Περίπου 32 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, στη «καρδιά» της Νέας Μάκρης, στο όρος Αμώμων («των καθαρών»), βρίσκεται το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Εκεί ασκήτεψε, είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, ο Άγιος Εφραίμ και αργότερα μαρτύρησε «κατόπιν βασάνων υπό ατάκτων μουσουλμάνων, Τούρκων στρατιωτών».
Στον περίβολο της μονής υπάρχει έως σήμερα η μουριά στην οποία λέγεται ότι προσευχόταν ο νεοφανής άγιος κατά τα βασανιστήριά του από τους Τούρκους: «Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια ούτε τον θάνατο. Καμιά δύναμη δεν θα με κάνει να αρνηθώ την πίστη μου στον Πανάγαθο Θεό». Επί πεντέμισι αιώνες η γη εκεί «έκρυβε» το σκήνωμά του, για να αποκαλυφθεί, το 1950, από τη μοναχή Μακαρία και να γίνει, λίγο αργότερα, ένα από τα μεγαλύτερα ορθόδοξα προσκυνήματα.
Το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου υπάγεται στη Μητρόπολη Κηφισίας και είναι από τα παλαιότερα, αλλά και «πλουσιότερα» σε ιστορία, της Αττικής. Η ιερότητα του χώρου, η απόλυτη ηρεμία, οι ευωδιές από το λιβάνι αλλά και οι μοναχές, οι οποίες με τόση προσήλωση εξιστορούν τον βίο και τα θαύματα του αγίου, καθημερινά οδηγούν εκεί χιλιάδες πιστούς.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Πατριαρχική Στραυροπηγιακή Μονή. Λεηλατήθηκε δύο φορές και οι μοναχοί του σφαγιάστηκαν, όπως και ο Εφραίμ (σε ηλικία 42 χρόνων). Τα λεπτομερή βιογραφικά στοιχεία του αγίου αποκαλύφθηκαν στη μοναχή Μακαρία Δεσύπρη σε μια σειρά από οράματα που είχε το 1950. Σύμφωνα με όλα όσα έχει περιγράψει η ηγουμένη, το 1945 πήγε στη μονή για να ανάψει ένα καντήλι. «Επληροφορήθην εσωτερικώς ότι ο τόπος ούτος άγιος εστί», για αυτό και επέλεξε να μείνει. Έφτιαξε ένα μικρό κελί και άρχισε σιγά σιγά να δίνει ζωή στον ερειπωμένο χώρο. Έως το θάνατό της, το 1999, η ηγουμένη δεν εγκατέλειψε ποτέ το μοναστήρι. Με κόπο, στερήσεις και σοβαρά προβλήματα υγείας το έκανε γνωστό στον Ορθόδοξο κόσμο, διαδίδοντας τα θαύματα του Εφραίμ.
«Σκάψε και θα βρεις…»
Σε μια από τις περιγραφές όσων οραματίστηκε, η γερόντισσα αναφέρει: «Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού μοναστηριού, όπου η Θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των αγίων μαρτύρων. Και, καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα των χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σε τόπο ιερό και έλεγα: “Θεέ μου, αξίωσέ με, την ανάξια, να ιδώ κι εγώ έναν από τους παλιούς πατέρες που εδώ έζησαν”».
Ήταν 3 Ιανουαρίου του 1950, όταν άκουσε μια φωνή να την προτρέπει: «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς». Τότε εκείνη ζήτησε από έναν εργάτη να αρχίσει το σκάψιμο στη μέση του ναού. «Από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, τον μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως ο τόπος εκείνος κάποτε υπήρξε κελί κάποιου μοναχού και έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα που κάποτε συνέβη εκεί».
Η μοναχή διηγείται: «Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες και άρχισε ο εργάτης εκείνος να σκάβει κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και, επειδή φοβόμουνα να μη μου κάνει ζημιά, του είπα: “Μη βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά”. Αλλ’ επειδή δεν με άκουγε και έσκαβε με τον ίδιο ρυθμό, του είπα: “Μήπως είναι και κανείς θαμμένος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε”. Και τότε κατάλαβε και μου είπε: “Νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό που έχεις στον νου σου;”». Φτάνοντας σε βάθος, βρέθηκε το κεφάλι του Αγίου Εφραίμ. Ευωδιές πλημμύρισαν ξαφνικά την ατμόσφαιρα. Η Μακαρία έσκυψε και έβγαλε το σκήνωμά του, το οποίο και τοποθέτησε στη συνέχεια σε μια θυρίδα πάνω από τον τάφο.
«Χαρακτηριστικό ότι επρόκειτο για κληρικό είναι το ότι, παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγια του χέρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, όπου δεν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδροϋφασμένο από αργαλειό του παλαιού καιρού, το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό. Και προχωρώντας κάτω εις τα πόδια και πάλι, να, το στρίφωμα του ράσου του, όπως και εις τα χέρια του, ολοκάθαρο και τα πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω, να χαρώ ή να τον κλάψω, πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ο του Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι να είδαν τα μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θα συνέβη. Και, προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του, εθρυμματίζονταν, διότι η βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι’ αυτό και τα τοποθέτησα, όπως ήταν, στη θυρίδα που ήταν πάνω από τον τάφο του».
Η Μακαρία γονάτισε με ευλάβεια και ασπάστηκε το σκήνωμά του. «Αισθάνθηκα βαθιά την έκταση του μαρτυρίου του. Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απέκτησα μεγάλο θησαυρό και, παίρνοντας το χώμα με προσοχή, έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί» .
Ένα βράδυ είδε μπροστά της τον άγιο. Ψηλός, με μακριά μαύρα μαλλιά και γένια, κρατούσε στο ένα του χέρι μια φλόγα και με το άλλο ευλογούσε. «Μέχρι πότε θα με αφήσεις εκεί πέρα; Και ποιος μου έβαλε το κεφάλι έτσι;». Εκείνη του απάντησε: «Συγχώρησέ με. Μόλις ξημερώσει, με το καλό, θα τα φροντίσω όλα». Με το πρώτο φως της ημέρας πήρε και καθάρισε τα οστά από το χώμα και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα στο ιερό της εκκλησίας. Ο άγιος λέγεται ότι εμφανίστηκε τη νύχτα στο όνειρό της, κρατώντας μια εικόνα του και ένα μανουάλι. Η μοναχή πλησίασε και άναψε μια λαμπάδα: «Σε ευχαριστώ πολύ. Το όνομά μου είναι Εφραίμ», της είπε.
«Πέρασε αρκετός καιρός. Από τότε, είχα μέσα μου μια απορία για αυτό το περιστατικό. Μια άλλη μέρα, αφού τελείωσα τον Εσπερινό, καθώς έκλεινα την πόρτα της Εκκλησίας, ακούω τρία γλυκόηχα κτυπήματα σαν κομπολόι κεχριμπαρένιο. Κατάλαβα. Ήταν ο Άγιος. Γυρίζοντας, μπήκα στο ιερό, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα τα άγια λείψανα. Ευωδία άρρητη πλημμύρισε ολόκληρο το είναι μου. Αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισο, μα και την ταπεινότητά μου, μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο».
Η ηγουμένη αφιέρωσε τη ζωή της στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έως το 1980, χωρίς οικονομικούς πόρους, συντηρούσε στη μονή και ορφανοτροφείο με περισσότερα από 70 παιδιά.
Ο βίος του Αγίου
Ο Άγιος Εφραίμ (κατά κόσμον, Κωνσταντίνος Μόρφης) γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 στα Τρίκαλα, ανήμερα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Υπήρξε παιδί πολύτεκνης οικογένειας και έχασε νωρίς τον πατέρά του.
Σε ηλικία 14 ετών εγκατέλειψε την οικογένειά του, έπειτα από προτροπή της μητέρας του, για να αποφύγει, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της μονής, «τη βίαιην στρατολογίαν διά την επάνδρωσιν των γενιτσαρικών σωμάτων, και προσήλθε διά να μονάσει εις την Σταυροπηγιακήν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, την ακμάζουσαν επί του Όρους των Αμώμων της Αττικής».
Στην περιοχή από τον 10ο αιώνα υπήρχαν κελιά, καλύβες και ασκητήρια, στα οποία κατέφευγαν χιλιάδες χριστιανοί. Το 1402 έλαβε το όνομα Εφραίμ και από τότε ασκήτεψε με υπακοή και πίστη στον Θεό. Όλες τις ημέρες τις περνούσε με προσευχή, απομονωμένος σε μια σπηλιά πάνω στο βουνό.
Όμως, το μοναστήρι γνώρισε δύο μεγάλες καταστροφές. Την πρώτη φορά, το 1424, οι Τούρκοι έφτασαν στη Νέα Μάκρη. Ανέβηκαν στο Όρος των Αμώμων, πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί κρύβουν πολύτιμους θησαυρούς στα μοναστήρια. Αφού λεηλάτησαν όλα τα κελιά και τα ασκητήρια, μπήκαν στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όλοι οι μοναχοί σφαγιάστηκαν.
Ο Εφραίμ εκείνη την ημέρα έτυχε και βρίσκονταν απομονωμένος στη σπηλιά του. Όταν επέστρεψε στη μονή, αντίκρισε την απόλυτη καταστροφή. Αφού προσευχήθηκε για τους μοναχούς, τους έθαψε και έπειτα γύρισε στο κελί του. Λέγεται ότι την περίοδο εκείνη ζούσε κάτω από άθλιες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, δεν εγκατέλειψε την πίστη του. Ακόμα και με την απειλή των Τούρκων, εκείνος κατέβαινε στο μοναστήρι στις μεγάλες γιορτές και τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Έναν χρόνο αργότερα οι Τούρκοι πήγαν και πάλι στο μοναστήρι, τον βρήκαν να προσεύχεται και τον συνέλαβαν. «Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια, ούτε τον θάνατο. Καμιά δύναμη δε θα με κάνει να αρνηθώ την πίστη μου στον Πανάγαθο Θεό», έλεγε ο Εφραίμ.
Ανήμερα των γενεθλίων του, έκλεινε τα 42 του χρόνια, υπέστη μαρτυρικά βασανιστήρια, τα οποία διήρκησαν οκτώμισι μήνες. Λέγεται ότι οι Τούρκοι τον κρέμασαν ανάποδα σε μια μουριά, (υπάρχει σήμερα στο προαύλιο της μονής) και συνέχιζαν να τον βασανίζουν. Διαπέρασαν την κοιλιακή του χώρα με ένα αναμμένο χοντρό ξύλο και ύστερα τον κάρφωσαν στο δέντρο. «Ο όσιος Εφραίμ έπεσε θύμα της σκληρότητας ατάκτων Τούρκων στρατιωτών επί τελευταίας Φραγκοκρατίας της Αττικής, και μάλιστα επί της Φλωρεντινής οικογενείας Ατζαγιόλι (1381-1456), τους οποίους διαδέχθηκαν οι Τούρκοι μόλις το 1456, μετά από ενδιάμεσους αμφίρροπους αγώνας μεταξύ των δύο κατακτητών».
Το μαρτύριό του τελείωσε στις 5 Μαΐου του 1426. Η γιορτή του τιμάται κάθε 5 Μαΐου, ενώ στις 3 Ιανουαρίου γιορτάζεται η ημερομηνία ευρέσεως των ιερών του λειψάνων. Στα Τρίκαλα πανηγυρίζεται, κατά παράδοση, από τον Ναό Αγίου Στεφάνου, απέναντι από τον οποίον βρισκόταν το πατρικό του σπίτι.
Στον περίβολο της μονής υπάρχει έως σήμερα η μουριά στην οποία λέγεται ότι προσευχόταν ο νεοφανής άγιος κατά τα βασανιστήριά του από τους Τούρκους
Μαρτυρίες για τον Εφραίμ
Είναι αναρίθμητες οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις και τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ. Ένα από αυτά αφορά την εκκλησία του. Λέγεται ότι, όταν έφτασε η στιγμή να χτιστεί ο ναός του αγίου, βρέθηκε παλιά πέτρα που στόλιζε άλλοτε ένα οικοδόμημα στην Αθήνα. Η ηγουμένη Μακαρία αναρωτιόταν πού ακριβώς θα ήθελε ο άγιος να χτιστεί η εκκλησία. Έφτασε τότε μια προσκυνήτρια στο μοναστήρι και της είπε: «Είδα στο όνειρό μου τον Άγιο Εφραίμ και μου είπε: “Να πας να πεις στη γερόντισσα ότι τον τάφο μου τον θέλω μέσα στην εκκλησία μου”».
Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία, ένα κορίτσι το οποίο ζούσε στο ίδρυμα της μονής μαζί με τη γιαγιά του ένα βράδυ είδε τον άγιο να το πλησιάζει. «Μη με φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ». Η γιαγιά του κοριτσιού ένα βράδυ αργά άκουσε κάποιον να στέκεται έξω από την πόρτα του θαλάμου. Κατά την παράδοση, μια λάμψη φώτισε όλη την περιοχή του μοναστηριού και εμφανίστηκε ο άγιος. Κρατούσε στα χέρια του μια μικρή βυζαντινή εκκλησία που είχε τέσσερις τρούλους στις άκρες κι έναν μεγάλο στο κέντρο, με έναν φωτεινό σταυρό. «Είμαι ο Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ. Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Σταυρού, και πάλι 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα του Σταυρού, άρχισε το μαρτύριό μου. Να πεις στην αδελφή Μακαρία πως θέλω να μου φτιάξει ένα τέτοιο προσκυνητάρι, στη στροφή του δρόμου, εκεί όπου καθόμουν και ξεκουραζόμουν», λέγεται ότι είπε στη γυναίκα. Πράγματι, οι μοναχές έφτιαξαν το προσκυνητάρι, μικρογραφία βυζαντινής εκκλησίας.
Το όραμα ενός πιστού
Ένα από τα οράματα πιστών που έχουν καταχωρηθεί στο επίσημο βιβλίο της μονής είναι το ακόλουθο: «Είδα ότι βρισκόμουν ντυμένος σαν παπαδάκι στο μοναστήρι και βοηθούσα τον Άγιο στην Εκκλησία. Ξαφνικά, βλέπω να μπαίνουν μέσα κάτι αγριάνθρωποι με σαρίκια στο κεφάλι τους, κρατώντας ρόπαλα, ξύλα και σπαθιά. Από τον τρόμο μου έτρεξα και κρύφτηκα κοιτώντας με αγωνία τι θα γίνει… Όλοι αυτοί, φωνάζοντας δυνατά, έπιασαν τον Άγιο και, αφού τον έδεσαν στο δέντρο, άρχισαν να τον κτυπάνε, να τον τρυπάνε με τα σπαθιά τους και το αίμα να τρέχει στη γη. Του έκαναν μαρτύρια ανήκουστα, κόβοντας κομματάκια από το κορμί του, ενώ με γυρισμένα τα μάτια στον ουρανό ο Άγιος προσευχόταν (…)».
Η γραφή συνεχίζει: «Δεν έβλεπα τώρα τους τυράννους, αλλά μόνο τον Άγιο δεμένο πάνω στο δένδρο που και σήμερα υπάρχει, κατακόκκινο μέσα στο αίμα του, χαρακωμένο από παντού, αλλά δεν ζούσε πια, είχε πεθάνει… Και ξαφνικά βλέπω να μπαίνουν βιαστικά εκεί μερικοί άνθρωποι, να ξεκρεμάνε τον Άγιο και να τον μεταφέρουν σε έναν λάκκο πιο πέρα, βάζοντάς τον μέσα. Έβλεπα, ακόμη, ένα μικρόσωμο σκυλάκι με ένα κομμάτι κρέας στο στόμα να κατευθύνεται στον λάκκο και ρίχνοντάς το μέσα να απομακρύνεται ουρλιάζοντας πένθιμα». Ήταν ακριβώς το ίδιο σκυλάκι για το οποίο σε ένα άλλο όραμα είχε πάλι αναφερθεί ο άγιος, λέγοντας ότι «ήταν το μόνο πλάσμα που μου συμπαραστάθηκε τότε, γλείφοντας τις πληγές μου…».
Ο Φώτης Κόντογλου για το μοναστήρι
Για το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Νέα Μάκρη και τη γερόντισσα Μακαρία έχει γράψει και ο αγιογράφος-συγγραφέας Φώτης Κόντογλου. Ο ίδιος έχει φιλοτεχνήσει αγιογραφία του Οσίου Εφραίµ.
«Αγιασμένος είναι όλος εκείνος ο τόπος. Βγαίνει να μας καλωσορίσει η ηγουμένη Μακαρία, μορφή Οσία. Το σεμνό πρόσωπό της ακτινοβολά μέσα στο μαύρο ράσο. Αληθινή και άξια νύμφη του Χριστού, λάμπει από τη χαρά που χαρίζει ο Κύριος σε κείνους που τον αγαπήσανε περισσότερο από γονείς και αδελφούς. Η πίστη και η προσευχή της έκανε να ανθήσει η ξερή έρημο σαν κρίνο. Νεότατη κι ολομόναχη ήρθε πριν από χρόνια σε τούτο το έρημο και άγριο μέρος και κάθισε μέσα στα ερείπια όπου φωλιάζανε τα τσακάλια. Επί μήνες δεν έβλεπε άνθρωπο». Και συνεχίζει: «Η γλυκιά κι ήσυχη Μακαρία τράβηξε κοντά της κάμποσες νέες μοναχές που αφοσιωθήκανε σ’ αυτήν. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά μέσα στη φτωχή φωλιά τους βρήκανε καταφύγιο και άλλα πουλάκια του Θεού, 15 ορφανά, από 1 εως 18 χρόνων. Ω, πλούσια φτώχεια, που ντροπιάζεις τον φτωχό πλούτο που έχουνε οι πλούσιοι!…».
