Αρχική » Κένυας Μακάριος: Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (ΙΔ΄)

Κένυας Μακάριος: Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (ΙΔ΄)

από ikivotos

Του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου

Ο Πούσκιν εγκαινίασε το θέμα της Ελληνικής Επανάστασης με το ποίημα: «Πόλεμος», στο οποίο παρουσιάζεται γοητευμένος από την ιδέα της στρατιωτικής επέμβασης στον αγώνα των Ελλήνων, ονειρεύεται εικόνες μαχών και φαντάζεται τον αντίκτυπο της μούσας του. Στο μαχητικό του ποίημα: «Στιλέτο», δεν διστάζει να απειλήσει όλούς τούς τυράννους με την αναπόφευκτη τιμωρία από το στιλέτο (μικρό μαχαίρι με μυτερή και κοφτερή λεπίδα), φτιαγμένο από την «λήμνιο Θεό», για τη Νέμεση, ελευθερίας φύλακας κρυφός. ‘Οπου κι αν πάει θα τον βρει η θεία (αυτή που σχετίζεται με τον Θεό) η Σπαθοφόρα (Νέμεση) στη θάλασσα και στη στεριά, μες στη σκηνή, μες στο ναό, μέσα σε κάστρο μυστικό ή απάνω στο κλινάρι του, σε ύπνου γλυκού την ώρα!

 

Ο φιλελληνισμός στη δεύτερη φάση του

 

Η άφιξη του Μπάιρον και, λίγο αργότερα, ο θάνατός του σηματοδότησε μια νέα περίοδο για τον φιλελληνισμό, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τον αγώνα των Ελλήνων και, παράλληλα, συντέλεσε στην αναγνώριση του ότι πράγματι, υπήρχε ένα εξαιρετικά έντονο ελληνικό πρόβλημα το οποίο δεν ήταν δυνατόν να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν τη σπουδαιότητά του οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Εκτός από την δραστηριότητα των Άγγλων εκπροσώπων της «Ελληνικής Επιτροπής Λονδίνου», οι οποίοι βρίσκονταν στην Ελλάδα, οι Βρετανοί φιλέλληνες, πήραν, το 1824, τα ηνία του οργανωμένού φιλελληνικού κινήματος, γεγονός που δυσαρέστησε τη γαλλική κυβέρνηση.

Ο θάνατος του Μπάιρον (Απρίλιος 1824), συγκλόνισε όχι μόνον τους ‘Ελληνες, αλλά και όλον τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί, στο πρόσωπό του, οι ‘Ελληνες είδαν τη συμπαράσταση όλου του πολιτισμένου κόσμου, πράγμα που σήμαινε, ουσιαστικά, και τη δικαίωση του αγώνα τους. Οι εκδηλώσεις, για τον πρόωρο χαμό του, ταυτίσθηκαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Β. Αμερική, με τον φιλελληνισμό, έτσι ώστε, η κάθε αναφορά στην κάθε λεπτομέρεια των τελευταίων μηνών της ζωής του πήρε χαρακτήρα φιλελληνικό.

Το 1825 παρουσιάζεται, ξανά, έντονη φιλελληνική δραστηριότητα. Νέα κομιτάτα (επιτροπή προσώπων, που συνεργάζονται για την επίτευξη κοινού σκοπού, πολιτικού ή άλλου), ιδρύθηκαν με τα πιο δραστήρια αυτά του Παρισιού (Societe philanthropique en faveur des Gr ecs) τον Φεβρουάριο και της Γενεύης, τον Σεπτέμβριο. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί οδήγησε την γαλλική κυβέρνηση, και, φυσικά, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της γαλλικής κοινής γνώμης, στο να μετριάσει τα απαγορευτικά μέτρα, τα οποία δυσχέραιναν την ανοικτή υποστήριξη του Ελλ. Αγώνα. Η νέα κατάσταση των πραγμάτων επέτρεψε στα σωματεία να μην χρησιμοποιούν πλέον το πρόσχημα, ότι εξυπηρετούσαν αποκλειστικά ανθρωπιστικούς σκοπούς. Στην Γαλλία, το έργο αυτό συνεχίσθηκε από την «Εταιρεία της Χριστιανικής Ηθικής» (Societe de Ια morale chretienne), στους κόλπους της οποίας είχε συσταθεί παλαιότερα η πρώτη «Ελληνική επιτροπή». Το 1826, ιδρύθηκε η «Επιτροπή δημοσιεύσεων υπέρ των Ελλήνων», οι οποίες ασχολήθηκαν περισσότερο με την οργάνωση του αγώνα και μερίμνησε για την Εκπαίδευση των ελληνοπαίδων.

