Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης
Δρος Βυζαντινής Τέχνης
Τα γεγονότα που τάραξαν την Κων/πολη τον Ιούνιο του 404 είναι γνωστά, οδήγησαν στην καταστροφή δημοσίων κτηρίων όπως η Αγία Σοφία (326, 360) και η Σύγκλητος με τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα που περιείχαν (Ζώσιμος, 5.24.3-5.24.8). Διπλό το χτύπημα που ενήργησαν λαϊκές μάζες στις οποίες ο Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως (398-404), είχε μεγάλη απήχηση, λόγω της πολιτικής του κατά του εκφυλισμού των ηθών, της στηρίξεως των πτωχών. Ηταν δύο κεντρικά κτήρια της κωνσταντίνειας πολιτικής απέναντι ευρισκόμενα, με μία πλατεία να τα χωρίζει, τον Αυγουστεώνα. Εκπροσωπούσαν το ένα την Σύναξη της Εκκλησίας και το άλλο τη Σύναξη των Συγκλητικών, εκπροσώπων του λαού. Αφορμή της στάσεως αναφέρεται ένα αργυρό άγαλμα της Ευδοξίας, συζύγου του αυτοκράτορα Αρκαδίου και μητέρας του Θεοδοσίου Β΄ στον Αυγουστεώνα, που συνοδευόταν από τελετές (Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί, κεφ. 31, 68). Η Ρώμη όμως είχε ενσωματώσει συμβολικά τέτοιες τελετές. Π.χ. τα εγκαίνια της Κων/πόλεως (11 Μαΐου 330) έγιναν την ημέρα της ρωμαϊκής ταφικής εορτής Λεμούρια. Είναι ένα δείγμα τι είδους παραχάραξη είχε γίνει.
Eίχε προηγηθεί όμως μία εγκληματική εις βάρος λαϊκών μαζών στρατιωτική επιχείρηση στο ναό που εκκλησιάζονταν ανήμερα το Πάσχα 404, με πολλά θύματα. Η αιτία είναι σχεδόν πάντα η ίδια, οι πολιτικές-κοινωνικές διαμάχες και αντεκδικήσεις. Τότε ακριβώς εκτυλισσόταν μία μικρή Εικονομαχία, ο στρατός δίωκε -και φόνευε ακόμη- μοναχούς, για λόγους οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής (Ζώσιμος, 5.32.2-5.23.6). Αλλά και ο Χρυσόστομος δεν υποστήριζε τους αστούς μοναχούς της Κων/πολης. Η Ιστορία έχει δώσει και δείγματα μη υγιούς τρόπου ζωής μερικών.
Η ένταση ήταν τέτοια που έδρασαν κάποιοι προβοκάτορες. Έβαλαν στο στόμα του Χρυσοστόμου έναν λόγο κατά της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, με τη γνωστή αρχή (initium): «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…», αλλά θεωρείται από ειδικούς ως πλαστή ομιλία. Οσοι την πίστευαν γνήσια θα έβλεπαν έγκλημα κατά ανωτάτης της Αρχής.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι απομακρύνθηκε ο Ιωάννης Χρυσόστομος από τη θέση του, εξορίσθηκε και μετά από ταλαιπωρίες εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου 407. Είναι προφανές ότι συνέβαλαν σε αυτό οι προαναφερθέντες επαναστάτες, αν και δεν είχε σχέση με αυτούς. Στις 27 Ιανουαρίου 438 μεταφέρθηκε το λείψανο του αγίου στην Κων/πολη.
