Του Δρος Θεολογίας
Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Η ύπαρξη ιερατείου σε όλες τις θρησκείες, σε κάθε γωνιά του κόσμου, σε κάθε εποχή, είναι μια αλήθεια. Το ίδιο συμβαίνει και στους λαούς της εγγύς Ανατολής. Στην Χαναάν, εκεί που εγκαταστάθηκαν οι Ισραηλίτες, υπήρχε λατρεία θεοτήτων όπως του Έλ, του Βάαλ, την Ανάθ, και της Ασερά. Αυτούς λάτρευαν οι κάτοικοι αρχικώς διά των βασιλέων τους. Στην συνέχεια το έργο των θυσιών μεταφέρθηκε από τους βασιλείς στους ιερείς, οι οποίοι γίνονται οι ειδικοί περί της λατρείας. Οι πόλεις και τα χωριά είχαν ιερά, στα οποία οι πιστοί ασκούσαν τα καθορισμένα καθήκοντά τους, και μάλιστα μερικά από αυτά ήταν περισσότερο «διάσημα» και έτσι γίνονταν πιο επισκέψιμα σε σχέση με τα άλλα.
Στα Ιερά της Χαναάν προσφέρονταν θυσίες που αφορούσαν στην καλή σοδειά, την οποία και επιθυμούσαν οι κάτοικοι, από τις συγκεκριμένες θεότητες. Επικαλούνταν τις θεότητες αυτές που συνδέονταν με όσα δέονταν και χρειάζονταν. Πρόκειται για θυσίες ολοκαυτωμάτων, όπως επίσης υπήρχαν θυσίες «ευχαριστίας» και άλλες «ειρηνικές».
Αν θέλουμε να εντοπίσουμε το «προσωπικό του ναού», θα λέγαμε ότι, με βάση τις έρευνες της αρχαιολογίας, εκτός των αρχιερέων-ιερέων, υπήρχαν νεωκόροι, ψάλτες, θυρωροί, φύλακες και συντηρητές των χώρων. Ο καθένας είχε σταδιακά το δικό του έργο και θέση μέσα στα Ιερά και στα των ιεροτελεστιών. Ομοιότητες εντοπίζουν οι ειδικοί και στην λατρεία των Ισραηλιτών και αυτό είναι λογικό, αφού έχουμε συγκατοίκηση επί έτη στην συγκεκριμένη περιοχή. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο, αφού οι Ισραηλίτες έχουν πίστη στον Ένα Θεό. Όπως επίσης δεν έχουμε «δημιουργία θεού» εκ μέρους των ανθρώπων, αλλά Αποκάλυψη Θεού σε αυτούς.
Εκ των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, η μια είναι αυτή των λευιτών. Η φυλή αυτή ορίστηκε για να τελεί τα της λατρείας του Θεού και οι άλλες φυλές όφειλαν να τους προσφέρουν τα προς το ζειν.
Και στους Ιουδαίους έχουμε σταδιακά συγκρότηση της ιερατικής τάξης, τα μέλη της οποίας υπηρετούν τα Ιερά Προσκυνήματα και τον ναό της Ιερουσαλήμ. Το έργο τους αφορά στην διδασκαλία και εξήγηση του Νόμου, αλλά και τις θυσίες. Πριν την οικοδόμηση μόνιμου ναού, είναι οι υπεύθυνοι φύλαξης της Σκηνής του Μαρτυρίου και της Κιβωτού της Διαθήκης (Αρ.4). Το έργο τους προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης «κοχέν» που χρησιμοποιείται για τον ιερέα και ερμηνεύεται με το ρήμα «στέκομαι» ενώπιον του Θεού. Στα Ακκαδικά η παρόμοια λέξη «κανού» αποδίδεται ως «υποκλίνομαι ενώπιον του Θεού». Πράγματι, από τον Καϊν και τον Άβελ (Γεν.4,3), τον Νώε (Γεν.8,20), τον Αβραάμ (Γεν.22,13), τον Ιακώβ (Γεν.31-46) και τον Γεδεών (6,25), εκπληρώνεται η έννοια της λέξης ιερέας ως το πρόσωπο που βρίσκεται δεόμενος ενώπιόν Του. Αυτό είναι ο κάθε κληρικός και αφιερωμένος άνθρωπος στο Θεό και σήμερα.
Το έργο του κληρικού κατά βάση φανερώνεται από αυτά που οι άγιοι Πατέρες έχουν ορίσει να βρίσκονται επάνω στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων Ναών. Το Ιερό Ευαγγέλιο και τα Δισκοπότηρα έχουν θέση επάνω στον Τάφο του Χριστού και ο ιερέας έχει έργο να ασχολείται με αυτά. Να τα βιώνει και να βοηθάει και τους χριστιανούς να κάνουν το ίδιο. Εκτός των υπολοίπων διακονιών, όπως η φιλανθρωπία και η γενικότερη μέριμνα για τους έχοντας ανάγκη, το βασικό έργο του είναι η βοήθεια των ανθρώπων να έχουν γνώση και συνειδητή παρουσία στον ναό, όπως και χριστιανικό βίωμα στην καθημερινότητά τους.
Η συνηθισμένη έκφραση της εποχής μας: «τον Θεό τον πιστεύω, αλλά με την Εκκλησία δεν θέλω να έχω κάποια σχέση» έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω. Ο καθένας έχει την δυνατότητα να μιλά, να απευθύνεται, να προσεύχεται στον Θεό με κάποιο προσωπικό τρόπο, αλλά ο Ίδιος ο Θεός έχει ορίσει τον θεσμό της ιερωσύνης και αυτό φαίνεται σε πολλά χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ο Ίδιος προσκαλεί ορισμένους ανθρώπους να τον υπηρετήσουν. Ωστόσο, κάποιοι κληρικοί μπορεί να κάνουν κάποιο λάθος ή να εκφύγουν της αποστολής τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι η Εκκλησία δεν έχει την αλήθεια, ούτε ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Είναι μια λανθασμένη προσέγγιση να απομακρύνεσαι από την Εκκλησία, πού είναι το πνευματικό σου σπίτι, επειδή κάποιος κληρικός έκανε κάποιο λάθος. Η Εκκλησία, ως κοινότητα, ως Σώμα Χριστού, έχει την αλήθεια. Τα Μυστήρια που τελούνται σε αυτήν δίνουν την αναγκαία χάρη, δύναμη, ευλογία και εν τέλει σωτηρία του ανθρώπου. Δεν υπάρχει η έκφραση «πιστεύω με τον δικό μου τρόπο». Είναι μια αρκετά ριψοκίνδυνη προσέγγιση αυτή, σχεδόν επικίνδυνη. Οι άγιοι ως μέλη της Εκκλησίας μας έχουν δείξει τον τρόπο της σωτηρίας. Ακολουθούμε τα ίχνη τους και ζητούμε για να αναγνωρίζουμε τις πρεσβείες τους.