Την αρχηγία όλης της ευρωπαϊκής φιλελληνικής κινήσεως ανέλαβε, με τον καιρό, η Επιτροπή του Παρισιού, στην οποία, όπως φαίνεται από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς της, οι άλλες επιτροπές έστελναν τα χρήματα, τα οποία συγκέντρωναν. ‘Εντονες ήταν οι προσπάθειες για να αξιοποιηθούν, όσο το δυνατόν καλύτερα, οι συνεισφορές (ενάμισυ περίπου, εκατομμύριο φράγκα σε διάστημα τριών χρόνων). Παράλληλα, νέο κύμα ανεξάρτητων εθελοντών άρχισε, πάλι, να συρρέει στην Ελλάδα.

 

Ισπανικός φιλελληνισμός

 

Ο πρώιμος ισπανικός φιλελληνισμός είναι κεφάλαιο ιστορικά υποφωτισμένο και συνδέεται με το συνταγματικό καθεστώς του1820. Η εγκαθίδρυση ενός φιλελεύθέρου καθεστώτος, στην Ισπανία, το 1820, επιτάχυνε τις επαναστάσεις της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, καθώς και τη Φιλική Εταιρεία, στο να επισπεύσει το σχέδιο της εξέγερσης. Γι’ αυτό και οι ειδήσεις για την πορεία της ελληνικής Επανάστασης έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από το κοινό στην Ισπανία. Η χώρα βίωνε και πάλι μια νέα συνταγματική περίοδο, σύντομη (1820 – 1823 ) αλλά έντονη, την αποκαλούμενη «Φιλελεύθερη Τριετία»· αυτού, λοιπόν, τον πολεμικού κλίματος αντανάκλαση ήταν ο ενθουσιασμός τον λαού. Στη διάρκεια της τριετίας αυτής, το στράτευμα του Ραφαήλ ντε Ριέγο, το οποίο προοριζόταν για την κατάπνιξη της εξέγερσης της Ν. Αμερικής, εξεγερθηκε, με αποτελεσμα ο Βασιλιας Φερδινανδος ο Ζ’ να ορκιστει πίστη στο Σύνταγμα του 1812.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια, Ενα Latorre Boto, στις μελέτες της για τον αντίκτυπο της ελλ. Επαν. στην ισπανική κοινωνία της Τριετίας και τον φιλελληνισμό της εποχής εκείνης, έχει αποδείξει ότι ο πρώιμος ισπανικός φιλελληνισμός, σύγχρονος της ελλ. επανάστασης ήταν πολιτικός, αδελφικός, αλληλέγγυος και χωρίς θρησκευτική χροιά. ‘Ολος ο ισπανόφωνος κόσμος θεωρούσε την ελλ. επαν. αγώνα ενάντια στον απολυταρχισμό και ως εκδήλωση της δίψας για ελευθερία κάποιων λαών του νότου, όπως της Πορτογαλίας τον Πιεμόντε (Πεδεμόντιον, στην Ιταλία), της Νάπολης και της Σικελίας. Η κυβέρνηση της Ιταλίας τήρησε τις αποστάσεις, για να μην προκαλέσει την Ιερά Συμμαχία, που ήταν δύσπιστη στο φιλελεύθερο ισπανικό καθεστώς. Η εφήμερη αυτή ελευθερία των χωρών του νότου έκλεισε σύντομα, με την επέμβαση της Αυστρίας στο Πεδεμόντιο και στη Σικελία και της Γαλλίας στην Ισπανία, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1828, γεγονός που συνέβαλε στην επανεγκαθιδρυση του απολυταρχικού κράτους του Φερδινάνδου Ζ’ και στην κατάργηση του Συντάγματος του Κάντιθ, που ο ίδιος είχε εγγυηθεί.

