Αρχική » Το εξ ουρανού μάννα της ερήμου και η αναφορά του εις τον ακάθιστον ύμνον

Το εξ ουρανού μάννα της ερήμου και η αναφορά του εις τον ακάθιστον ύμνον

Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίνου Χαραλαμποπούλου Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισίας

από ikivotos

Εἰς τούς Χαιρετισμούς ἀποκαλεῖται ἡ Θεοτόκος «τροφή τοῦ μάννα διάδοχος». Κατά συνειρμόν ἐννοιῶν τό Μάννα ἀπεστάλη ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τούς Ἑβραίους, ὅταν ἐπί σαράντα ὁλόκληρα χρόνια εὑρίσκοντο εἰς τήν ἔρημον. Τί ἦτο αὐτό τό Mάννα μέ τό ὁποῖον ἐτρέφοντο οἱ Ἑβραῖοι καί διατί ἐμπλέκεται εἰς τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον;

Ἡ ἑβραϊκή λέξις «μαν» εἶναι ἐρωτηματική ἀντωνυμία καί σημαίνει τί; Ἀπό τήν ἐρωτηματική αὐτή μονοσύλλαβη λέξη ὠνομάσθη ἡ τροφή ἐκείνη Μάννα. Καί τοῦτο, διότι, ὅταν διά πρώτη φορά εἶδον τήν τροφήν ἐκείνη πίπτουσα  ἐξ οὐρανοῦ, διερωτῶντο μεταξύ των «μανγουν» «τί ἐστι τοῦτο, οὐ γάρ ᾔδεισαν τί ἦν (τί εἶναι αὐτό, διότι δέν ἐγνωριζαν τί ἦτο) Ἐξοδ. 16,15.

Εἰς τό βιβλίον  Ἔξοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἐξῆλθον ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἦσαν περίπου δύο ἑκατομμύρια, ἐπειδή ἐκεῖ πού εἶχον τούς καταυλισμούς των ἦτο τόπος ἔρημος καί ἄγονος καί ὡς ἐκ τούτου ἀδύνατον νά τούς διαθρέψῃ, καί καταληφθέντες ὑπό πείνης ἤρχισαν νά γογγύζουν καί νά παραπονῶνται. Αὐτούς ἤκουσεν ὁ Θεός, ὡς ἀναφέρει τό θεόπνευστο βιβλίο, καί λέγει εἰς τόν Μωϋσῆ: «Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά βρέχω ἄρτους ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δέ λαός θά συλλέγει αὐτούς κάθε μέρα γιά φαγητό. Ἐκτός δέ τῶν ἄρτων καί «ὀρτυγομήτραν», ὀρτύκια πρός τροφήν καί χορτασμοῦ τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ θά στέλνω» (Ἐξοδ.16,1 4.13).

Ὁ θεόπτης Μωϋσῆς περιγράφει τό Μάννα ὅτι ὡμοίαζε πρός «κόριον λευκόν (Ἐξοδ.16,31). Τό κόριον εἶναι φυτόν μέ καρπόν εὐώδη· εἶναι αὐτό πού ὀνομάζομε κολίανδρον ἤ κολίανον. Ὁ καρπός του χρησιμοποιεῖται εἰς τήν ζαχαροπλαστικήν καί φαρμακολογίαν. Τό «κόριον λευκόν» ἔπιπτε ἐξ οὐρανοῦ «ὡσεί πάγος ἐπί τῆς γῆς (Ἐξοδ. 16,14). Εἰς ἕτερον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἀριθμῶν ὁ Μωϋσῆς ἐξιστορεῖ: «τό δέ Μάννα ὡσεί σπέρμα κοριοῦ ἐστί καί τό εἶδος αὐτοῦ εἶδος κρυστάλλου» (τό δέ Μάννα ἦτο ὁ σπόρος τοῦ κοριάνδου καί τό χρῶμα αὐτοῦ ὡς τό χρῶμα τοῦ βδελλίου) Ἀριθμ. 11,7.

