Αρχική » Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (Ι΄)

Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (Ι΄)

Του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

από ikivotos

Φιλελληνισμός στη Σουηδία: Πριν από το 1821, υπήρξαν έντονες αμφιβολίες, σχετικά με τη δυνατότητα να αποκτήσει η Ελλάδα την ανεξαρτησία της. Ο ξεσηκωμός όμως των Ελλήνων έδωσε άλλη τροπή στα πράγματα. Ξύπνησε στους Σουηδούς θερμά συναισθήματα, τα οποία εκδήλωσαν με στίχούς σε εφημερίδες και μουσικές εκτελέσεις.

Στις 8 Απριλίού τον 1826, α ανώτατος αυλικός, Μ. φον Βέρεντορφ, ιδιοκτήτης βιοτεχνίας των όπλων «’Ωκερς», υπέγραψε συμβόλαιο με τον Σουηδό πρόξενο στο Λιβόρνο, Κέντζεμπέργκεν, για αποστολή κανονιών, τα οποία προορίζονταν για τους ‘Ελληνες.

Στις 3 Μάϊου δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της Στοκχόλμης, μια έκκληση στο σουηδικό κοινό, από τον Ο. Κρούνγκελμ, για οικονομική βοήθεια στούς ‘Ελληνες, για τους οποίους, ατην απελπιστική κατάσταση που βρίσκονταν, αυτή η έκκληση ήταν, σίγουρα, επιχείρηση ανακούφισης. Εκτός από την έκκληση, ο Κρούνγκελμ,

υποστήριξε την ίδρυση φιλελληνικού συλλόγου, για την διαχείριση των χρημάτων τον εράνου. Άμεση ήταν η ανταπόκριση τον κόσμου.

‘Ετσι, στις 24 Μαΐου, 130 άτομα συνεδρίασαν στη Μικρή Αιθούσα του Χρηματιστηρίου και εξέλεξαν μια επιτροπή, με πρόεδρο τον Μπούντε και μέλη οι: Βαλίν, Φρανζέν, ο Λεβρέν, ο Βάλμαρη. Η εφημερίδα «Ζονρνάλ» του Βάλμαρη, επικρότησε την προσπάθεια αυτή. Σε συναυλία, στην εκκλησία της περιοχής Λαντουγκόρντ, ερμηνεύθηκε, μεταξύ των άλλων και η σύνθεση του Κρουσέλ, «’Υμνος στην απελευθέρωση της Ελλάδας», καθώς, επίσης, και η καντάτα τον Μπ. Φον Μπόσκοφ: «Η Σουηδία στα παιδιά της Ελλάδας». Παρόμοιες εκδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις.

Στα τέλη του 1821, σε φυλλάδιο «Απεικόνιση της τουρκικής βαρβαρότητας και της απάνθρωπης κτηνωδίας απέναντι στους χριστιανούς ραγιάδες», γινόταν έκκληση στους Σουηδούς να βοηθήσουν τούς ‘Ελληνες με εθελοντές, χρήματα και τρόφιμα.

Σύμφωνα με τα υστερόγραφο τον φυλλαδίου, «θα έπρεπε κάμποσοι νεολαίοι Σουηδοί να πάνε να πολεμήσουν ενάντια στους απίστους». Από τις αρχές του 1822, βρίσκονταν στην Ελλάδα ο ταγματάρχης οχυρωματικών έργων, Νιλς φον Άσλινγκ και ο υπολοχαγός, Τ. φον ‘Ωκεργελμ και ο μεν Άσλινγκ διορίστηκε υπασπιστής τον Κωλέττη και του ανατέθηκε η επιθεώρηση των οχυρωματικών έργων στις Θερμοπύλες και στην Ακρόπολη, όμως θεώρησε ότι δεν ήταν αυτός ο ρόλος αντάξιός του και, προσβεβλημένος, επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο ‘Ωκεκργελμ συμμετείχε στην πολιορκία της Ακροπόλεως, τραυματίστηκε και, μέσω της Σμύρνης, επέστρεψε στην πατρίδα τοΥ (Ιανουάριος 1823).

Άλλοι Σουηδοί φιλέλληνες είχαν άδοξο τέλος σε συνθήκες ειρήνης, όπως, για παράδειγμα, ο G. Α. Sass, α οποίος, όντας επί κεφαλής της φρουράς του Μεσολογγίου, σκοτώθηκε από σονλιώτη, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Λόρδου Βύρωνα, στην προσπάθειά του να τον αφοπλίσει, τον Φεβρουάριο του 1824. Άδοξο, επίσης, τέλος είχε και ο Μύρμπεργκ γιός αξιωματικού, με ευαισθησία στους αγώνες των λαών της Ν. Ευρώπης, πήγε, πρώτα, στην Ισπανία και, μετά το 1824, ήλθε με το φιλελληνικό σώμα τον Καρόλου Φαβιέρου στην Ελλάδα, όπου έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Εύβοια, Ακρόπολη και Χίο ως υπασπιστής του Φαβιέρου, μετά την αποχώρηση του οποίου, χρημάτισε διοικητής στο κάστρο ταυ Παλαμηδιού (Ναύπλιο), αλλά έφυγε στις αρχές του 1831, ύστερα από διαφωνίες με τον κυβερνήτη, Ι. Καποδίστρια.

Στον τάφο τον Μύρμπεργκ είναι χαραγμένο το επίγραμμα:

 

Γενναίος, μεγαλόψύχος, αντοθυσιαζόμενος

αφιέρωσε τη ζωή του

στην υπόθεση της Ελευθερίας,

την καρδιά του στην αλληλεγγύη των λαών,

την ψυχή του στον Κύριο,

στη γαλήνη του απο ίον κατέληξε.

Ελλάδα, Πολωνία, Ισπανία

είναι μάρτυρες του ηρωισμού του.

 

(Απόδοση στα Ελληνικά: Παν. Καλογιάννης, Μάρτιος 2014)

 

 

 

 

Γερμανοί Φιλέλληνες: Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, πατέρας τον ‘Οθωνα

 

Το 1965, κυκλοφορήθηκε ένα ωραία βιβλίο του ΝοΙΤ 5eid (Ζάιντλ), με τον τίτλο «Η Βαυαρία στην Ελλάδα. Η ιστορία μιας περιπέτειας». Με τις λέξεις αυτές, «η Βαυαρία στην Ελλάδα», ξεκινάει αυτή η περιπέτεια σε μιαν ισπανική ταβέρνα της Ρώμης, όποΥ ένας νεαρός Γερμανός, με συντροφιά διάσημες προσωπικότητες, όπως αι δυο κορυφαίού γλύπτες της εποχής εκείνης, ο Ιταλός Antoniv Cαηοια και ο Δανός Τόρβαλντσεν και η Αγγέλικα κάονφμαν (1741-1807), η έξοχη πρνσωπογράφος, που μετά πολύχρονη παραμονή στο Λονδίνο, είχε εγκατασταθεί στη Ρώμη, συζητούσε κυριευμένος από λατρεία για την Τέχνη, για την ελευθερία και για την αναγέννηση της αρχαιότητας. Ο νεαρός ονομαζόταν Λουδοβίκος, ήταν ο μελλοντικός βασιλιάς της Βαυαρίας, ως Λουδοβίκος ο Α΄ του οίκου Βίττελσμπαχ (1786-1868), που παρέμεινε στο θρόνο από το 18Ζ5 μέχρι το 1848.

Βρισκόμαστε στο 1804 και ο Λουδοβίκος ήταν 18 χρόνων. Τότε πρωτογνώρισε την Ιταλία και ο ενθουσιασμός του βρήκε την έκφρασή του σε στίχους. ‘Οταν πρωτοαντίκρυσε, στο Paestum τα μνημεία της ελληνικής Τέχνης, έγραψε τους στίχους:

 

«’Οπως ξεπετάχτηκε η πάνοπλη Αθηνά

από την κεφαλή τον Διός,

έτσι, τέλειο, προβάλλει θαυμαστά

το ελληνικό έργο.

Σ’ αυτό νιώθουμε Τέχνη.

Τα ρωμαϊκά έργα είναι τεχνητά.

Εξουσία και μόνον εξουσία

γνώριζαν σα σκοπό οι Ρωμαίοι.

Συνυφασμένη με τη Θρησκεία και την πολιτεία,

με τη ζωή, ήταν για τους ‘Ελληνες η Τέχνη,

που γέμιζε το Είναι τους.

Θα προτιμούσα,

αντί για κληρονόμος θρόνου

νάμουν ‘Ελληνας πολίτης».

 

Με την ανάρρησή του στου θρόνο, κατόρθωσε να υλοποιήσει πολλές από τις νεανικές ταυ επιδιώξεις στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών κι έγινε ένας από τούς μεγαλύτερους συλλέκτες των νεωτέρων χρόνων. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από έντονο φιλελληνισμό και  ο ίδιος ονομάσθηκε τιμητικά, ο «βασιλιάς των καλλιτεχνών», μαικήνας των τεχνών.

