Οι πτωχοί και δυστυχείς δεν έλειψαν ποτέ από τον κόσμο, ούτε και θα λείψουν. Επομένως δεν θα σταματήσει ποτέ το χρέος των ανθρώπων να αγαπούν, να ελεούν, να βοηθούν εκείνους που πονούν και υποφέρουν. Μόνον, που αυτό το χρέος δεν πρέπει να είναι προϊόν επιδείξεως ή συνηθείας. Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από την λεγόμενη «φιλανθρωπία», θα μας πει ο σύγχρονος απολογητής της πίστεως Φώτης Κόντογλου. Γι’ αυτό οι «φιλάνθρωποι» δεν γεύονται την αγάπη του Χριστού που είναι «ύδωρ ζων αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ΄ 14).
Οι δήθεν φιλανθρωπίες που κάνουν οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι δήθεν φιλάνθρωποι απέχουν από την μίμηση του φιλανθρώπου Χριστού μας. Η φιλανθρωπία δεν διατάσσεται, ούτε γίνεται μέσον κενοδοξίας. Μένει για πάντα μύρο ψυχής, που ευωδιάζει ανωτερότητα, ανθρωπισμό, καλωσύνη και ήθος, όπως το μύρο της ψυχής του ελεήμονος Γέροντος Γαβριήλ, ο οποίος με έμφαση έλεγε ότι, όλα στην πρόσκαιρη ζωή μας είναι ρευστά, είναι εφήμερα. Μετακινούνται συνεχώς και πηγαίνουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από γενεά σε γενεά, όπως η μπάλλα στα πόδια των ποδοσφαιριστών. Τίποτα σίγουρο δεν υπάρχει στην ζωή μας και κανείς δεν μας εγγυάται την συνέχεια μιάς πρόσκαιρης ευημερίας. Μόνο η καλωσύνη δεν χάνεται, δεν παλιώνει, δεν φθείρεται και δεν διαψεύδει τις ελπίδες όσων αποταμιεύουν σε αυτήν.
Επακόλουθο της καλωσύνης είναι η αγαθοεργία, είναι η φιλανθρωπία, είναι η κένωση του εαυτού μας στις ανάγκες του πλησίον μας. Αυτή η καλωσύνη μετράει στα μάτια του Θεού μας, που γνωρίζει όχι μόνο τις πράξεις μας, αλλά και τις προθέσεις μας και τις επιβραβεύει μόνο όταν αυτές είναι ανιδιοτελείς. Η επιβράβευση θα είναι η άφθαρτη μακαριότητα, θα είναι η είσοδός μας στην ατελεύτητη Βασιλεία Του.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να βρεθούμε σε δώματα αναψυχής, ας προσπαθήσουμε όσο ζούμε να αποταμιεύουμε καθημερινά προσφορά αγάπης στο ταμείο του ουρανού. Έτσι, και αν ακόμη κάποτε ξεφύγουμε από τον ορθό δρόμο, θα τύχουμε της συγγνώμης του Θεού μας, του απείρου ελέους και συμπαθείας Του και θα βρεθούμε στον Παράδεισο μαζί Του.
Και ο Παράδεισος, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, χαρακτηρίζεται ως το «αεί ευ είναι», δηλαδή η αιώνιος ευφροσύνη, ενώ η κόλαση χαρακτηρίζεται ως το «αεί φεύ είναι», δηλαδή η αιώνιος ταλαιπωρία και καταδίκη. Έτσι, ο Παράδεισος είναι το ευκταίο, ενώ η Κόλαση το απευκταίο, αφού το «αεί ευ είναι» δεικνύει διάρκεια και αιωνιότητα, δεικνύει χαρά αστασίαστη, δεικνύει φως άδυτο.