Ίσως δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε… ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι όλα τα ”σ αγαπώ΄΄, που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε, μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε, ίσως τα ”όχι” μας… μας έκαναν αυτό που είμαστε. Όχι τα ”ναι” μας! Ίσως. (απόσπασμα από σχόλιο στην ποίηση του Κ. Καβάφη)
To πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα θίγει την ένταση και την αμφισημία του έρωτα. Η σκέψη αγγίζει μια πολύ βαθιά και φιλοσοφική διάσταση του τι σημαίνει να αγαπάς ή να επιθυμείς, όχι μόνο για αυτά που ζήσαμε, αλλά και αυτά που δεν ζήσαμε, γιατί έτσι τα έφερε εκείνη τη μέρα, γιατί τα ζήσαμε, όμως τα κατονομάσαμε «όνειρο» για να γλιτώσουμε την ψυχή μας από τον όλεθρο, την ματαιοδοξία των άλλων, τους σπασμούς σου πάνω στο σώμα μου και αυτό το βλέμμα που αποκοιμήθηκε για μέρες πολλές.
Αν το δούμε με φροϋδικό φακό, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές αναφορές στον τρόπο με τον οποίο ο Φρόυντ κατανοούσε τη σεξουαλικότητα και την ψυχολογία του ανθρώπου, ιδίως σε σχέση με τα απωθημένα, τις καταναγκαστικές επιθυμίες και τα «ανεκπλήρωτα» συναισθήματα. Ο άνθρωπος τείνει να καταπνίγει επιθυμίες και συναισθήματα που θεωρεί προσωπικά απαράδεκτα. Και εδώ έρχεται το μεγάλο κόλπο… αφού, καλέ μου, ο Έρωτας έχει μόνο κάτι από τα μαλλιά σου και την όψη σου. Έγινε για εκείνον και για εκείνη, για τα αναφιλητά που πήρες εσύ με ήρεμο φιλί, να μην καταλάβω εγώ. Αυτό ήταν το μόνο φάρμακο, θυμάμαι, μισό φιλί δικό σου, αμάραντο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι «ανεκπλήρωτοι έρωτες» και τα «όχι» που αναφέρονται στο απόσπασμα μπορεί να αντιπροσωπεύουν ακριβώς τέτοιες επιθυμίες που δεν εκφράστηκαν ποτέ, είτε γιατί υπήρχε φόβος είτε γιατί αυτές οι επιθυμίες θεωρούνταν ακατάλληλες ή επικίνδυνες για το άτομο. Είναι όμως και το άλλο, θυμάσαι; «Μόνο με την καρδιά βλέπεις καθαρά» τα μάτια πέφτουν σε λάθη και λήθη μέσα σε ένα σκοτάδι μυσταγωγικό, παράφορο, με αγκαλιά γεμάτη άρωμα λατρείας συντροφικό και πατρικό. Είναι το δικό σου, που κοιμάμαι μέσα σ’ αυτό κάθε βράδυ, από τότε που η θύμηση σε έφερε για να μου δώσει όλες τις χαμένες αισθήσεις από σώμα ολόδικό σου.
Επιπλέον, μία από τις μορφές στου έρωτα είναι αυτή του τυφλού ανεκδιήγητου, του πόνου και την πλάνης, που μόνο η ανιδιοτέλεια μπορεί να αναστείλει. Γιατί όμως ενάντια στο προαναφερθέν δεν λέμε πιο εύκολα όπως ο ανεξέλεγκτος έρωτας ή το να βιώσουμε την πλήρη απελευθέρωση των επιθυμιών μας είναι δάκρια χαράς, μια χρονικά βιαστική υπόσχεση στο «μαζί για πάντα», κλείσε τα μάτια μια στιγμή-αφουγκράσου μια Ανατολή; Τόσο ικανή Ανατολή ώστε να είναι απόδειξη αγάπης και καρπός έρωτα, που σε αμοιβαίο έστειλε η ζωή να ζήσει ευτυχισμένα. Εγώ για σένα είμαι χαρά Θεού. Ναι, είμαι. Εσύ, όμως κρατάς τους δαίμονες και έγινες απάντηση στη χαρά που εξαργυρώνει ένα χρόνο για μία ζωή.
Ποια καταπίεση κούρασε τα αληθινά μας συναισθήματα; Η σιωπηλή επιθυμία που δεν εκφράστηκε εκεί, η παγωμένη στιγμή πριν το φιλί που δεν φοβηθήκαμε να δώσουμε ή όσο έπρεπε να απολογηθούμε γι’ αυτό – μα είναι έγκλημα να σε θέλω; – ή ίσως η αίσθηση του «πόσο κοντά ήμασταν» μπορεί να μετατραπεί σε έναν μόνιμο ψυχολογικό απόηχο. Είναι οι στιγμές αυτές που ψάχνουμε να μπει ο έρωτας από το παράθυρο και να πάρει αγκαλιά το μαξιλάρι που μας ξεκουράζει, το σεντόνι που μας χαϊδεύει και τα χείλη που ενωμένα ξάπλωσαν στον καναπέ εκείνο το απόγευμα, έτσι… χωρίς πολλά πολλά, με φαντασίες που πλανήθηκαν στο χώρο και σε αναζήτησαν για να γίνουν πραγματικότητα. Ήσουν πάλι εσύ που επέστρεφες νωρίς στο σπίτι, απλά, χωρίς πολλά πολλά.
Ωστόσο, η διαρκής πάλη μεταξύ του ενστίκτου της ζωής (Έρως) και του ενστίκτου του θανάτου (Θάνατος) είναι μια κατάσταση καταθλιπτική ως μια ψυχολογική απόφαση με σκοπό να αποσυρθεί το άτομο από σπαράγματα όπου ο έρωτας είναι ικανός να μετατρέψει σε δύναμη αρχέγονα συντριπτική, σαν έρωτα λευκό, ωσάν αντίδοτο της θλίψης. Ίσως μόνο αυτό χρειάζεται ο κόσμος για να συνεχίσει. Όσο αντέχει και όσο μπορεί. Αν σε ερωτεύτηκα στο μαύρο τότε, θαρρώ ότι μπορώ στο σήμερα με έρωτα ἵμερο -όχι εμμονή, με στοργική αγάπη-όχι ουτοπία, με νέα ζωή-όχι σπασμένο δάκρυ.
Μπορείς σήμερα που υποκλίνονται οι Θεοί στο μοναδικό Θεό της καρδιάς, ετούτης της όμοιας που ξεσήκωσες;
Σε αφήνω τώρα… χάιδεψαν τα μάτια σου μόλις τις γραμμές μου και τις σκέψεις μου…
Σημάδι σου χαϊδεύω με φιλί, ό, τι ψυχής αγκάθι δικό σου να επουλωθεί.
Για σένα…
Για σένα… …
Για σένα… … …
Και στη γραμμή του χόρευε ερωτικός χoρός, δώρο, κόσμος- απόκοσμος, ποίημα χαμένο- φως.
Θαύμα μου, στην ποδιά μου σε έριξε Θεός λυρικός.
Σημάδι μου.
Άκου… «Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, έναν μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας». Απομένει ότι εσύ δεν είσαι εδώ, θολά είδα τον κόσμο που μου χάρισες εκείνα τα λεπτά, αιωνίως παραδομένη στις φροντίδες σου, Αγαπημένε… Δεν σε χωράει της γης το «Ευχαριστώ!» μόνο το εις άπειρο «Έρωτα μου, Σ’ αγαπώ…»