Του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα*
«Του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια», γράφει ο Καβάφης το 1925 στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό».
Αναφέρεται, με αφορμή τη στέψη αυτοκράτορα, σε μία δύσκολη εποχή, από την πορεία της υποστατικής ταυτότητας του ελληνισμού.
Κατακερματισμένος στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461), στο δεσποτάτο του Μυστρά (1262-1460) και στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1479), με νόμιμο και κανονικό αυτοκράτορα, όπως πάντοτε, τον κυρίαρχο και κάτοχο της Κωνσταντινούπολης, Ιωάννη Καντακουζηνό (1341-1354), που ανήλθε στον θρόνο και στέφθηκε αυτοκράτορας έπειτα από εμφύλιο, ενώ εκουσίως αποσύρθηκε από τα εγκόσμια και εκοιμήθη ως μοναχός Ιωάσαφ.
Ο Καβάφης τού αφιερώνει και ένα άλλο ποίημα: «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» (1924).
Είναι τυχαίο ότι ο Αλεξανδρινός ασχολείται σε δύο ποιήματά του, με έναν αυτοκράτορα, φίλο του ησυχασμού; Σε άλλο ποίημά του «Στην Εκκλησία» (1912) ο νους του «πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό», τότε που ο Οικουμενικός Πατριάρχης έστεφε τους αυτοκράτορές μας και τις αυτοκρατόρισσές μας όχι «με λίθους τεχνητούς, ένα σωρό κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια».
Για τον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό» ο Καβάφης γράφει το 1913, όταν έχουμε τους Βαλκανικούς πολέμους, με τις ένδοξες προελάσεις του ελληνικού στρατού στην Ηπειρο και τη Μακεδονία.
Τρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1925, θα γράψει περί «του ταλαιπώρου κράτους μας», ενώ ξεκαθαρίζει ότι «τίποτε το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά».
Στον αιώνα της εθνικής μας ολοκλήρωσης (1821-1923), που σφραγίστηκε με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων (1948), συσσωρεύεται στην ελληνική επικράτεια το όλον πολιτιστικό και πνευματικό δυναμικό του γένους μας, της Ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού.
Το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο» γραφόταν και ξαναγραφόταν για έναν αιώνα, από τη μία γενιά στην άλλη, για να διαμορφωθεί το σημερινό Ελληνικό Κράτος. Σε όλα τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων και στα καθ’ ημάς, ακολουθήθηκε, εν μέσω μικρών ή μεγάλων εθνοκαθάρσεων και εθνοκτονιών, η εθνική ομογενοποίηση των ελληνοφώνων, ελληνιζουσών, ελληνοπρεπών και ελληνικών διάσπαρτων κοινοτικών πυραμίδων, από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, αλλά και από όλα τα Βαλκάνια με όριο τον Δούναβη.
Μεταξύ αυτών και βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, τουρκόφωνοι, απαξάπαντες Ορθόδοξοι, με κορυφαία στον εθνικό, θρησκευτικό κατ’ ακρίβεια, πυρρίχιο του 1821 την αρβανιτιά. Πολεμούσαν τους αλλοπίστους ως ορθόδοξοι χριστιανοί κι ας μη γνώριζαν οι πολλοί ελληνικά.
Η πολιτιστική μας ταυτότητα ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, εξαπλώθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους με τον Μέγα Αλέξανδρο, στην τότε γνωστή Οικουμένη, για να εξελιχθεί, να διαμορφωθεί, να μεγαλουργήσει και να εξαπλωθεί με την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Βυζάντιο.
Διαφυλάχθηκε, εν μέσω των περιπετειών της ιστορίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η πολιτιστική μας ταυτότητα, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεχίζει να πορεύεται στο Ελληνικό Κράτος, που με πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέκτησε γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δεν είναι όμως η πρώτη γυναίκα που ανέρχεται στην κορυφή της κρατικής μας οντότητας. Στο Γένος μας, της Αικατερίνης προηγήθηκαν η Ειρήνη η Αθηναία (797-802), η οποία συγκάλεσε και Οικουμενική Σύνοδο, η Ζωή (1028-1050), που κυβέρνησε με συμβασιλείς – συναυτοκράτορες και η Θεοδώρα (1055-1056).
Η Αικατερίνη είναι η τέταρτη γυναίκα που ανέρχεται στην κορυφή της πυραμίδας στη μακραίωνη πολιτιστική μας πορεία.
Η γείτων Τουρκία με βεβαιότητα προβάλλει, προσβλέπει, ταυτίζεται και διεκδικεί το αυτοκρατορικό και οθωμανικό της παρελθόν. Σε όσους από τους καθ’ ημάς αρνούνται τη δυναμική και οργανική μας σχέση με το Βυζάντιο, δηλαδή την αυτοκρατορία μας ή περιορίζονται μόνο στην αρχαιοελληνική παράδοση, αλλά και σε εκείνους που θεωρούν ότι το αύριο και το μέλλον του πολιτισμού μας ευρίσκεται στη διαμόρφωση «ουδετερόθρησκων» κρατικών δομών, ο Καβάφης απαντάει σαφέστατα αλλά και καυστικά, με τη δίστομη ρομφαία: «Ουκ έγνως» (1928).
«Για τις θρησκευτικές μας δοξασίες – / ο κούφος Ιουλιανός είπεν “Ανέγνων, έγνων,/ κατέγνων”. Τάχατες μας εκμηδένισε / με το “κατέγνων” του, ο γελοιωδέστατος. / Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς / τους Χριστιανούς. “Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, / ουκ αν κατέγνως” απαντήσαμεν αμέσως».
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή