Αρχική » Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (Θ΄)

Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (Θ΄)

Του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

από ikivotos

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1865, ο Ερνέστος Ρενάν (1823 -1892) επισκέφθηκε την ΑΘήνα και κάτω από την επήρεια του θαυμασμού του για τον κλασικό πολιτισμό και τις αξίες του, έγραψε την «Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη», έναν ύμνο διαιώνιο, στα αίσθημα επιστροφής στα περασμένα. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα: «Αυτό όμως που είδα στην Αθήνα, το 1865, ήταν κάτι το απίστευτο, το μοναδικό στον κόσμο! Κάτι που για πρώτη φορά εδοκίμασα. Μια εντύπωση, παρόμοια με δροσερήν αύρα, διαπεραστική, που έρχεται από πολύ μακριά. ‘Εως τότε πίστευα ότι το τέλειο είναι κάτι, όχι απ’ αυτόν τον κόσμο. Μια μόνη αποκάλυψη της τελειότητάς μου γεννούσε την εντύπωση πως με βοηθούσε να πλησιάσω προς το απόλυτο. Ήξερα καλά πως η Ελλάδα δημιούργησε την Επιστήμη, την Τέχνη, την Φιλοσοφία, τον Πολιτισμό, αλλά δεν εύρισκα τον τρόπο να το διατυπώσω, μου έλειπε το πρότυπο». Και απευθυνόμενος στην Αθηνά την ρωτάει: «Θυμάσαι αυτόν τον Καληδόνιο (τον Σκώτο) – εννοεί τον ‘Ελγιν – που εδώ και πενήντα χρόνια κομμάτιασε το ναό σου, με τα κτυπήματα του σφυριού του, για να πάρει μαζί του τα κομμάτια του ναού σου στο νησί της Οούλης (εννοεί την Αγγλία). ‘Ετσι άραγε κάνουν όλοι; Ο κόσμος δεν θα σωθεί παρά μόνον όταν ξαναγυρίσει σ’ εσένα, αφού ξεχάσει και αποβάλει τις βάρβαρες  συνήθειές τοτ. Ας τρέξουμε, ας έρθούμε όλοι μαζί. Πόσο όμορφη Θα είναι αυτή η ημέρα, όταν όλες οι πόλεις, που πήραν κάτι από τα υπολείμματα τον ναού σου: Η Βενετία, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη θα ξαναδώσουν πίσω τα κλοπιμαία τους, επανορθώνοντας έτσι την αδικία που έκαναν!…». (Επίκαιρο).

Συνέχεια για τον Μπάιρον:

Ο Μπάιρον ερχόμενος στο Μεσολόγγι, έφερε μαζί του 20.000 τάλληρα από τα 30.000, τα οποία είχε ζητήσει η Ελλάδα, με την αποστολή επιτροπής δανείου (Ορλάνδος – Πονριώτης), ως δάνειο «δια τας χρείας της Δυτικής Ελλάδος». Η άφιξη του Μπάιρον στο Μεσολόγγι και όχι στην Πελ/σο σήμαινε τη νίκη της Αγγλόφιλης παρατάξεως του Μαυροκορδάτου, την οποίαν εκτιμούσε.

‘Εμεινε, λοιπόν, στο Μεσολόγγι ελπίζοντας στη συνεργασία μαζί του, αλλά και γιατί ήθελε να βρίσκεται κοντά στους Σουλιώτες, με τους οποίους Θα εξεστράτευε, για την απελευθέρωση της Πάτρας. Ο Μαυροκορδάτος επιδίωξε και πέτυχε να παραμείνει ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι. ‘Ετσι, η προσφορά του είχε τοπική σημασία, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι, με την προσωπική του ακτινοβολία φώτισε την ελληνική υπόθεση και ότι μεσολάβησε για την δανειοδότηση στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης, με απεσταλμένο του και ο Περρούκας, με επιστολή του, (7 Φεβρ. 1827), ζητούσαν από τον Μπάιρον να μεσολαβήσει για τη συμφιλίωση των αντιμαχομένων στην Πελ/σο. Ο Μπάιρον δούλεψε, από τις αρχές Μαρτίου, προς αυτήν την κατεύθυνση. Άλλωστε, είχε μειωθεί ο θαυμασμός του για τον Μαυροκορδάτο, τον οποίον είδε με τις πραγματικές του διαστάσεις.

Ο Μπάιρον πέθανε στις 7/19 Απριλίου του 1823, ακριβώς τη στιγμή που, απαλλαγμένος από προκαταλήψεις, ήταν σε θέση να εκτιμήσει ορθά την κατάσταση και να συμβάλει σε θετικά αποτελέσματα.

Η 7/19 Απριλίου είναι η επέτειος του θανάτου του ποιητή και φιλέλληνα Λόρδου Μπάιρον, υπερμάχου της ελληνικής επαναστάσεως του ’21 για την οποία έδωσε τη ζωή του στο Μεσολόγγι. Η ημερομηνία του θανάτου του καθιερώθηκε με Π.Δ. ως ημέρα φιλελληνισμού και αλληλεγγύης.

Όταν ο Διονύσιος Σολωμός πληροφορήθηκε το θλιβερό μαντάτο του θανάτου τον Λόρδου Βύρωνα, έγραψε την ονομαστή του «Ωδή εις του θάνατον τον Πόρντ Μπάιρον». Αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές.

Παραθέτουμε την πρώτη:

«Λευτεριά για λίγο πάψε

να χτυπάς με το σπαθί.

Τώρα, σίμωσε και κλάψε

εις του Μπάιρον το κορμί»

 

Αξίζει να το διαβάσουμε όλο, γιατί, όπως τονίζει ο Ελύτης στο «Άξιον εστί»:

«’που και να θολώνει

ο νους σας,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό,

μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

 

‘Ενα γνωμικό του Μπάιρον, πάντα επίκαιρο: «Χίλια χρόνια χρειάζονται για να φτιάξεις ένα κράτος. και μια ώρα, για να το γκρεμίσεις».

Τα τελευταία του λόγια ήταν για την Ελλάδα.

«Της έδωσα τον καιρό, την υγειά μού,

την περιουσία μού. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;».

Μετά την απελευθέρωση, οι ‘Ελληνες τού έστησαν ανδριάντα στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη. Ο ποιητής πλησιάζει μια γυναίκα, την Ελλάδα, η οποία τον στεφανώνει.

Κάρολος Λενορμάν (Charles Lenormand) 1802-1859. Γάλλος αρχαιολόγος κα νομισματολόγος. Αρχικά, σπούδασε νομικά μέχρις όταν μια περιήγηση στην Ιταλία έγινε αφορμή των αρχαιολογικών του μελετών. Το 1828 ακολούθησε τον ChampolΙion, στην Αίγυπτο και, στη συνέχεια, έλαβε μέρος σε μια επιστημονική αποστολή, στην Πελ/σο. Ανακηρύχθηκε καθηγητής Αιγυπτιολοyίας στο Παν/μιο της Σορβόννης, το 1835, αναπληρωτής τον Γκιζώ, όμως οι παραδόσεις του διακόπηκαν, επειδή θεωρήθηκαν μεροληπτικές και προξένησαν ταραχές, ιδιαίτερα το έτος 1846. Το 1837 διορίστηκε δ/ντής αρχαιοτήτων στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, το 1848 δ/ντής στο Νομισματικό μουσείο του Λούβρου, καθώς και καθηγητής της αιγυπτιακής αρχαιολογίας, στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Γνώριζε

άπταιστα αρχαία Ελληνικά, στην Ελλάδα, έλαβε μέρος σε δύο αποστολές και άφησε πολλές μελέτες, σχετικά με τις ελληνικές

αρχαιότητες. Πέθανε, το 1859, στην Αοήνα, κατά τη διάρκεια του τρίτου του ταξιδιού. Τα ταξίδια περιγράφει στο έργο τον: υΒeαυχ

arts et νuyages» (Εκδ. αδελφοί Α.εβύ Paris 1861), το οποίο αποτελεί ντοκουμέντο για την εποχή εκείνη.

Από τα σημαντικά στοιχεία, τα οποία διέσωσαν τις απόψεις του Λενορμάν για την Ελλάδα, την επαναστατική και την

μετεπαναστατική, όπως τις εξέφρασε στο συμπόσιο προς τιμήν του (Οκτώβριος 1859), και διέσωσε ο Ιωάννης Φιλήμων, ιστορικός κα εκδότης, στην εφημερίδα του.

Έλεγε, λοιπόν, ο Lenormand, για τον ελληνικό λαό: «Εν περιστάσεσιν απροόπτοις και απροσδοκήταις οδηγηθείς εις την Πελ/σον, το στάδιον των βαρβαροτήτων τον Ιμβραχήμ, το θέαμα της, ¨ούτως ειπείν¨ ημικατεστραμμένης ταύτης χώρας, το

θέαμα του λαού εκείνου, καταντήσαντος σχεδόν εις ατονίαν και όμως εν περιστάσεσιν ούτω κρίσιμοις αναπτύσσοντος τας αρετας της ελπίδας εις τον Θεόν και της αφοσιώσεως, αρετάς ιδίας αυτώ, η ανάστασις τέλος της Ελλάδος, ήτις των ενεφανίσθη κατά τας ημέρας του Πάσχα, όταν ο λαός εν θριάμβω εξεφώνει του επινίκειον και παηγοουλόγον Χριστός Ανέστη, πάντα ταύτα την υποχρέωσιν, όπως αφιερώση πάσας τας δυνάμεις αυτού και διαφωτίση τα πνεύματα επί των δυστυχημάτων και των δικαιωμάτων του Ελληνικού λαού, ει μη εδύνατο αυτός να συντελέση αμέσως εις την απελενθέρωσιν του».

Στην ομιλία του, αφού μίλησε για τη σύνδεση της Γαλλικής Ακαδημίας με την Ακαδημία τον Πλάτωνος, την οποίαν θεωρούσε «αληθή Ακαδημίαν», η οποία έδωσε το όνομά της «εις πάσας τας άλλας», αναφέρθηκε και στην πραγματικότητα που βίωναν οι ‘Ελληνες στα τέλη της Οθωνικής περιόδου αλλά και στις αδικίες εις βάρος τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Επίσης, τους συμβουλεύει (τους ‘Ελληνες) να απαλλαγούν από τις προσωπικές αντιθέσεις, να θεωρεί ο καθένας τον εαυτό του υπεύθυνον για την Πατρίδα και ν’ αφιερώνει σ’ αυτήν τις σκέψεις και τις πράξεις του.

Με παραβολικό λόγο, μίλησε για την διπλή εικόνα με την οποία παρουσιαζόταν στα μάτια του η Ελλάδα. Παρομοίωσε τον ελληνικό λαό ως σεβάσμιο γέροντα, και μεγαλοπρεπή στην όψη, στα γόνατα του οποίου ανατράφηκαν όλοι οι πολιτισμένοι λαοί. Ο

γέροντας αυτός εξήγησε στους λαούς όλα τα μυστήρια των τεχνών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Ταυτόχρονα όμως, έβλεπε την Ελλάδα ως νήπιο στο κρεβάτι, αρκετά δυνατό, παιδί, που «μόλις σήμερα τολμά τους πρώτους του βηματισμούς, το οποίο βρίσκεται ακόμη, στην πρώτη ανάπτυξη της ενηλικιώσεώς του».

Ο γιός του, Εταποίs (1837-1883), ιστορικός και αρχαιολόγος, έτρεφε τα ίδια φιλελληνικά αισθήματα με του πατέρα του, τον

οποίον συνόδευσε στο Συμπόσιο, και, όπως εκείνος, γνώριζε την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Στην πρόποση που έκανε στα Συμπόσιο, ανέφερε τα εξής: «Προτείνω να πίωμεν υπέρ των Λαών, των κυπτόντων έτι υπό τον οθωμανικόν ζυγόν. Προ παντός, υπέρ της δούλης έτι Ελλάδος, υπέρ της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, των επαρχιών τούτων, αίτινες τόσα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας διεπράξαντο, όσα αι σκληραί ανάγκαι της πολιτικής υπήγαγον πάλιν υπό τον ζυγόν, ον οπλισάμενοι απέσεισαν. Πίωμεν υπέρ της ατύχούς Κρήτης, ης αι κραυγαί της οδύνης και τα δάκρυα φθάνουσι μέχρι της Δύσεως, υπέρ των Ιονίων Νήσων αίτινες, καίτοι ήττον δυστυχείς, καθ’ ο τουλάχιστον τελούσαι υπό την δεσποτείαν Δυνάμεως Χριστιανικής, έχουσιν, επίσης, τα δεινά και τας δοκιμασίας αυτών, αίτινες μετά τόσης καρτερίας και ομοφωνίας ζητούσι την οριστικήν ένωσιν αυτών προς το επίλοιπον της Ελληνικής οικογενείας».

Δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην διακήρυξη που έστειλαν οι ‘Ελληνες από την Συνέλευση της Επιδαύρου, σε όλους τους

χριστιανούς της Ανατολής, τους οποίους προτρέπει να ενωθούν, για την αναγέννηση της Χριστιανικής Ανατολής (Βαλκανίων). Στις

προπόσεις υπέρ των πεσόντων «υπέρ πίστεως και Πατρίδος» Ελλήνων και Φιλελλήνων, ακούσθηκαν τα ονόματα τον Ρήγα και άλλων φυσιογνωμιών του ιερού Αγώνα. Στο Συμπόσια ήταν παρών και ο σύντροφος του Ρήγα, Χριστόφορος Περραιβός. Συγκινητική ήταν η αναφορά του στον κλασικιστή Φιλέλληνα Γερμανό και φίλο του Κάρολο Μύλλερ (1797-1840), ο οποίος είχε ταφεί στον λόφο του Κολωνού και απεβίωσε «θύμα γενόμενος του προς εργασίαν ζήλου του».

Είκοσι μια ημέρες μετά το Συμπόσιο, στις 10 Νοεμβρίου 1859, ο Κάρολος Πενορμάν άφηνε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα που τόσο αγάπησε. Ο δήμαρχος των Αθηναίων, Γ. Σκούφος, ζήτησε από τον γιό του να κρατήσει την καρδιά του στην Ελλάδα, όπως κι έγινε. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα για τρεις ημέρες και μετά μεταφέρθηκε στο Παρίσι, ενώ η καρδιά τον παρέμεινε στον άγιο Παύλο, ναό των Καθολικών τον Πειραιά και, αργότερα, με τελετή, μεταφέρθηκε στον λόφο τον Κολωνού (1 Νοεμβρίου 1860), σε μνημείο που ανήγειρε ο Δήμος Αθηναίων σε μικρή απόσταση από το μνημείο του Μύλλερ, παρουσία της συζύγου και του γιού του.

Φεύγοντας ο Franςvis από την Ελλάδα, για να κηδεύσει τον πατέρα του, έδωσε την υπόσχεση, την οποίαν ετήρησε: «…ήθελε καταστή εν Φιλελληνισμώ ο πιστός διάδοχος του πατρός του».

Στη μνήμη του Καρόλου Lenormand, ο ρομαντικός και λυρικός ποιητής της Επτανησιακής Σχολής, Ιούλιος Τυπάλδος, έγραψε: «…εις τες Αθήνες εθνικόν αγάπης πανηγύρι. Αντηχά ύμνους και χαρές ο ξακουσμένος τόπος, όπου θείος νους μελέτησε τα μυστικά της φύσης και τ’ άδραξε και στα φτερά του λογισμού πετώντας, ανέβη σ’ άγνωστους φωτοντυμένους κόσμους, όθεν αιώνες δεν περνούν, νέφη δεν σκοτεινιάζουν…».

Φιλελληνισμός στις Κάτω Χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο):

Εκδηλώθηκε, σε σχέση με τις άλλες χώρες, σχετικά καθυστερημένα. Αυτό οφείλεται στις επιφυλάξεις των εμπορικών κύκλων απέναντι σε μια σύρραξη στην Ανατολική Μεσόγειο, και στις πιέσεις των οπαδών της Ιεράς Συμμαχίας, Η πρώτη φιλελληνική επιτροπή, ιδρύθηκε στις 7 Φεβρ. 1822, με πρόεδρο τον Jean Fabius, νοτάριο εγκατεστημένο στο Άμστερνταμ, έχοντας πλούσια ελληνική πελατεία και, ανάμεσα στα μέλη περιλαμβάνονταν δύο βουλευτές και κληρικοί, τρεις προτεστάντες κι ένας καθολικός. Στη συνέχεια, το κομιτάτο της Χάγης ανέλαβε το συντονισμό των κομιτάτων όλων των πόλεων, εκτός απ’ αυτά του Άμστερνταμ και τις Ουτρέχτης.

Στην αρχή τα κομιτάτα, προβάλλοντας ανθρωπιστικά και θρησκευτικά κίνητρα, ασχολήθηκαν με τη συγκέντρωση εισφορών, με τη μεσολάβηση του Στ. Παλαιολόγου, του Γ. Τωμαζάκη και Αντ. Σπάχνυ και άλλων πλουσίων Ελλήνων του Άμστερνταμ, στέλνονται στην Ελλάδα. Η εrνονrctν, η φιλελληνική αυτή δράση εντείνεται ακόμη περισσότερο μετά από την έξοδο του Μεσολογγίου. Εκτός από τους εράνους, διοργάνωναν συναυλίες, εκθέσεις ζωγραφικής (όπως του ζωγράφου Οdeyare, ο οποίος φιλοτέχνησε πίνακα με θέμα το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα), απαγγελίες ποιημάτων σε διάφορες πόλεις, για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους αγωνιζομένους ‘Ελληνες.

Επίσης, σχεδιάστηκε, χωρίς όμως να πραγματοποιηθεί, η συγκρότηση σώματος εθελοντών, με την ονομασία «Φιλελεύθερη Λεγεώνα», η οποία θα αποβιβαζόταν στα παράλια της Αττικής ή της Πελ/σου. Κατέβηκαν μερικοί Ολλανδοί αξιωματικοί, μεμονωμένα, όπως ο εμπειρογνώμονας του πολεμικού ναυτικού, Steffens, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Κ. Κανάρη.

Το 1823, ο πλοίαρχος Ρ. Bakker, μετέφερε, με το πλοίο του «Ι. Briseur», στην Πελ/σο όπλα που συγκέντρωσε ο Στέφανος Παλαιολόγος. Όμως, η στενή σχέση της Ολλανδίας με τη ναυτική δύναμη της Μ. Βρετανίας και τα στρατηγικά συμφέροντα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, εμπόδιζαν την βασιλική οικογένεια της Ολλανδίας να υποστηρίξει ανοιχτά τον Ελληνικό Αγώνα . Από το 182 7-1828, η στάση των Ολλανδών μεταβάλλεται λόγω των εσωτερικών εξελίξεων στην Ελλάδα και ιδίως της δολοφονίας του Καποδίστρια, που τους δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