Ἀκούσαμε σήμερα στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὸν Κύριό μας νὰ λέγει καὶ πάλι μία παραβολή, γιὰ τὴν ὁποία ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ αἴτημα ἑνὸς ἀνθρώπου· νὰ πεῖ στὸν ἀδελφό του νὰ μοιρασθεῖ μαζί του τὴν κληρονομιά, δηλαδή, ὁ ἀδελφός του νὰ τοῦ δώσει τὸ μερίδιό του. Μὲ τὴν ἐρώτησή του, ποιός τὸν ὅρισε νὰ δικάσει ἢ νὰ διαμοιράσει στὰ δύο ἀδέλφια, ποὺ εἶναι κατ’ οὐσίαν ἄρνηση, ὁ Κύριος εἶπε μία μεγάλη ἀλήθεια: Νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ κάθε ἴχνος πλεονεξίας, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πόσο μεγάλη περιουσία ἔχει. Ὁ Κύριος τονίζει νὰ φυλαγόμαστε «ἀπὸ πάσης πλεονεξίας». Μὲ αὐτὸ καταδεικνύει ὅτι πλεονέκτης μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἕνας πτωχός, ποὺ ἐπιθυμεῖ πολλά· ὄχι μόνον ἕνας πλούσιος ποὺ ἔχει πολλά. Προέχει νὰ εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, ποὺ φθείρει τὴν ψυχή μας, ὅσο μικρὴ καὶ ἂν εἶναι.
Τότε, ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολή, ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς παραβολὴ τοῦ ἄφρονος, τοῦ ἀνόητου, πλουσίου. Μὲ αὐτὴν ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο καὶ τὴ φθορά, ποὺ προκαλεῖ ἡ πλεονεξία.
Μία χρονιὰ τὰ χωράφια κάποιου πλουσίου ἦσαν γόνιμα καὶ ἔφεραν πλούσιο καρπό. Καὶ ὅμως, αὐτὰ τὰ πλούτη, ποὺ δὲν ἦσαν ἀπὸ ἀδικίες ἀλλὰ ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔφεραν τὴν εὐτυχία στὸν πλούσιο. Τὸν εὐλόγησε ὁ Θεὸς ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιό του γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρέχει καὶ στοὺς καλοὺς καὶ στοὺς κακούς. Ἴσως αὐτὴ ἡ εὐλογία νὰ ἦταν καὶ ἕνα κίνητρο γιὰ νὰ ἐλεήσει ὅσους δὲν εἶχαν. Ἐπιπλέον δὲν εἶχε καμία δικαιολογία γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἄσπλαχνος. Ἀντί, λοιπόν, νὰ αἰσθάνεται εὐτυχισμένος καὶ ἱκανοποιημένος, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα του, νὰ τὸν ἀπασχολεῖ πολὺ τὸ τί νὰ κάνει, γιατί δὲν ἔχει ποῦ νὰ συγκεντρώσει τὰ περισσότερα γεννήματα. Σκέφθηκε καὶ τελικὰ ἀποφάσισε νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες ποὺ εἶχε καὶ νὰ φτιάξει πιὸ εὐρύχωρες. Ἐκεῖ θὰ μπορέσει νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς καρπούς του καὶ τὰ ἀγαθά του. Βάζει τὸν ἑαυτό του σὲ καινούργιες ἔγνοιες, ἐνῶ δὲν ὑπολογίζει ὅτι τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ μὴ ἔχει τόσα γεννήματα. Ἡ ἀνοησία του φθάνει στὸ σημεῖο νὰ θεωρεῖ δικά του τὰ ἀγαθά. Λησμονεῖ ὅτι ἡ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Θεό. Πόσες φορές, ὅπως καὶ φέτος, ἡ παραγωγὴ δὲν εἶναι καλή! Ἂν ὑπάρχει ἀνομβρία, ἂν ἐπικρατήσει ξηρασία, κινδυνεύουν τὰ χωράφια νὰ μὴ ἀποδώσουν καρπούς.
Μὲ ψυχική, λοιπόν, εὐφορία τώρα ποὺ εὐφόρησαν τὰ χωράφια, προσδοκᾶ ὅτι δὲν τοῦ ἀπομένει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ πεῖ στὴν ψυχή του γιὰ τὸ μέλλον ὅτι ἔχει πολλὰ ἀγαθά, ἀποθηκευμένα γιὰ πολλὰ χρόνια· ὁπότε δὲν χρειάζεται νὰ σκοτίζεται. Θὰ ξεκουράζεται, θὰ πίνει καὶ θὰ χαίρεται. Λησμονεῖ ὁ ταλαίπωρος ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι κάτι ὑλικό. Νομίζει ὅτι εἶναι δικά του τὰ ἀγαθὰ καὶ φαντάζεται ὅτι θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμη προφθάσει νὰ πεῖ στὴν ψυχή του ὅσα εἶχε σχεδιάσει, ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: “Ἀνόητε ἄνθρωπε, αὐτὴν τὴ νύκτα ζητοῦν ἀπὸ σένα τὴν ψυχή σου. Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες τίνος θὰ εἶναι;”. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος παραθέτει τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἀντίθετα ὁ ἄδικος εἶναι σὰν νὰ χρωστάει καὶ νὰ εἶναι παραδομένος σὲ κάποιους εἰσπράκτορες. Ὅταν ὁ Κύριος περάτωσε τὴν παραβολή, εἶπε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸ θὰ συμβεῖ σὲ ὅποιον θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν συγκεντρώνει πλούτη πνευματικά, ποὺ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός· δηλαδή, δὲν ἐλεεῖ, δὲν θησαυρίζει ἐδῶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ λάβει τὸν τόκο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ κέρδος τοῦ πλεονέκτη εἶναι τὸ ἄγχος, ὁ ξαφνικὸς θάνατος, ἡ ἀπώλεια.
