Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου, δικηγόρου, λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Διπλή αφορμή επανέφερε προσφάτως στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το ζήτημα της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών: Από τη μια μεριά, η απόφαση (94/2015) της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία κρίθηκε ότι η δήλωση πως οι γονείς του μαθητή (αν είναι ανήλικος) επιθυμούν την απαλλαγή του από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, υπό την ουσιαστική έννοια του όρου, χωρίς, επομένως, να απαιτείται δήλωση ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Από την άλλη, οι δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας, η οποία εξέφρασε την πρόθεση να καταργήσει τη δήλωση απαλλαγής, θεωρώντας αρκετή την απλή αναφορά του μαθητή ή του γονέα του.
I. Είναι γεγονός ότι η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών συνδέεται αναγκαίως με τη φύση και το περιεχόμενό του και ειδικώς τόσο με την κατηχητική ή θρησκειολογική διάστασή του όσο και με την υποχρεωτικότητα ή προαιρετικότητα της διδασκαλίας του.
Η Αρχή Προστασίας, με απόφασή της ήδη από το έτος 2002, είχε συστήσει προς το υπουργείο Παιδείας να τροποποιήσει το καθεστώς απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο προϋπέθετε αναγκαίως δήλωση ότι ο μαθητής είναι άθρησκος, ετερόδοξος ή αλλόθρησκος, ώστε να αρκεί απλώς η επίκληση γενικότερων πεποιθήσεων των γονέων και να μην επιβάλλεται οποιαδήποτε διευκρίνιση ως προς το θρήσκευμα.
Ο Συνήγορος του Πολίτη ασχολήθηκε, το πρώτον, με το ζήτημα, το ίδιο έτος (2002), και επεσήμανε σχετικώς ότι το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιβάλλουν την απαλλαγή των ετερόθρησκων μαθητών από την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, χωρίς η απαλλαγή αυτή να συνοδεύεται από οποιαδήποτε επαχθή προϋπόθεση, όπως η αποκάλυψη από τον μαθητή των πραγματικών θρησκευτικών του πεποιθήσεων, η οποία συνιστά προσβολή της αρνητικής θρησκευτικής ελευθερίας. Ακολούθως, μετά την έκδοση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση «Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδος» (21/2/2008), όπου κρίθηκε, με αφορμή τη διαδικασία επιλογής μη θρησκευτικού όρκου, ως αθέμιτη η αξίωση (ακόμα και αρνητικής) γνωστοποιήσεως πεποιθήσεων ως προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος, ο Συνήγορος του Πολίτη θεώρησε αναπόφευκτη την επανεξέταση του καθεστώτος της απαλλαγής.
II. Το καλοκαίρι του έτους 2008, το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε δύο εγκυκλίους, σύμφωνα με τις οποίες για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών αρκεί απλή δήλωση των μαθητών ότι δεν επιθυμούν, για λόγους συνειδήσεως, την παρακολούθησή του, χωρίς να αξιώνεται συγχρόνως από αυτούς θετική ή αρνητική δήλωση του θρησκεύματος. Ωστόσο, ακολούθως, εξεδόθη, διευκρινιστικώς, νεώτερη εγκύκλιος, σύμφωνα με την οποία οι μη Ορθόδοξοι –ήτοι, αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι–, οι οποίοι απαλλάσσονται για λόγους συνειδήσεως από το μάθημα των Θρησκευτικών, παρακολουθούν τη συγκεκριμένη ώρα υποχρεωτικώς τη διδασκαλία διαφορετικού διδακτικού αντικειμένου σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξεως. Με την τελευταία αυτή εγκύκλιο φαίνεται να καταργήθηκαν σιωπηρώς οι αμέσως προηγούμενες και, επομένως, το δικαίωμα απαλλαγής να επιφυλάσσεται μόνο για τους μη Ορθόδοξους μαθητές.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, με αφορμή την τρίτη κατά σειρά εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας, διατύπωσε εκ νέου, και μάλιστα ανεπιφυλάκτως αυτήν τη φορά, τη θέση του ότι η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να γίνεται απροϋποθέτως, με μόνη την επίκληση λόγων συνειδήσεως, και το σχετικό δικαίωμα αφορά σε όλους ανεξαιρέτως, επομένως ακόμα και Ορθόδοξους μαθητές. Η άποψη αυτή του Συνηγόρου του Πολίτη προκάλεσε την αντίδραση του (τότε) υπουργού Παιδείας, Ευριπίδη Στυλιανίδη, ο οποίος απέδωσε στην Ανεξάρτητη Αρχή «υπέρβαση των ορίων της θεσμικής της αρμοδιότητας».
