Στις αρχές τον 1823, είχε ωριμάσει πια η σκέψη για την οργάνωση ενός φιλελληνικού σωματείου, στο Λονδίνο, το οποίο, όντως σχηματίστηκε από τον Εdward Blaquiere, με τη συνεργασία επιλέκτων μελών της αγγλικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, με την επωνυμία «Ελληνική επιτροπή του Λονδίνου (Landan Greek Cammittee), η οποία ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, στον τομέα της δανειοδότησης της Ελλάδας από την Αγγλία.
Από τις πρώτες φιλελληνικές ενέργειες της επιτροπής ήταν η συγκέντρωση χρημάτων και η ίδρυση τοπικών επιτροπών και σε άλλες πόλεις της Αγγλίας και η διαφήμιση και η προάσπιση τον ελληνικού Αγώνα. Αμέσως, συστήθηκε μια φιλολογική υποεπιτροπή της οποίας έργο ήταν να παρακολουθεί τα δημόσια έντυπα, να ετοιμάζει άρθρα και φυλλάδια με φιλελληνικό περιεχόμενο και να απαντά στις αρνητικές κρίσεις κατά της ελλ. εξεγέρσεως. Τα μέλη του Κομιτάτου, πιστεύοντας ότι η απόκτηση και περισσότερο η διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας ενός λαού βασίζεται στην ατομική ελευθερία, φρόντισαν ιδιαίτερα για να συμβάλουν στην οργάνωση ενός ευνομουμένου κράτους.
Ειδικότερα, την Επιτροπή απασχόλησαν ο συνταγματικός χάρτης της αναγεννωμένης Ελλάδας, η εκπ/ση, ο τύπος και προπαντός η ελευθεροτυπία, οι επικοινωνίες και η κοινωνική πρόνοια. Το έργο της Επιτροπής βοήθησε τα μέγιστα η συμμετοχή τον λόρδού Βύρωνος, ο οποίος, παρακινούμενος από τον Blaquire, Θα κατέβει στην Ελλάδα ως επίσημος αντιπρόσωπος της Επιτροπής του Λονδίνου, χωρίς όμως να είναι σαφής ο ακριβής του ρόλος. Μαζί ταυ, έφερε δυο μικρά κανόνια, πολλά κιβώτια με φάρμακα και χρηματικά ποσά σε μετρητά και επιταγές.
Ο Τζώρτζ Γκόρντον Μπάιρον γεννήθηκε, στις 22 Ιανουαρίου του 1788, στο Λονδίνο. Τα παιδικά τον χρόνια έζησε με τη μητέρα τον στο Άμπερντήν (Σκωτία). Το 1798, σε ηλικία 10 ετών, κληρονόμησε, από τον πρεσβύτερο αδελφό του πατέρα του, τον τίτλο τον Λόρδου, ως έκτος βαρώνος Μπάιρον, καθώς και τον ιστορικό και
στοιχειωμένο πύργο τον Νιούστεντ (Νewstead Abbey) και τα κτήματα της οικογένειας. Τον Οκτώβριο τον 1805, ο Μπάιρον έρχεται στο Καίμπριτζ και εγγράφεται στο ονομαστό Trinίty College και, τρια χρονια αργότερα, πήρε το πτυχίο τον «μάγιστρου». Δύο μήνες μετά από την απόκτηση τον πτυχίου του, έκανε το πρώτο τον ταξίδι, στη Λισαβώνα, Σεβίλλη, Μάλτα, Αλβανία και ‘Ηπειρο, όπου φιλοξενήθηκε από ταν Αλή Πασά. Στη συνέχεια, επισκέφθηκε τους Δελφούς, την Πάτρα και, τέλος, στις 25 Δεκεμβρίου του 1809 έφθασε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα έμεινε τρεις μήνες περίπου και αναχώρησε από εκεί για τη Σμύρνη, ‘Εφεσο„ Τροία και Κων/πολη. Τον Ιούλιο του 1810 επέστρεψε στην Αθήνα κι έμεινε μέχρι τον Απρίλιο τον 1811.’Οταν επέστρεψε στην Αγγλία) έδωσε στη δημοσιότητα τα ποίημα «Χάρολντ Τσάιλντ» το οποίο δημιούργησε καταπληκτική εντύπωση. Ο ίδιος ο Βύρων: «Εξύπνησα μίαν πρωίαν ένδοξος».
Το επόμενο έτος, εδημοσίεΥσε τον «Γιαούρ», την «Νύμφην της Αβύδου», τον «Πάραν», του «Κουρσάρου». Το έργο τον άνοιξε νέους μακρινούς ορίζοντες, ρομαντικά ταξίδια, με πρωτοφανή ορμή της γλώσσας και μουσική αρμονία . ‘Υστερα από έναν ατυχή γάμο του,
αγανακτισμένος, επιχείρησε νέα ταξίδια, στο Βέλγιο, στον Ρήνα και Ρίνο τελευταίο στην Γενεύη. Συνδέθηκε, εκεί, με τον ποιητή, Σέλλεϋ και συνέχισε να γράφει ποιήματα: Το τρίτο άσμα τον «Κάρολντ Τσάιλ», τον «Φυλακισμένο του Chillon», το «’Όνειρον», το «Σανέτον εις την
λίμνην Λεμάυ» κ.ά.
