Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον πάνσοφο Θεό να περπατάει στην γη, ενώ τα πουλιά να πετούν στο ουράνιο στερέωμα. Η αδυναμία του ανθρώπου να πετάει δεν αποτελεί ελάττωμα, όπως δεν αποτελεί ελάττωμα η αδυναμία των πουλιών να σκέπτονται και να ενεργούν. Ενώ όμως ο άνθρωπος φυσιολογικά δεν πετά, έχει την ενδόμυχη επιθυμία να φτερουγίζει, έστω και νοερά, σε άλλους τόπους, σε άλλα μέρη, σε ουράνιες επάλξεις, για να γνωρίσει το γνωστό και άγνωστο σύμπαν ομοιάζονας με τα πετεινά του ουρανού. Και παρ’ ότι δεν προσπαθεί να ομοιάζει με αυτά στην αμεριμνησία τους και στην ευγνωμοσύνη τους προς τον Ουράνιο Πατέρα, στον οποίο αφήνουν τις βιοτικές τους φροντίδες πρακτικά εφαρμόζοντας το «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και Αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 22), αφού «ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά» (Ματθ. στ΄ 26), έχει την επιθυμία να τους ομοιάσει στο ελεύθερο πέταγμά τους στους αιθέρες. Ας θυμηθούμε το μύθο του Ίκαρου, που θέλοντας να φθάσει στον ήλιο, κατασκέυασε φτερά από κερί, αλλά, όσο ανέβαινε ψηλά, τόσο η θερμοκρασία του ήλιου τα έλιωνε, με αποτέλεσμα να καταπέσει στη θάλασσα και να πνιγεί, κι έτσι αυτή από το όνομά του μέχρι σήμερα ονομάζεται «Ικάριο πέλαγος». Ας θυμηθούμε πάλι ότι όλα τα πετεινά, μόλις δροσιστούν πίνοντας το νεράκι του Θεού, αμέσως σηκώνουν το κεφαλάκι τους ψηλά, για να τον ευχαριστήσουν δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη τους προς τον ευεργέτη τους!
Ο άνθρωπος, αλλοίμονο, ενώ δεν αφήνει τις βιοτικές μέριμνες στο Θεό, δείχνοντας φανερή ολιγοπιστία και μη παραδεχόμενος το ρήμα Του: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5), και ενώ συμπεριφέρεται με αχαριστία καθημερινά προς τον ευεργέτη Του, χωρίς ένα «ευχαριστώ», για τα αγαθά που πλουσιοπάροχα Εκείνος δίνει, απειθώντας στην εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Εν παντί ευχαριστείτε» (Α΄Θεσσαλ. ε΄ 18), θέλει να πετάξει! Εδώ γενιέται το ερώτημα, το οποίο και ο Ψαλμωδός αναφέρει: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και αναπαύσω;» (Ψαλμ. 54, 7). Δηλαδή, ποιος θα μου δώσει φτερά σαν εκείνα του περιστεριού, για να πετάξω όπως εκείνο μακριά από τον ακάθαρτο και μοχθηρό κόσμο και να βρω τόπο ησυχίας και αναπαύσεως από τους φόβους και τους κινδύνους;
Ο Χριστός μας είναι, αδελφοί μου, αυτός που δίνει φτερά στον άνθρωπο, δίνει φτερά στο νού του ανθρώπου να πετάξει σε υψηλές επάλξεις, στα ουράνια σκηνώματα, να περιπολεύσει στο θρόνο της μεγαλωσύνης Του. Για να φτερωθεί όμως ο νούς, χρειάζεται να νεκρωθεί το σώμα, να περιορισθούν οι επιθυμίες του κόσμου, να ματώσει η καρδιά. Αν δεν δώσεις αίμα, λένε οι Πατέρες, δεν παίρνεις πνεύμα. Πώς κατορθώνεται όμως αυτή η ανταλλαγή αίματος-πνεύματος; Τα κλειδιά που ανοίγουν τα φτερά, για να πετάξει ο άνθρωπος, τα κρατούν καλά πέντε αρετές. Η αγάπη, η προσευχή, η ελεημοσύνη, η άσκηση και η ακτημοσύνη.
Ένα σύγχρονο, χριστιανικό τραγούδι με νόημα λέει:
Για να μάθουμε να πετάμε, πρέπει να μάθουμε ν’ αγαπάμε,
πρέπει να μάθουμε ν’ αγαπάμε κι αυτούς που «δεν πάμε».