Ο Συνήγορος του Πολίτη διατύπωσε τη θέση του ότι η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να γίνεται απροϋποθέτως, με μόνη την επίκληση λόγων συνειδήσεως, και το σχετικό δικαίωμα αφορά σε όλους ανεξαιρέτως
III. Το όλο ζήτημα απασχόλησε, προ τριετίας, και τη νομολογία. Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο Χανίων (115/2012), αφού υπογράμμισε την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών, έκρινε, μεταξύ άλλων, αφενός ότι δικαίωμα απαλλαγής από αυτό έχουν μόνο οι ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι μαθητές, αφετέρου πως στην οικεία δήλωση απαλλαγής αρκεί η αναφορά ότι ο μαθητής δεν είναι Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, χωρίς να είναι αναγκαία η μνεία του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός εάν το επιθυμεί… Στοιχείται, επομένως, η απόφαση με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, ήδη από το 1995, είχε κρίνει παρομοίως.
Μια πρώτη απόπειρα να ενσωματωθεί το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως στη σχολική πρακτική έγινε με εγκύκλιο (2013) του υπουργού Παιδείας, Κων. Αρβανιτόπουλου. Ωστόσο, η προσθήκη στη δήλωση απαλλαγής της αναφοράς ότι η απαλλαγή χορηγείται, πέραν της περιπτώσεως που ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, διαζευκτικώς (και) με την απλή επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως, δημιούργησε την εντύπωση ότι δικαιούχοι της απαλλαγής μπορούσαν να είναι και Ορθόδοξοι μαθητές, γεγονός το οποίο συνιστούσε διαφοροποίηση προς την παραπάνω δικαστική κρίση.
Τελικώς, σε εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, εκδόθηκε προσφάτως (2015) εγκύκλιος του τότε υπουργού επί της Παιδείας, Ανδρέα Λοβέρδου.
IV. Είναι γεγονός ότι κάθε δημοκρατικό κράτος, ακόμα και σε κοινωνίες με υψηλό βαθμό εκκοσμικεύσεως, είναι υποχρεωμένο να παίρνει θέση απέναντι στη θρησκευτική ετερότητα. Είναι υποχρεωμένο, με άλλα λόγια, να διαχειριστεί τις σχέσεις του με τις κοινότητες της κυρίαρχης θρησκείας, που έχουν διαμορφώσει διά μέσου των αιώνων την κοινωνική, ηθική ή και πολιτική ζωή. Εξ αυτού, έπεται ότι το κράτος έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος ως προς τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση.
Η ύπαρξη στην ελληνική έννομη τάξη της ρυθμίσεως περί επικρατούσας θρησκείας (άρθρο 3 του Συντάγματος) γίνεται δεκτό ότι έχει ως πεδίο εφαρμογής το οργανωτικό μέρος του πολιτεύματος (π.χ., ως προς τη νομική μορφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας) και τους σκοπούς που το κράτος υποχρεούται να υπηρετεί (π.χ., στο πλαίσιο της εκπαιδεύσεως), αλλά δεν εκτείνεται σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, πολύ περισσότερο δεν νομιμοποιεί διακρίσεις σε βάρος πιστών άλλων, πλην της επικρατούσας, θρησκειών. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 3, παρ. 1 και 16, παρ. 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, ως εκ της προνομιακής θέσεως της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να γίνεται κυρίως με βάση την Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και τη συμβολή της στην ιστορία, στο ήθος και στην ελπίδα αυτού του τόπου.
Κατά λογική ακολουθία, το μάθημα των Θρησκευτικών, ως εκ του υποχρεωτικού χαρακτήρα του, πρέπει να παρέχει γνώσεις οι οποίες, σε πρώτο επίπεδο, θα αφορούν στην εξοικείωση του μαθητή με τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν προεχόντως την ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου, «ως πίστη, λατρεία, ζωή, τέχνη και πολιτισμό» και τα οποία (συν)διαμόρφωσαν την πολιτιστική μας ταυτότητα, ενώ, σε δεύτερη φάση, και οπωσδήποτε στις ανώτερες βαθμίδες της μέσης εκπαιδεύσεως, πρέπει να περιλαμβάνει αναγκαίως και αναφορές, κατά τρόπο αντικειμενικό και διόλου απαξιωτικό, στην ιστορική παρουσία των λοιπών θρησκευτικών κοινοτήτων και δοξασιών. «Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται η θεώρηση του μαθήματος υπό τον μανδύα μιας ομολογιακής μονομέρειας ή μιας απλής θρησκειολογικής πληροφορήσεως, δεδομένου ότι ο κατηχητικός ή ομολογιακός χαρακτήρας κάθε διδασκαλίας ανήκει στον φυσικό βιωματικό χώρο της εκκλησιαστικής κοινότητας» (Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, στον τόμο «Τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο», 2013). Σε κάθε περίπτωση, το μάθημα των Θρησκευτικών αδικείται κατάφωρα όταν αντιμετωπίζεται περιχαρακωμένο στις σχηματοποιήσεις είτε του κατηχητισμού είτε της θρησκειολογίας.