Τούς κόκκους δέ ἐκείνους, ἀναφέρει τό ἱερόν βιβλίον, «συνέλεγον καί ἤληθον αὐτό ἐν τῷ μύλῳ καί ἔτριβον ἐν τῇ θυΐᾳ καί ἥψουν αὐτό ἐν τῇ χύτρᾳ καί ἐποίουν αὐτό ἐγκρυφίας, καί ἦν ἡ ἡδονή αὐτοῦ ὡσεί γεῦμα ἐγκρίς ἐξ ἐλαίου», (ὁ λαός περιεφέρετο συνάγων αὐτό καί ἤλεθον εἰς μύλον καί ἔψηναν εἰς χύτραν, ἔκαμαν σταχτόπητας ἐξ αὐτοῦ καί ἡ γεῦσις αὐτοῦ ἦτο γεῦσις λαγάνου ἐξ ἐλαίου. Ἀριθμ. 11,8-9)

Ἡ Παλαιά Διαθήκη οὕτως ἑρμηνεύει τό Μάννα ὡς θεόθεν ἀποσταλεῖσα τροφή τῆς ἐρήμου. Δι’ ἡμᾶς, ὅμως, τούς χριστιανούς τό Μάννα ἔχει καί βαθυτέραν σημασίαν, εἰκονίζει ἀφ’ ἑνός μέν τόν ἄρτον τῆς ζωῆς τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατελθόντα ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ἁμαρτωλῶν, ἤτοι τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί τήν θείαν Αὐτοῦ διδασκαλίαν (Ἰω. 6,31-58-Ἀποκ. 2,17).

Ἁφ’ ἑτέρου συμβολίζει τήν Θεοτόκον ἡ ὁποία θρηνεῖ διά τάς δοκιμασίας τῶν ἀνθρώπων καί ὡς οὐρανία καί διάδοχος τοῦ «Μάννα τροφή» θρέφει διά τοῦ Υἱοῦ της τήν ἐκ τῆς ψυχικῆς πείνης καί στερήσεως τῶν θείων ἀληθειῶν ἐξηντλημένην καί ἀπελπισμένην ἀνθρωπότητα. (ΘΕΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως Τίτου Καράντζαλη) (†)

Ἡ Θεοτόκος γεννήσασα τόν Διδάσκαλον τῆς ἀνθρωπότητος καί ἐλευθερωτήν Ἰησοῦν κατέστη ὁ διάκονος, ὁ ὑπηρέτης τῆς ἀφθόνου καί ἁγίας πνευματικῆς  τροφῆς εἰς τήν ὁποίαν πραγματικῶς ἐντρυφοῦν μετ’ Αὐτῆς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού τήν λατρεύουν καί συνδέονται μητρικῶς. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου τήν τοποθετεῖ μέ μέγιστα θαυμαστά καί σπουδαιότατα τῆς Ἑβραϊκῆς ἱστορίας σημεῖα ὡς μίαν παρένθεσιν ἐντός τοῦ κυρίου κεφαλαίου τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τῆς ἱερᾶς ἱστορίας τοῦ θείου σχεδίου τῆς οἰκονομίας περί σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον» (Ἀποκ. 12,1) φέρει τόν νέο Ἀδάμ ὡς ἀνακαινιστή τῆς κτίσεως.

Κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα ἡ Θεοτόκος ἐποίησε τόν οὐρανόν «καινόν» καί τήν γῆν «καινήν». Δίδει τήν ἀνθρώπινη σάρκα δηλαδή τήν ἀπαρχή τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος εἰς τόν Χριστό καθίσταται «ἑστιάτωρ τῆς θείας σαρκός» οὐρανώσασα τό «γεῶδες ἡμῶν φύραμα» καί κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «αὔτη μεθόριον ἐστι κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως» (P.G.151,σελ.472B). Ὑμνοῦμε τήν Θεοτόκον διά τῶν Χαιρετισμών Της, τήν «βασίλισσα τῶν φυλῶν, τήν τῶν πιστῶν ἐκκλησία, τήν βασιλίδα τοῦ γένους, τήν τόν χοῦν οὐρανώσασαν (Ἀνδρέου Κρήτης P.G.97, 1080D), καί καταθέτομεν ἐνώπιόν της τήν ἁμαρτωλόν μας καρδίαν, πρός ἐξαγνισμόν καί εἰρηνοποιΐαν.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

close