Η ιστορική αυτή εξέλιξη καθόρισε τις τρεις φάσεις του ισπανικού φιλελληνισμού: Η πρώτη φάση πολιτική και λαϊκή είναι συνδεδεμένη με την «Φιλελεύθερη Τριετία», η οποία δημιουργήθηκε από τις ειδήσεις για την ανεξαρτησία των Ελλήνων, αλλά εξαλείφεται από την Ιστορία το 1823.

Η δεύτερη, η μειοψηφική, εκδηλώθηκε στα μέρη, όπου είχαν μεταναστεύσει οι φιλελεύθεροι της Ισπανίας: Λονδίνο, Παρίσι ή Λατινική Αμερική, μέχρι τον θάνατο τον Φερδινάνδου (1784-1833).

Πιο γνωστή είναι η τρίτη, με μεγαλύτερη συγγένεια προς τον ευρωπαϊκό συντηρητισμό και αρχίζει το 1833, όταν, κάποιος από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς ρομαντικούς ισπανούς συγγραφείς, όπως οι: Martinez ι1 Ια Rosα και ο Εspronceda, επέστρεψαν από την εξορία και δημοσίευσαν τα πιο γνωστά φιλελληνικά τους έργα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γράψει στην εξορία και είναι επηρεασμένα από τούς ευρωπαίους φιλέλληνες συγγραφείς, είναι δηλαδή, περισσότερο νοσταλγικά και δεν διαπνέονται από το πνεύμα του αυθεντικού λαϊκού ενθουσιασμού με το οποίο χαιρετίστηκε, από την Ισπανία, η ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Ο ισπανικός φιλελληνισμός, ιδιαίτερα, αυτός της τρίτης φάσης υποβαθμίστηκε ως όψιμος, επειδή ταυτίστηκε με τον Χριστιανικό – ευρωπαϊκό φιλελληνισμό. Το 1833, έτος θανάτου του Φερδινάνδου Ζ’, ειναι χρονολογία ορόσημο, αφού σηματοδοτεί την θεμελίωση του φιλελευθέρου ισπανικού κράτους. Γενικά, δεν είναι ικανοποιητικά γνωστό το φιλελληνικό έργο των εξορίστων ούτε και τα στοιχεία, που αφορούν σ ‘ αυτούς που πολέμησαν στην Ελλάδα, γιατί πολλοί απ’ αυτούς, οι οποίοι επέστρεψαν στην Ισπανία, απέκρυψαν την στρατιωτική τους εμπειρία στην Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνουν την επανένταξή τους.

Ισως ο πιο γνωστός απ’ όλούς τούς Ισπανούς μαχητές, οι οποίοι πολέμησαν στην Ελλάδα ήταν ο Χοσέ Γκαρθία Βιγιάλτα (Σεβίλλη 1801 – Αθήνα 1846), ο οποίος, μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου (1833) επέστρεψε στην Ισπανία και, ύστερα από μια πλούσια δημοσιογραφική και λογοτεχνική σταδιοδρομία, επέστρεψε στην Ελλάδα ως πρέσβυς, μέχρι τον θάνατό του (1846).

 

Η απήχηση τον φιλελληνισμού

 

Χαρακτηριστικό της απήχησης του φιλελληνισμού είναι το ότι, ακόμη και στις Ινδίες, συγκεκριμένα στην Καλκούτα, συγκροτήθηκε φιλελληνικός σύνδεσμος, με μέλη πολλούς Ινδούς. Η παρουσία όμως των Ελλήνων στην Ινδία, έχει βαθειές ρίζες, οι οποίες χάνονται στη σκουριά τον χρόνου. Η πρώτη ιστορική πηγή την οποία έχούμε για την Ινδία, είναι το βιβλίο τον Μεγασθένη, από την Ιωνία (350 – 290 π.Χ.), «Ινδικά», γι’ αυτό και θεωρήθηκε ο «πατέρας της ινδικής Ιστορίας». Ο Μεγασθένης ήταν γεωγράφος, εθνογράφος, διπλωμάτης και ιστορικός. Υπηρξε πρέσβυς του Σελενκον Α’ του Νικάτορος (358 ή 353 π.Χ.) για περισσότερα από δέκα χρόνια, στην Παταλιπούτρα (κατά τους ‘Ελληνες Παλίμβαθρα), σημερινή Πάτνα των Ινδιών. Η περιγραφή του περιλαμβάνει πολλούς «μύθους» αλλά και σημαντικά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία. Στην αρχή του βιβλίου του αναφέρεται στους ηλικιωμένους Ινδούς, οι οποίοι γνώριζαν για την προϊστορική άφιξη του Διονύσου και τον Ηρακλή, στην Ινδία, μια ιστορία δημοφιλή κατά τούς αλεξανδρινούς χρόνους.

Οι Ινδοί, οι οποίοι ζούσαν στα βουνά λάτρευαν τον Διόνυσο, τον οποίον ταύτισαν, αργότερα, με τον Θεό Σίβα και τον Ηρακλή με τον Κρίσνα ή ‘Ιντρα, ενώ δεν κάνει λόγο καθόλου στον Βουδισμό, ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός, όταν ο Ασόκα (270-232 π.Χ.) ανέβηκε στον θρόνο.

Ο Διόνυσος ήταν ο πιο πρόσχαρος θεός και ο πιο αγαπητός από τους ανθρώπους, ένας από τους ελάσσονες Θεούς, που δεν ζούσε στον ‘Ολυμπο. Περιπλανήθηκε σ’ όλον τον κόσμο, φέρνοντας μαζί του το κλήμα. Επισκέφθηκε την Αίγυπτο, μετά, στράφηκε ανατολικά και τράβηξε κατά την Ινδία, την κατέκτησε και δίδαξε στους ανθρώπους την αμπελουργία, την παραγωγή κρασιού, τους έδωσε νόμους και ίδρυσε μεγάλες πόλεις. ‘Εφερε, επίσης, τον κισσό, την δάφνη, τη μυρτιά και άλλα αειθαλή. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, ο Διόνυσος ανέπτυξε πολιτισμό, αγάπησε την ειρήνη αλλά έκανε και εκστρατείες και κατέκτησε ολόκληρη την Ασία. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Διόνυσος, στο τέρμα της εκστρατείας του, έκτισε την πόλη «Νύσα» ως ¨μνημόσυνον της αυτού πλάνης¨ (περιπλάνησης) τε και νίκης, μοναδικό τόπο, όπου φυτρώνει ο κισσός και η δάφνη (μέσα σε άλση παντοία).

Πληροφορίες για την προϊστορική συσχέτιση των Ελλήνων με την Β.Δ. Ινδία, συναντούμε στην Μαχαμπαράτα της Πουράνας, μέσα στην οποία υπάρχουν οι ύμνοι ΒVeda (Βέδες), οι οποίοι μας οδηγούν στη 2η χιλιετία π. Χ., καθώς και στα έπη και στη μεταγενέστερη ινδική λογοτεχνία.

Σημαντικό ιστορικό έργο του Αρριανού (γύρω στο 95 μ.Χ. – γύρω στο 175 μ.Χ.) η «Ινδική», αναφέρεται στην ιστορία, γεωγραφία, στα ήθη των Ινδών, στην εκστρατεία του μακεδονικού στόλου, από τον Ινδό ποταμό έως τον Ευφράτη, στον περσικό κόλπο. Ο Αρριανός αντλεί τις πληροφορίες αυτές από τις παρατηρήσεις τον ναυάρχου του Μ. Αλεξάνδρου, Νέαρχο τον Κρήτα. Ο ίδιος συγγραφέας, στο 5° βιβλίο της «Αλεξάνδρου αναβάσεως», αναφέρει ότι, όταν ο Μ. Αλέξανδρος έφθασε στον Ινδό ποταμό, ηύρε μια πόλη, την Νύσα, η οποία τοποθετείται ανατολικά της πρωτεύούσας του Αφγανιστάν, Καμπούλ, στα σύνορα με το Πακιστάν. Εκεί αντιπροσωπεία Νυσαίων, με επί κεφαλής τον σοφό Άκονφι, επισκέφθηκε τον Αλέξανδρο και τον παρακάλεσε να αφήσει ελεύθερη τη Νύσα, γιατί την έχτισε ο Διόνυσος. Η ουσία των μύθων είναι ότι οι Ινδοί είπαν στον Αλέξανδρο ότι δεν είναι ο πρώτος από τους ‘Ελληνες που κατακτά την Ινδία, αλλά ο τρίτος. (Προηγήθηκαν οι Διόνυσος και Ηρακλής).

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