Ὁ Κύριος, ἀρνούμενος νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ κοσμικὸ πρόβλημα, νὰ γίνει δικαστὴς ἢ διαμεριστὴς ἀνάμεσα σὲ δύο ἀνθρώπους, μᾶς δίδαξε ὅτι οἱ κοσμικὲς ἐνασχολήσεις, οἱ διαφορὲς καὶ συναλλαγές, εἶναι ξένες πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρωτίστως τονίζει τὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀδελφότητα, ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια τῆς ἴδιας μάνας, τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀδελφότητα ὅλα τὰ ἄλυτα κοινωνικὰ προβλήματα λύνονται, μὲ κατανόηση καὶ δικαιοσύνη. Ἡ πλεονεξία δὲν μᾶς ὁδηγεῖ πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο στὴν ἀποξένωση, στὴν ἀγχώδη ζωή, στὸν παραλογισμό. Εἶναι μία καθαρὴ τρέλλα.
Πράγματι ἡ πλεονεξία εἶναι τρέλλα. Εἶναι ἀδιέξοδη, χωρὶς λύση. Μόνο προβλήματα μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ. Μόνο ταλαιπωρεῖ καὶ βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀρρωσταίνει. Ἐνῶ νομίζει ὅτι παίρνει ἕνα φάρμακο ποὺ θὰ τὸν ὠφελήσει, αὐτὸ τὸ φάρμακο τῆς πλεονεξίας αὐξάνει τὴν ἀρρώστιά του. Ὅσο περισσότερα ἀποκτήσει ὁ πλεονέκτης, τόσο πιὸ πολλὰ θὰ θέλει νὰ ἔχει. Κάνει σχέδια, ὄνειρα, ἀλλὰ ξεχνᾶ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν εἶναι στὰ χέρια μας. Τώρα ποὺ ἔχει πιὸ πολλά, τώρα φοβᾶται πιὸ πολύ. Ἡ ζωή του κινδυνεύει περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρίν. Φοβᾶται τοὺς κλέφτες, τοὺς ἀπατεῶνες ποὺ θὰ τὸν ξεγελάσουν, τοὺς διαρρῆκτες. Ἔχει χάσει τὸν ὕπνο του καὶ τὴν ἡσυχία του. Καὶ ἐπιπλέον ἔχει γίνει καχύποπτος καὶ σκληρός. Ὅμως ἡ πλεονεξία μόνο καλὴ δὲν εἶναι καὶ γιὰ τὴν κοινωνία. Ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου τὸν καθιστᾶ σκληρό, ἀνάλγητο, ἀδιάφορο γιὰ τὸν πτωχό καὶ τὸν ἀνήμπορο. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ διαθέσει τὰ περισσεύματά του γιὰ ὅσους τὰ χρειάζονται, τὰ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Οἱ καρποί του στὴν πραγματικότητα εἶναι ἄκαρποι. Ὄντως εἶναι μάστιγα γιὰ τὴν κοινωνία. Θεοποιεῖ τὰ πλούτη του καὶ γίνεται ἀχάριστος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ δίνει τὰ πλούτη. Δικό μου τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, λέγει ὁ Θεός. Ἐμεῖς εἴμαστε διαχειριστὲς ὅσων μᾶς δίνει. Στὴν οὐσία, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία. Λατρεύουμε τὸν μαμωνᾶ καὶ ὄχι τὸν Χριστό. Καὶ ἐπὶ πλέον δὲν ὑπολογίζουμε ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν μᾶς φέρνουν τὴν εὐτυχία.
Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἔχουν σχετικὴ ἀξία. Ἡ αὐτάρκεια εἶναι τὸ πᾶν. Τὸ κυνήγι τοῦ πλούτου δὲν ἔχει τέλος. Κυνηγᾶμε πράγματα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ φθάσουμε. Ἡ διαμονή μας δὲν εἶναι ἐδῶ. Εἶναι στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας μποροῦμε νὰ κάνουμε φίλους, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Χριστός. Μὲ ὅσα μᾶς περισσεύουν, μποροῦμε νὰ χορτάσουμε τοὺς πεινασμένους, νὰ φροντίσουμε τοὺς ἀνήμπορους, αὐτοὺς τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ κόσμος περιφρονεῖ. Τὸ δικό μας θησαυροφυλάκιο εἶναι τὰ στόματα τῶν πεινασμένων. Ἐδῶ δανείζουμε στὸν Θεό, τὸν τόκο τὸν εἰσπράττουμε στὴν αἰώνια ζωή. Ἂς κάνουμε, λοιπόν, ὀφειλέτη τὸν Κύριό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώσει στὴ μέλλουσα κρίση. Εἶναι δίκαιος καὶ μισθαποδότης γίνεται. Τὸν μισθό μας δὲν θὰ τὸν χάσουμε. Εἶναι ἐκεῖ στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ κατατεθειμένος, ὄχι ἄτοκος, ἀλλὰ μὲ τόκο πολλαπλάσιο. Αὐτὸν τὸν τόκο θὰ μᾶς δώσει ὁ δίκαιος Κριτής, ὁ ὁποῖος ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμή