Αρχική » Πού βρίσκεται τελικά ο βυθός της ανθρώπινης ψυχής

Πού βρίσκεται τελικά ο βυθός της ανθρώπινης ψυχής

Του Δρος Αλ. Κωστάρα στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

από ikivotos

Αφορμή για τις σκέψεις που διατυπώνουμε εδώ μάς έδωσε η εν ψυχρώ δολοφονία του τρίχρονου βρέφους από την μητέρα του και τον σύντροφό της.  Κατά την ανάλυση φρικτών εγκλημάτων σε προηγούμενη αρθρογραφία μας έχουμε κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι  η ανθρώπινη ψυχή είναι αβυθομέτρητη. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις με βεβαιότητα, πού ακριβώς είναι ο πυθμένας της. Έτσι, εκεί που με την ευκαιρία της διάπραξης ενός φρικώδους εγκλήματος πιστεύουμε ότι εντοπίσαμε τελικά τον «βυθό» του βορβόρου της ανθρώπινης ύπαρξης, έρχεται ένα άλλο άγριο έγκλημα να αναδείξει την πλάνη μας και να μάς διαβεβαιώσει ότι ο βυθός της yανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται εκεί που νομίσαμε ότι τον εντοπίσαμε, αλλά είναι ακόμη πιο κάτω συνεχώς μετακινούμενος πιο βαθειά, σαν την λάβα που καίει στα σπλάχνα της γης. Αυτήν ακριβώς την λειτουργία διάψευσης των υποτιθέμενων δεδομένων του βυθού της ανθρώπινης ψυχής επιτελεί η έλευση στο προσκήνιο της δημοσιότητας του τρόπου δολοφονίας στην Κρήτη του «Άγγελου της καρδιάς μας. Πρόκειται για μια δολοφονία που γίνεται ακόμη πιο φρικώδης, εάν αναλογισθεί κάποιος ότι τελέσθηκε σε βάρος ενός αθώου και ανυπεράσπιστου πλάσματος. Εκεί που λογικά περίμενε το πλασματάκι αυτό να εισπράξει την τρυφερότητα και την στοργή εκείνων, που έπρεπε να είναι η αγκαλιά και το χάδι του, όπως γίνεται σε όλα τα βρέφη του κόσμου, έγινε τελικά το «σταχτοδοχείο» της μητέρας του και του πατριού του, αφού οι διεστραμμένοι αυτοί άνθρωποι βρήκαν πρωτότυπη και διασκεδαστική την επινόηση να σβήνουν τα τσιγάρα τους επάνω στο τρυφερό κορμάκι του βρέφους, που είχε την ατυχία να βρεθεί στα χέρια τους. Δεν ετέλεσαν μόνο μια φορά την σαδιστική και βασανιστική για το Αγγελούδι πράξη τους. Την επανέλαβαν πολλές φορές και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα μιάς και ο σαδισμός τους απέναντι στο τρίχρονο βρέφος τούς είχε γίνει διασκέδαση.

Ποιός να ακούσει τα βογγητά του, για να λυτρώσει τον μικρό Άγγελο από τα χέρια των βασανιστών του; Και πώς να αντέξει τόσο πόνο μια τρυφερή ψυχούλα, σαν αυτή ενός βασανισμένου βρέφους; Τον πόνο και το κλάμα του Άγγελου από τα φρικτά βασανιστήρια επάνω του εκ μέρους της μητέρας του και του συντρόφου της μπορεί να μη τον άκουσαν τρίτοι, που θα μπορούσαν να τον αποσπάσουν από τα χέρια των βασανιστών δολοφόνων του, τον εισέπραξε όμως μέσα της η ψυχούλα του, που τον μετασχημάτισε σε νευροφυτική διαταραχή, η οποία επηρέασε αρνητικά την φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς και του εγκεφάλου του. Γι’ αυτό οι γιατροί, που παρέλαβαν το Αγγελούδι, μετά την γνωστοποίηση του φρικτού βασανισμού του με τον προαναφερθέντα τρόπο, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κρήτης, δεν μπόρεσαν τελικά να σώσουν τον «Άγγελο της καρδιάς μας». Πέταξε για τους Ουρανούς. Πήγε εκεί που ανήκε: Στον  κόσμο των Αγγέλων. Έφυγε όμως από τον δικό μας κόσμο, μολονότι τον είχαμε τόση ανάγκη. Πόσο φρικτό είναι, αλήθεια, να διαπιστώνεις ότι  κόπηκε από το δένδρο της ζωής ένα τόσο τρυφερό βλαστάρι της, ένα «μπομπούκι» αυτού του δένδρου, που δεν το άφησαν να «ανθίσει» εκείνοι που είχαν την φροντίδα της φυσιολογικής του ανάπτυξής.

