχουν παρά να τα συμβουλευθούν. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνούν αυτό που έλεγε μακαριστός Γέρων ιεράρχης, ποιμενάρχης περιπύστου Μητροπόλεως της Βόρειας Ελλάδας: «Σε όλη μου τη ζωή προσπάθησα να μην πιάνω το άγιο ποτήριο με την επαγγελματική συνείδηση που ο μαραγκός πιάνει το σκεπάρνι». Στη φράση αυτή συνοψίζεται όλο το περιεχόμενο των προϋποθέσεων του επιδιωκόμενου λειτουργικού ύφους.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθεί και το φαινόμενο των διαρκών παρατηρήσεων προς τους συλλειτουργούς και τους ιεροψάλτες, το οποίο κατά κανόνα παρατηρείται σε περιπτώσεις αρχιερατικών λειτουργιών. Είναι φυσικό ο Αρχιερέας, ως προϊστάμενος της λατρευτικής συνάξεως και ως ιστάμενος λειτουργικά «εις τόπον και τύπον Χριστού», να διορθώνει τυχόν κακές συνήθειες, παρερμηνείες και αβλεπτήματα λειτουργικά των ιερέων, των διακόνων και των ψαλτών. Δεν χρειάζεται όμως να γραφεί ότι αυτό πρέπει να γίνεται με ευγένεια και διάκριση, και όχι με ύφος κυρίαρχου και δεσπότη. Ο πνευματικός πατέρας οφείλει και όταν μαλώνει τα παιδιά του να το κάνει πατρικά, όχι με ύφος υποτιμητικό και έκφραση περιπαιχτική, μειωτική και εχθρική. Κυρίως δε, για να ωφελήσει η παρατήρηση, πρέπει να γίνεται με τρόπο που δεν εκθέτει, δεν δημοσιοποιεί, δεν διαπομπεύει.
Οσοι λοιπόν εκνευρίζονται εύκολα και παραφέρονται, καλό είναι να μην λειτουργούν, αλλά να ηρεμούν πρώτα και κατόπιν να προΐστανται. Διαφορετικά, και επειδή ζούμε σε εποχές που δεν είναι δεκτικές στην υποταγή, είναι πιθανόν να προκληθούν αντιδράσεις που θα αναστατώσουν την ευταξία της ακολουθίας, και κυρίως θα ακυρώσουν τον βασικό σκοπό της, που είναι ο αγιασμός των πιστών και η ψυχική τους σωτηρία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο με τη συνειδητή συμμετοχή του πιστού στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Βεβαίως εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, αλλά και εντός Εκκλησίας αυτή διακυβεύεται αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ευλάβειας, κατάνυξης και ηρεμίας, εντός των οποίων ο πιστός να προσευχηθεί και κατά δύναμη και κατά θεία παραχώρηση να μεταρσιωθεί.
Οσοι, κληρικοί ή λαϊκοί, εκλαμβάνουν τη θέση τους στην Εκκλησία ως κυριαρχική και επιβλητική των απόψεών τους στους άλλους, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και ότι προς αυτούς πρέπει να εναρμονιστεί όχι η ουσία της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αλλά ο τρόπος εκφοράς της. Φυσικά η Εκκλησία δεν μπορεί να «εκσυγχρονιστεί», γιατί αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτη εκκοσμίκευση. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός προεκτεινόμενος στους αιώνες, και ως εκ τούτου είναι αναλλοίωτη, η ίδια και η διδασκαλία της, αφού ο Χριστός είναι ο Αυτός στους αιώνες.
Εκείνο που πρέπει να αλλάξει είναι ο τρόπος προσέγγισης των πιστών και ο τρόπος μετάδοσης της αλήθειας και της διδασκαλίας της Εκκλησίας και του Λόγου του Θεού στους ανθρώπους. Γιατί αν αυτό δεν συμβεί, μειώνεται και ζημιούται η βασική της αποστολή, που είναι να καθοδηγήσει τους πιστούς στον λιμένα της σωτηρίας, ώστε να απολαύσουμε όλοι την Βασιλεία του Θεού, στην πνευματική τρυφή της οποίας ο Χριστός μάς κάλεσε με την σταυρική θυσία και τη λαμπροφόρα Ανάστασή Του.
Και στο πλαίσιο αυτό βεντετισμοί, αυταρχισμοί και δεσποτισμοί δεν χωρούν.