Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”
Αγαπημένος αββάς του Γεροντικού ο όσιος Αμμούν (τέλος 3ου-μέσα 4ου αι.), σχετίστηκε όχι μόνο με τον άγιο μέγα Αντώνιο, αλλά και με την ίδρυση των λεγομένων Κελλίων της περιοχής της Νιτρίας. Ένα περιστατικό μάλιστα των Αποφθεγμάτων του Γεροντικού μάς φέρνει σε επαφή με το αγιασμένο πνεύμα και των δύο αυτών μεγάλων οσίων.
«Ο αββάς Αμμούν ο Νιτριώτης επισκέφτηκε τον αββά Αντώνιο και του λέγει: “Εγώ καταβάλλω περισσότερο κόπο από εσένα και πώς το όνομά σου δοξάστηκε από τους ανθρώπους παραπάνω από το δικό μου;” Του λέγει ο αββάς Αντώνιος: “Επειδή εγώ αγαπώ τον Θεό περισσότερο από σένα”».
(α) Είναι ευνόητο καταρχάς ότι η ερώτηση του αββά Αμμούν προς τον άγιο Αντώνιο δεν υποκρύπτει έναν «πληγωμένο» εγωισμό, όπως ίσως ένας αμύητος στην πίστη θα ισχυριζόταν. Η επιδίωξη της δόξας των ανθρώπων θεωρείται από τους αγίους μας, και μάλιστα τους παλαιούς αββάδες που είχαν φθάσει σε μεγάλα ύψη αγιότητας, ό,τι χειρότερο μπορεί να τους συμβεί, διότι πηγάζει από τη δαιμονική υπερηφάνεια, αυτήν που έριξε από τους ουρανούς και τον ίδιο τον αρχάγγελο Εωσφόρο. Κι ακόμη: ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ότι η επιδίωξη αυτή αποτελεί άρνηση και ακύρωση της πίστης προς τον Θεό – όποιος επιδιώκει την ανθρώπινη δόξα δεν μπορεί να πιστέψει σ’ Αυτόν! «Πώς μπορείτε να πιστεύετε, την ώρα που αποδέχεστε τη δόξα των ανθρώπων και δεν επιζητείτε τη δόξα του Θεού;»
Ο αββάς Αμμούν λοιπόν με την ταπεινή και αγιασμένη ζωή δεν κινείται από τέτοιο πάθος. Απλώς χρησιμοποιεί τη «μέθοδο» που έχουν υποδείξει οι άγιοί μας: για να μπορέσουν να δρέψουν λίγο από τα άνθη αγιότητας ενός πνευματικού Πατέρα οι θεωρούμενοι κοντινοί ή μακρινοί μαθητές του πρέπει να τον… προκαλέσουν∙ να τον ρωτήσουν∙ να τον… στριμώξουν! Γιατί; Διότι ο ταπεινός άγιος δεν αποκαλύπτει τίποτε από τη ζωή του. Το αντίθετο μάλιστα: την αποκρύπτει, σε βαθμό που ορισμένοι από αυτούς παρουσίαζαν εικόνα «σαλού», για να μην περιπέσουν στον πειρασμό της κενοδοξίας. Λοιπόν, ο Αμμούν, με γνώση της τακτικής απόκρυψης και του αγίου Αντωνίου, τον προκαλεί. Ακριβώς για να αποκαλυφθεί η μεγάλη και αγία ψυχή του Αντωνίου. Και το καταφέρνει! Η απάντηση του Αντωνίου αποτελεί έναν θησαυρό της Πατερικής Γραμματείας – προεκτείνει εμπειρικά τον λόγο της ίδιας της αγίας Γραφής και της Αποστολικής παράδοσης. «Αγαπώ τον Θεό περισσότερο από εσένα!»