Μετά την σύλληψή τους για το φρικώδες έγκλημα που διέπραξαν οι δράστες ωδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα, για να τούς απαγγείλει την πρέπουσα κατηγορία. Απολογούμενοι λοιπόν ενώπιον του Ανακριτή προσπαθούσαν να μεταθέσουν την ευθύνη για την πρωτοφανή αυτή δολοφονία ενός βρέφους ο ένας στον άλλον. Η μητέρα κατηγορούσε ως δράστη του εγκλήματος τον σύντροφό της και εκείνος την μητέρα του βρέφους. Συνηθισμένο σκηνικό, σε όλες τις περιπτώσεις που  κατηγορούνται δύο ή περισσότεροι για την διάπραξη ενός φόνου. Όψιμα συνειδητοποιούν τις οδυνηρές για την ζωή τους συνέπειες της πράξης τους και προσπαθούν να αποφύγουν τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης, ο οποίος, έστω κι’ αν δεν επιφέρει σήμερα «κεφαλικές ποινές», όπως συνέβαινε σε άλλες παλαιότερες εποχές, στερεί πάντως τις ελευθερίες των δραστών, πολλές φορές ακόμη και για ολόκληρη τηνν ζωή τους. Τιμωρία, που την υπολογίζουν όλοι οι κακούργοι και προσπαθούν να την αποφύγουν με κάθε τρόπο. Από το κεφάλαιο της αλληλοκατηγορίας των κατηγορουμένων για τον φόνο του τρίχρονου βρέφους εκείνο, που μάς εκπλήσσει περισσότερο είναι η στάση της μητέρας του δολοφονηθέντος τέκνου της. Και αληθούς υποτιθεμένης της μετάθεσης από αυτήν της ευθύνης για τον συστηματικό βασανισμό και τον εξ αυτού φόνο του βρέφους στον σύντροφό της, τίθεται εδώ το ερώτημα, πού ήταν αυτή, όταν ο σύντροφός της είχε μετατρέψει το κορμάκι του άτυχου Άγγελου σε «σταχτοδοχείο», για να σβήνει σε αυτό τα τσιγάρα του. Μία αληθινή μητέρα, που θέλει να εκπληρώσει με συνέπεια την αποστολή, την οποία της ανέθεσε ο Θεός, να προστατεύει δηλ.το πλάσμα που γέννησε, γίνεται, συχνά με κίνδυνο της ζωής της, ανύστακτος και ασυμβίβαστος φρουρός της ακεραιότητάς του.

Τους δράστες του βασανισμού και της εντεύθεν δολοφονίας του τρίχρονου βρέφους τούς αποκάλεσαν πολλοί με πολλούς χαρακτηρισμούς. Κρατούμε εδώ τον βαρύτερο, εκείνον δηλ. που χαρακτηρίζει τους βασανιστές και δολοφόνους του Άγγελου «κτήνη» και «ανθρωπόμορφα τέρατα». Προσωπικά θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός αυτός αδικεί τα «κτήνη» και τα «τέρατα», διότι κανένα από αυτά δεν συμπεριφέρεται στα πλάσματά του, όπως ακριβώς συμπεριφέρθηκε στον Άγγελο η μητέρα του. Μπορεί τα «κτήνη» και τα «τέρατα» νά εκδηλώνουν την αγριότητα και τις τερατουργίες τους στους άλλους, τα πλάσματα όμως που εγέννησαν τα περιβάλλουν με στοργή και τρυφερότητα. Εάν λοιπόν ήθελε κάποιος να χαρακτηρίσει σωστά τούς δράστες του εν λόγω φρικτού εγκλήματος, θα έπρεπε να τούς αποκαλέσει δαίμονες. Ειδεχθή εγκλήματα, σαν τον συζητούμενο εδώ φόνο του τρίχρονου βρέφους, αποτελούν εωσφορικά βδελύγματα, που μόνον δαίμονες μπορούν να διαπράξουν. Και οι δαίμονες δεν έχουν καμιά θέση ανάμεσά μας. Παλαιότερα τούς φονιάδες τούς εκτελούσαμε. Σήμερα υπό το καθεστώς της ισόβιας κάθειρξης νομίζουμε ότι τούς εξορίζουμε για πάντα  από την ζωή μας. Πλανώμαστε όμως, διότι η λεγόμενη «ισόβια κάθειρξη» είναι μια μεγάλη ψευδαίσθηση στο ποινικό μας σύστημα. Για να γίνει πραγματική ποινή η ισόβια κάθειρξη, πρέπει να καταργήσουμε όλες τις θεσμικές ρυθμίσεις του ποινικού μας συστήματος, που την «ρευστοποιούν».

Εάν λοιπόν θέλουμε να προστατεύσουμε αποτελεσματικά, στο μέτρο του εφικτού, την ανθρώπινη ζωή, πρέπει να εξορθολογίσουμε την ποινική μας νομοθεσία εξαλείφοντας ρυθμίσεις που συνιστούν αδικαιολόγητη εύνοια προς τους ειδεχθείς δολοφόνους, όπως είναι η ρύθμιση του άρ. 105Β παρ. 6 ΠΚ, που επιτρέπει στους ισοβίτες να απολύονται από την φυλακή μετά από την έκτιση ποινής 16 ετών!

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