Το κήρυγμα ενός αγίου πατέρα γίνεται προς όλους, πολιτικούς, κληρικούς, λαϊκούς, και αφορά σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις τους ως Χριστιανών. Ο Ιωάννης έδρασε λίγο μετά, όταν ο Χριστιανισμός έγινε μόνη θρησκεία του κράτους (380) ή το 391/2, και καταργήθηκαν τα είδωλα, τα οποία πάντως ως έργα τέχνης προστατεύονταν με νόμους. Τα δείγματα γραφής που είχε δώσει για την πιστή τήρηση του ευαγγελίου απέκλειαν το γεγονός να θεωρηθεί σύμμαχος Ατάκτων κατά του κράτους. Εκείνοι χρησιμοποιούσαν την πολιτική του παρουσία. Αποτέλεσμα ήταν οι εχθροί του Ιωάννη, μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί, να συμβουλεύουν την Ευδοξία λ.χ. ότι όταν μιλούσε για την Ιεζάβελ, την ειδωλολάτρισσα βασίλισσα του Ισραήλ, σύζυγο του Αχαάβ, εννοούσε την ίδια την αυτοκράτειρα. Και γενικά να πριονίζουν τον θρόνο του.
Τέτοιες λεπτές έννοιες γύρω από τον Βίο και πολιτεία του αγίου Χρυσοστόμου δεν κατανοεί ένα τμήμα των ευσεβών Χριστιανών που θεωρεί τα γεγονότα του 404 ως πρότυπο χριστιανικής επανάστασης! Πλην όμως, οι εμπερίστατοι αυτοί Πιστοί, στους οποίους ενίοτε η ευλάβεια συγχέεται με τη “βλάβεια”, νομίζουν ότι ισορροπεί έτσι η διπολική τους πνευματική υπόσταση. Κάνουν ένα τεράστιο άλμα, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια λογικής, ηθικής και δικαίου και δικαιολογούν ανάλογα φαινόμενα, διεκδικήσεις στην Εκκλησία μας. Τηρουμένων αναλογιών.
Ποτέ δεν προσδιορίζεται μία πράξη Χριστιανού από πράξεις άλλων Χριστιανών, πολύ δε περισσότερο πολίτη από τυφλές πράξεις βίας πολιτών, μαζών. Ακόμη και σε γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης πρέπει να λάβει κανείς υπόψη το ιστορικό περιβάλλον τους. Αλλιώς γιατί είπε ο Χριστός «θα σας στείλω τον Παράκλητο»; Να φωτίζεται τι απαιτείται κάθε στιγμή. Η χριστιανική ζωή είναι θέμα πρωτίστως έμπνευσης, όχι τόσο μιμήσεως, και θα πρέπει να προσέχουν όλοι ειδικά όσον αφορά άτομα που δεν έχουν καθαρή εικόνα των γεγονότων, δεν είναι καλλιεργημένα, άρα δεν έχουν διάκριση και συγχέουν το προσωπικό όφελος -την ανάγκη τους- το οποίο πλαγίως μεταμορφώνουν σε «φιλοτιμία». «Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξοδος, 20.7.) Το ίδιο ισχύει και όταν χρησιμοποιεί κανείς το όνομα ενός αγίου του Θεού για πράξεις δικές του.
Ο Ιησούς Χριστός και οι Απόστολοι συνιστούσαν τον απόλυτο σεβασμό στην εξουσία και μόνον για θέματα Πίστεως προέτρεπαν «πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξεις 5.29). Ακόμη και τα τυραννικά καθεστώτα ανέχονταν οι Χριστιανοί. Η Αποκάλυψη προβλέπει την αφ’ εαυτών κατάρρευση προβάλλοντας το αρχέτυπο της Βαβυλώνας που βουλιάζει στο χάος, την ανυπαρξία (Αποκ. κεφ. 18, 9 κ.ε.). Αυτό σημαίνει ότι η εξουσία, αν δεν τηρεί τον ορισμό της, δηλαδή το «έξεστι», ό,τι της επιτρέπεται με βάση τον ηθικό κώδικα του ανθρώπου, τη φιλοσοφία δικαίου, κάποια στιγμή θα πληρώσει τα λάθη, τις αμαρτίες της, με κάποια αντίδραση προερχόμενη από άλλη εξουσιαστική δύναμη, εντός ή εκτός της επικράτειάς της.