Τον Ιανουάριο ταυ 1805, τον συναντούμε και πάλι στη Ρώμη και, από τότε, αποφασίζει υα γίνει συλλέκτης αρχαίων, κυρίως, έργων τέχνης. Για την ανακάλυψη και αγορά έργων τέχνης χρησιμοποίησε τον γλύπτη, Μάρτιν Βάγκνερ (1777-1858). Το 1811 μια συντροφιά αρχιτεκτόνων, ζωγράφων, ερασιτεχνών αρχαιολόγων (ο Γερμανός Χάλλερ φον Χάλλερστάιν, ο Άγγλος, Τσάρλς Ρόμπερτ Κόκερελ κ.ά), έχοντας οδηγό τους τον Παυσανία, επισκέφθηκαν την Αίγινα· όταν αντίκρυσαν έναν δωρικό ναό (της Αφαίας Αθηνάς), έμειναν έκθαμβοι. Ξαφνικά, ενώ μετρούσαν τις αναλογίες του ναού, μερικές πιθαμές κάτω από την επιφάνεια της γης, αντίκρυσαν δεκαεφτά μορφές από τα αετώματα του ναού, σχεδόν ακέραιες αλλά και κάποια άλλα υπολείμματα μορφών που είχαν καταστραφεί. Τα έργα αυτά τα έβγαλαν σε πλειστηριασμό , στη Ζάκυνθο. Ο Χάλλερστάιν, φίλος τον Λουδοβίκου, τον ειδοποίησε και ο Βάγκνερ, εξουσιοδοτημένος από τον Λουδοβίκο, χτύπησε τις προσφορές Γάλλων και Άγγλων και ο Λουδοβίκος βγήκε νικητής. ‘Ηταν η πιο

ωραία ειρηνική νίκη του. Τότε έγραψε τούς στίχους:

«Σα δώρο από τούς Ουράνιους αι πιο πολλοί Θα ποθούσαν να μεταμορφώσουν, κατ’ αρέσκειαν, λιθάρια σε χρυσάφι. ‘Ομως εγώ, ο ανάποδος, το κάνω αλλιώς, μοχθώντας βαρύ χρυσάφι ν’ ανταλλάξω με παλαιά λιθάρια».

Η ιδέα για την ανέγερση της «Γλυπτοθήκης» και της «Βαλχάλλας» είχε κυριεύσει τον Λουδοβίκο από καιρό. Η Γλυπτοθήκη έπρεπε να στεγάσει την πλούσια συλλογή τόσο αρχαίων γλυπτών όσο και νεωτέρων, ενώ την «Βαλχάλλα» την είχε σκεφθεί ως «Πάνθεον» των μεγάλων Γερμανών, πού τις προτομές τούς θα στέγαζε εκεί. Η «Βαλχάλλα» είναι, στη σκανδιναβική μυθολογία, ο τύπος μεταθανάτιας κατοικίας των ηρώων που έχουν πέσει μαχόμενοι και που οι Βαλκυρίες, προσωποποιήσεις των αρετών των ηρώων τούς ποτίζουν υδρόμελο.

Η Γλυπτοθήκη, ένα από τα ωραιότερα μουσεία του κόσμού, έργο του Κλέντσε, που η ολοκλήρωσή της χρειάστηκε 18 χρόνια (1816-1834). Πλάι στην Γλυπτοθήκη, υψώνονται τα «Προπύλαια» έργο, επίσης, του Κλέντσε.

Για τον Λουδοβίκο, που κάθε βράδυ διαβάζει τα Ευαγγέλιό του στο ελληνικό πρωτότυπα, στο μελετητήριό του που το κοσμεί μια προτομή τον Ομήρου, η Ελλάδα δεν ήταν ένα αισθητικό μονάχα θέμα, ένα καλλιτεχνικό μονάχα βίωμα. Η Ελλάδα ήταν για εκείνον όχι το μαρμάρινο παρελθόν αλλά και το αιματηρό παρόν κι έτσι γίνεται ο φλογερώτερος, ο πιΟ πιστός, ο ανιδιοτελέστερος πρόμαχος τοΥ Νέο-Ελληνισμού. Ακούραστα, Θα ψάλει τις νίκες των Ελλήνων, Θα θρηνήσει τις ήττες τους, Θα τους κεντρίζει σε νέους αγώνες και παραβάλλει τον Ελληνικά αγώνα κατά ταυ σουλτάνού με τους γερμανικούς απελευθερωτικούς αγώνες κατά του Ναπολέοντα.