(β) Και η απάντησή του συνιστά κριτήριο για την όλη πνευματική ζωή: ό,τι προσδιορίζει τη χριστιανικότητα κάποιου είναι όχι οι ασκητικές προσπάθειες, όχι το τεράστιο ίσως κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, όχι η ιεραποστολική δράση μέχρι βαθμού θυσίας, αλλά «το ποσόν και το ποιόν της αγάπης προς τον Θεό» (όσιος Πορφύριος)! Που σημαίνει: αν ποιητικό αίτιο και της όποιας σκληρής άσκησης και του όποιου φιλανθρωπικού και ιεραποστολικού έργου δεν είναι η αγάπη προς τον Θεό, τότε ολίγη ή μηδαμινή σημασία έχει. Ο Κύριος, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το τονίζει απολύτως: «Να αγαπήσεις Κύριο τόν Θεό σου εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος και τον πλησίον σου ως τον εαυτό σου». Λοιπόν, ο άγιος Αντώνιος μαρτυρεί αυτό που θεωρείται το καίριο και το βασικότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Είναι συγκλονιστικό και προκαλεί φόβο μάλιστα αυτό που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης στην Α΄ Κορινθίους.: «Κι αν μοιράσω όλα τα υπάρχοντά μου κι αν παραδώσω το σώμα για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, ουδέν ωφελούμαι!» Να δίνεις τα πάντα για τον άλλο, να θυσιάζεσαι για τον Θεό, να δίνεις και τη ζωή σου ακόμη, και η προσφορά και η θυσία αυτή να θεωρούνται ανώφελες! Τι τραγικότερο;
(γ) Με τον λόγο του αυτόν ο Αντώνιος επισημαίνει όχι μόνο τη βάση των πάντων, την αγάπη, μα παράλληλα και τη διαβάθμιση που υπάρχει σ’ αυτήν: αγαπάει κανείς τον Θεό (συνεπώς και τον συνάνθρωπό του και τα πάντα), αλλά υπάρχει άλλος που μπορεί να Τον αγαπάει περισσότερο, κι άλλος ακόμη πιο πολύ κ.ο.κ. – ό,τι επίσης απεκάλυψε ο Κύριος και στις παραβολές των ταλάντων και του καλού σπορέως. «Αλλού καρποφορεί τριάντα, αλλού εξήντα, αλλού εκατό». Υπάρχει λοιπόν διαβάθμιση και στην αγιότητα, κάτι που θυμίζει την επισήμανση πολλών αγίων ότι ο χριστιανός περνάει για την πνευματική του προκοπή από τις φάσεις του δούλου, του μισθωτού, του γνησίου υιού. Δούλος είναι αυτός που επιτελεί τις εντολές του Θεού από τον φόβο της τιμωρίας, μισθωτός αυτός που τις επιτελεί από την ελπίδα της ανταπόδοσης, γνήσιος υιός αυτός που κινείται από αγάπη προς τον Πατέρα του!
(δ) Και να σημειώνουμε με έμφαση ότι η απάντηση του αγίου Αντωνίου στηρίζεται στην ίδια την Αγία Γραφή, όπως άλλωστε το σημείωνε εξίσου στον κάθε λόγο του: «Ό,τι σκέπτεστε και κάνετε, να το στηρίζετε στην Αγία Γραφή». Τον λόγο του Χριστού και των αγίων Αποστόλων και των προγενεστέρων Πατέρων από τον ίδιο φανέρωνε ο μέγας Γέρων, έχοντας βεβαίως υπ’ όψιν και το αποτέλεσμα: ότι η αγάπη προς τον Θεό βιούμενη από τον πιστό, τον οδηγεί εκεί που υποσχέθηκε ο Κύριος: σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό – ο πιστός γίνεται ένα με τον Θεό του, έχοντας ένοικο και σύνοικο και σπίτι και νυμφίο και τροφή και ρίζα και ένδυμα και Πατέρα και Μητέρα και αδελφό και αδελφή και οτιδήποτε άλλο, τον Ίδιο. Ο αγαπών τον Θεό γίνεται ένας άλλος Θεός επί της γης!