Αν δεν αγαπάμε ολοκληρωτικά τους άλλους και μάλιστα αυτούς που δεν συμπαθούμε, αυτούς που μας ταπεινώνουν, μας συκοφαντούν, μας υβρίζουν, μας κακομεταχειρίζονται, μας εκμεταλλεύονται, μας περιφρονούν, τότε δεν μπορούμε να πετάξουμε. Τα φτερά μας αλυσοδένονται, όταν η αγάπη μας δεν είναι ειλικρινής και ανιδοτελής και απασφαλίζονται, όταν κενώνουμε την αγάπη μας στους γύρω μας και μάλιστα υπερβαίνουμε τις αντιπαλότητες και τις αντιπάθειες μονολογώντας: «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (Ρωμ. ιβ΄ 21).
Η προσευχή και η ελεημοσύνη εξ άλλου ανεβαίνουν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη και δίνουν δύναμη στον άνθρωπο να φτερουγίσει και να ανέβει ψηλά. Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων: «Αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού» (Πραξ. ι΄ 4). Και οι δυό μαζί αυτές αρετές δίνουν τόση ενέργεια στον άνθρωπο που από ένυλο τον καθιστούν άϋλο, από γήινο ουράνιο φτερώνοντας το νού του.
Η άσκηση και η σκληραγωγία επίσης βοηθούν πολύ τον άνθρωπο να ξεπεράσει τη χοϊκή του φύση και να πλησιάσει τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων. Για να τα πλησιάσει όμως χρειάζονται φτερά. Και αυτά τα δίνει σαν δώρο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο ο αιώνιος αγωνοθέτης και δίκαιος στεφοδότης Ιησούς, ο οποίος μας καλεί όλους «επί το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14).
Η ακτημοσύνη, τέλος, μας ελευθερώνει από τη χοϊκή ατέλεια και μας οδηγεί στην πνευματική τελειότητα. Μας το είπε ο ίδιος ο Κύριός μας: «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς» (Ματθ. ιθ΄ 21). Δεν λησμονούμε επίσης τα αδιάψευστα λόγια Του «Όπου εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. στ΄ 21). Πού είναι η καρδία μας, πού είναι η σκέψη μας; Εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός μας, εκεί που βρίσκεται η περιουσία μας. Αν ελευθερωθούμε από φθειρόμενα αποκτήματα, τότε μπορούμε να πετάξουμε ψηλά, στις τράπεζες του ουρανού, «όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. στ΄ 20).
Αδελφοί μου, ό,τι μας κρατά δεμένους εδώ στη γη, αποτελεί το μεγάλο βάρος, που μας εμποδίζει να πετάξουμε, να φτερουγίσουμε για τα αιθέρια, τα πιο ψηλά απ’ τα αστέρια. Αν απαγγιστρωθούμε απ’ αυτά, τότε μπορούμε πιο γρήγορα να χαρούμε το πέταγμά μας προς το σπίτι του ουράνιου Πατέρα μας. Ένα ποίημα πολύ χαρακτηριστικά λέει:
Να μη χαρείς, που σ’ αγαπήσανε, μη νοσταλγήσεις καταστάσεις,
γιατί αυτές γοργά παρέρχονται και πίκρα αφήνουν σαν τις χάσεις.
Θε να χαρείς χαρά ανείπωτη μονάχα, όταν φτερουγίσεις
κι αγγελική σε ύψη απρόσιτα μορφή και λάμψη αποκτήσεις.
Τότε η ψυχή σε λίγα ψίχουλα χαράς χαρά δεν θα γυρεύει,
γιατί χαρά παντού αέρινη τριγύρω σου θα βασιλεύει.
Το ποίημα αυτό τονίζει τη ματαιότητα των ρευστών πραγμάτων, που προσπαθούν να δώσουν λίγη πρόσκαιρη χαρά στη ζωή του ανθρώπου και την αντιπαραβάλλει με τη μονιμότητα της αιώνιας χαράς, αυτής που απολαμβάνει κανείς μαζί με το Χριστό μας, στην ουράνια Βασιλεία Του. Ας Τον θερμοπαρακαλέσουμε, λοιπόν, να μας αξιώσει να αποκτήσουμε τις φτερωτές αρετές, για να πετάξουμε και να χαιρόμαστε μαζί του στο ατέλειωτο πανηγύρι του ουρανού.