Καταπονημένος από την άστατη ζωή του, θέλησε ν’ αναμειχθεί στη μεγάλη πολιτική ζύμωση των χρόνων εκείνων και να λάβει ενεργό μέρος στα επαναστατικά κινήματα της εποχής υπέρ της απελευθερώσεως των υποδούλων λαών, όπως στη συνωμοσία των «καρμπονάρων», για την απελευθέρωση της Ραβένας από τον παπικό ζυγό, (Καρμπονάροι – ανθρακείς). Οι καρμπονάροι ήταν μυστικές επαναστατικές οργανώσεις – εταιρείες τον 19ου αι., στην Ιταλία. Επηρέασαν πολλές άλλες επαναστατικές ομάδες στην Ισπανία, Γαλλία, Ρωσία (Δεκεμβριστές) και την Φιλική Εταιρεία.
Στόχοι του καρμποναρισμού: είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο – δημοκρατικό σκοπό, σε μια Ευρώπη που, μετά από τους Ναπολεοντείους πολέμους, τα μηνύματα της γαλλικής Επανάστασης
είχαν ατονήσει και οι δυνάμεις της φεουδαρχίας και του συντηρητισμού είχαν επανακτήσει τα πρωτεία).
Το 1812, στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μπάιρον, μέσα στη Βουλή των Λόρδων, υποστήριξε τούς Πουδίτες (το κίνημα των εργατών που έσπαζαν τις μηχανές των εργοστασίων, για να μην αυξηθεί η ανεργία. Δραστηριοποιούνταν στην καρδιά της Αγγλίας, στο Γιόρκ, το Μάντσεστερ και στο Νόττιγχαμ. Ξεκίνησε το 1811 και συνέχισε τη
δραστηριότητά του τα 1816, με κορύφωση το 1812).
Πάντα, είχε το νου του στην Ελληνική Επανάσταση. Σε μία συνάντηση που είχε, στην Πίζα, με ταν Αλέξ. Μαυροκορδάτο, συγκινήθηκε από τους λόγους του Μαυροκορδάτου για την Επανάσταση, όμως δεν κατέληγε σε μια απόφαση, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα σε διάφορα σχέδια. Παρακολουθούσε εν τούτοις την φιλελληνική κίνηση της Ευρώπης και εκλέχτηκε μέλος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου και,με την ιδιότητα αυτή ασχολήθηκε με τη συλλογή χρημάτων, οργάνωσε ορειβατικό πυροβολικό και υγειονομική υπηρεσία και, για να συγκεντρώσει χρήματα, πούλησε την περιουσία τον (ίππους, έπιπλα, βιβλία, θαλαμηγό).
Τέλος, στις 13 Ιουλίου 1823, με το ναυλωμένο μπρίκι (ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο του 19ου αι., με δύο κατάρτια),
«Ηρακλής», απέπλευσε για την Ελλάδα, συνοδευόμενος από του φίλο του, Τρελώνο, τον κόμιτα Γάμβα, έναν ιατρό και οκτώ υπηρέτες και, στις 3 Αυγούστου, έφθασε στην Κεφαλλονιά, επισκέφθηκε την Ιθάκη, όπου βοήθησε τους πρόσφυγες και στις 4 Ιανουαρίου αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι, όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή, αποθέωση, όλοι προσέβλεπαν σ’ αυτόν ως σωτήρα.
Από την επομένη της άφιξής του, προσπάθησε να επιβάλει πειθαρχία στα άναρχα στρατεύματα, να συμφιλιώσει τους οπλαρχηγούς, να οχυρώσει την πόλη, αλλά και να συγκροτήσει στρατό από 3 επιλέκτων ανδρών, των αποίων τη συντήρηση εξασφάλισε ο ίδιος από τα χρήματα που έδωσε στον Μαυροκορδάτο.
Ο Μπάϊρον συμμερίστηκε τις σκληραγωγίες του στρατοπέδου, μόχθησε να εκγυμνάσει τους άνδρες του, ίδρυσε με τα μηχανήματα, τα οποία έφερε, πολεμικό μηχανουργείο.
Ο ποιητής με την αχαλίνωτη φαντασία, επέδειξε, την ώρα εκείνη, βαθύ πρακτικό πνεύμα, και διαύγεια κρίσεως. Οι δραστηριότητές του αυτές τον εμπόδιζαν να συνεχίσει την ποίηση. Μόνον στις 22 Ιανουαρίου 1824, ημέρα των γενεθλίων του, έγραψε λίγους στίχους, τους τελευταίους του:
«Ζήτησε να πεθάνεις,
ως στρατιώτης,
όπως σου αρμόζει.
Κοίταξε γύρω,
διάλεξε την θέση σου
και αναπαύσου!».
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1865, ο Ερνέστος Ρενάν (1823 -1892), επισκέφθηκε την ΑΘήνα και κάτω από την επήρεια του θαυμασμού του για τον κλασικό πολιτισμό και τις αξίες του, έγραψε την «Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη», έναν ύμνο διαιώνιο, στο αίσθημα επιστροφής στα περασμένα.