 

«Ελληνες! Την πάλη παλέψτε του θανάτου!

Παρατημένοι από τον κόσμο ολόκληρο,

στον δειλινού παλέψτε το πορφυρό λυκόφως,

που στα συντρίμμια επάνω της Ελλάδος πέφτει…

Αυτός πού τη Γερμανία βοήθησε, Θα σώσει την Ελλάδα.

Το ζυγό δεν του έσπασαν οι ηγεμόνες.

Τα δεσμά σας Εκείνος θα τσακίσει.

Ζει ακόμα ο Παντοδύναμος».

 

Το Μόναχο έγινε κέντρο παγκοσμίου φιλελληνικού κινήματος. Δεν περιορίστηκε όμως να δίνει συμβουλές, αλλά βοήθησε την υπόθεση των Ελλήνων και έμπρακτα. Συγκεκριμένα, διευκόλυνε την δημιουργία του φιλελληνικού συλλόγου του Μανάχου, συνέγραφε ο ίδιος άρθρα και προκηρύξεις και τα δημοσίευε άλλοτε επώνυμα και άλλοτε ανώνυμα, δημοσίευσε ποιητικές συλλογές και τα έσοδα από την πώλησή τούς έθετε στη διάθεση των φιλελληνικών επιτροπών για την Επανάσταση. Έδινε χρήματα για την εξαγορά αιχμαλώτων, χρηματοδότησε την αποστολή όπλων, δαπάνησε, συνολικά, από την προσωπική τον περιούσία 1.500.000 φιορίνια.

Από το 18Ζ3, άρχισε να χορηγεί υποτροφίες στα παιδιά των αγωνιστών του 1821, κυρίως σε ορφανά, όπως οι μετέπειτα στρατηγοί και υπουργοί, όπως για παράδειγμα ο Δημ. Μάρκου Μπότσαρης και Σκαρλάτος Σούτσος ή Σούτσος. Σπούδαζαν είτε στην Βαυαρική Βασιλική Ακαδημία είτε στο Παν/μιο του Μονάχου.

Ταυτόχρονα, προικίζει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω του γιού του, ‘Οθωνα, και κόρες των αγωνιστών. Παραχώρησε την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Μεταμορφώσεως ταυ Σωτήρος, στο Μόναχο (υπάρχει και σήμερα), στούς ‘Ελληνες, για να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

‘Εστειλε τον ζωγράφο πολεμικών θεμάτων, με αποστολή να συνοδεύσει ταν ‘Οθωνα στην Ελλάδα, Peter νοη  προκειμένού να προβεί σε επιτόπιες έρεύνες και να δημιουργήσει έργα, τα οποία θα κοσμούσαν την βόρεια στοά τον ανακτόρου του Λουδοβίκου, στο Μόναχο, όπως κι έγινε, όταν επέστρεψε στο Μόναχο. Φιλοτέχνησε 39 σκηνές σχετικς με τον αγώνα, κινηματογραφικές απεικονίσεις. ‘

Οταν κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, διακόσμησε, με αντίγραφα των παραστάσεων αυτών την κεντρική αίθουσα τον ανακτόρου του ‘Οθωνα (σημερινό κτίριο της Βουλής). Τα έργα είχαν ειδησεογραφικό χαρακτήρα, γιατί ο καλλιτέχνης είχε γνωρίσει τούς τόπους, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, καθώς και τους πρωταγωνιστές που συμμετείχαν σ’ αυτά, τους οποίους, όπως και ο Κραστάιζεν, έβαζαν να υπογράφουν οι ίδιοι τη μορφή τους, ως ένα είδος αυθεντικότητας της αναπαράστασης και της μορφής τον έργου. ‘Ετσι, το οπτικοποιημένο αυτό υλικό, με έκδηλα τα στοιχεία της ρεαλιστικής απόδοσης, λειτούργησε ως διαμορφωτής της ιστορικής συνείδησης, στα πρώτα χρόνια της ανασυγκρότησης του νεοσύστατού ελλην. Κράτους (Τα έργα αυτά καταστράφηκαν, μερικώς, από πυκαγιά των ανακτόρων τον Δεκέμβριο τον 1909 και, αργότερα, κατά την ανακαίνιση των ανακτόρων, αφαιρέθηκαν).

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