Αγιοκατάταξη
Το 2011 το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε τον Όσιο Εφραίμ στο επίσημο Ορθόδοξο εορτολόγιο. Είχαν προηγηθεί πολλά σχετικά αιτήματα της Ελλαδικής Εκκλησίας προς το Φανάρι. Ήταν η πρώτη προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου -από την ημέρα της εκλογής του- να αναγνωριστεί και να ενταχθεί ένα πρόσωπο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η επιστολή της Ιεράς Συνόδου στο Φανάρι επικαλούνταν την αποδοχή που βρίσκει μεταξύ των πιστών ο Οσίος Εφραίμ. «Η προσέλευσις των προσκυνητών είναι αθρόα, σχεδόν καθημερινώς, κατά δε τας Κυριακάς και εορτάς κατακλύζεται η Ι. Μονή υπό προσκυνητών εξ όλης της Ελλάδος (…). Η τιμή προς τον Όσιον Εφραίμ τον Νέον είναι σαφώς διαδεδομένη ανά την Ελλάδα και το εξωτερικόν. (…) Υπάρχουν Ναοί προς τιμή του. Οι εικόνες του Οσίου προσκυνώνται σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο».
Προσπάθειες για την ένταξη του Οσίου είχαν καταβληθεί και επί εποχής μακαριστού Χριστοδούλου. Σε μια από τις επιστολές του (1997), ο τότε Μητροπολίτης Αττικής Παντελεήμων Μπεζενίτης, σημείωνε: «Κατά την τάξιν και την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τους Αγίους ανακηρύσσει και καθιερώνει η συνείδησις του εκκλησιαστικού πληρώματος, η δε διοικητική Αρχή της Εκκλησίας επικυρώνει απλώς την πίστιν του ευσεβούς λαού και η απόφασις αυτής έχει διαπιστωτικόν χαρακτήρα».
Οι προσπάθειες για την αναγνώρισή του συνεχίστηκαν και έπειτα από έναν χρόνο. Το θέμα, ωστόσο, μπήκε στο αρχείο, εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ του Μητροπολίτη Αττικής και του μοναστηριού.
Ποια ήταν η Μοναχή Μακαρία
Η Μακαρία (κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη) γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1911 στο χωριό Φαλάταδο στη Τήνο. Στα δεκαεννέα της χρόνια έγινε μοναχή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήγαινε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και φρόντιζε τα παιδιά των κρατουμένων. Αργότερα, το 1945, επισκέφθηκε την τότε σταυροπηγιακή ανδρική μονή στο Όρος Αμώμων (σήμερα Μονή Ευαγγελισμού Νέας Μάκρης) και για χρόνια έζησε κάτω από άσχημες συνθήκες. Η υγεία της δοκιμάστηκε πολλές φορές. Κοιμόταν στα ερείπια του μοναστηριού, χωρίς παράθυρα και σκεπάσματα.
Σύμφωνα με όλα όσα έχει αφηγηθεί η ίδια, τη νύχτα έπλεκε κάλτσες «διά να προσπορίζεται τα προς το ζην» και την ημέρα «ξέθαβε» τα ερείπια του μικρού Ναού του Ευαγγελισμού για να βρει τα κελιά των μοναχών.
Η «μάνα των πονεμένων», όπως την αποκαλούσαν οι πιστοί, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, δεν εγκατέλειψε ποτέ της το μοναστήρι. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη μόρφωση, εξέδωσε πατρικά κείμενα («Λόγοι ασκητικοί του Μεγάλου Βασιλείου») και κατέγραψε σταδιακά σε δεκαέξι τόμους τα θαύματα του Εφραίμ.
Πληροφορίες για τη μονή
Η Ιερά Κοινοβιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου βρίσκεται το σκήνωμα του Αγίου Εφραίμ, είναι στη Νέα Μάκρη, στο Όρος Αμώμων Αττικής. Μπορείτε να πάτε είτε με αυτοκίνητο (επί της πλατείας της Ν. Μάκρης, καθ’ οδόν της Λ. Μαραθώνος), είτε με λεωφορείο του ΚΤΕΛ από το Πεδίο του Άρεως, και να κατεβείτε στην πλατεία της Νέας Μάκρης. Από εκεί το μοναστήρι απέχει περίπου 3 χιλιόμετρα.