Επειδή, όμως, και στην περίπτωση αυτή, το μάθημα θα διακρίνεται, ως εκ της εμφάσεως στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία, από μια μερική και ασφαλώς όχι πλήρη θρησκευτική ουδετερότητα, θα πρέπει να προβλέπεται, κατ’ ενάσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13, παρ. 1του Συντάγματος), η δυνατότητα για τους ετερόδοξους ή/και αλλόθρησκους μαθητές εξαιρέσεως και απαλλαγής από τη συμμετοχή τους σε αυτό. Πλην όμως, η απαλλαγή δεν πρέπει να γίνεται απροϋποθέτως, με μόνη, δηλαδή, την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως.
Αντιθέτως, αναγκαία και ικανή συνθήκη για την τυχόν χορήγηση της απαλλαγής θα πρέπει να είναι, τουλάχιστον, η προηγούμενη οικειοθελής δήλωση του ετερόδοξου ή αλλόθρησκου μαθητή ότι δεν είναι Ορθόδοξος. Άλλωστε, η απροϋπόθετη απαλλαγή «μπορεί να οδηγήσει βαθμιαίως σε ένα σύστημα παροχής της μέσης εκπαιδεύσεως a la carte» (Ι. Μ. Κονιδάρης, «Το Βήμα της Κυριακής», 10/8/2008), κίνδυνος ο οποίος δεν πρέπει αφελώς να αγνοείται…
Με τη δήλωση, μάλιστα, του μαθητή ότι δεν είναι Oρθόδοξος ουδόλως προσβάλλεται η αρνητική θρησκευτική ελευθερία του, υπό την έκφραση της μη αποκαλύψεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς η συνταγματική προστασία λειτουργεί, όπως, άλλωστε, και κάθε ατομικό δικαίωμα, σε περίπτωση που η προσβάλλουσα το δικαίωμα συμπεριφορά της Πολιτείας είτε κατατείνει ευθέως στην παραβίασή του είτε, πάντως, μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει στη δημιουργία απαγορευμένων διακρίσεων με βάση το θρήσκευμα. Τέτοια περίπτωση, πάντως, δεν συντρέχει όταν η δήλωση του θρησκεύματος γίνεται όχι για τη δημιουργία δυσμενών διακρίσεων, αλλά, όπως εν προκειμένω, για τη διευκόλυνση στην άσκηση δικαιωμάτων και την απόδειξη έννομων σχέσεων…
V. Ο καθηγητής Ι. Μ. Κονιδάρης, σε συνέντευξή του («Κιβωτός της Ορθοδοξίας», 29/10/2015, σ. 14-15), κατέθεσε μια ρηξικέλευθη όσο και πρακτική πρόταση. Πεπεισμένος ότι, ιδίως στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, οι γονείς ζητούν την απαλλαγή των παιδιών τους από το μάθημα των Θρησκευτικών όχι διότι δεν είναι πιστά μέλη της Εκκλησίας, αλλά για να τα διευκολύνουν στην προσπάθειά τους να επιτύχουν στις εξετάσεις για τις ανώτατες σχολές, πρότεινε η ίδια η Εκκλησία να πάρει την πρωτοβουλία και να δηλώσει ότι δεν χρειάζεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στην τελευταία τάξη του Λυκείου…
Δεν χωρεί, πάντως, αμφιβολία ότι ουδείς αμφισβητεί την αναγκαιότητα και την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Άλλωστε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, μεταξύ των σκοπών της Παιδείας καταλέγεται η ανάπτυξη, πλην της εθνικής και της θρησκευτικής συνειδήσεως. Συνεπώς, η όποια νομική διχοστασία για τη δυνατότητα και τους όρους της απαλλαγής δεν πρέπει να οδηγήσει σε βεβιασμένες λύσεις, που θα εξασφαλίζουν ίσως τον τύπο, θα ακυρώνουν όμως την ουσία…