Μέρος Δ´
Έχουμε ήδη αναφερθεί σε στοιχεία που μας επιτρέπουν τον πνευματικό συσχετισμό μεταξύ της θεωρίας και του έργου των «Τριών Ιεραρχών» με την πολυσχιδή πνευματική δράση του «Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου», το οποίο ιδρύθηκε αμέσως μετά την Εύρεση της πανσέπτου Εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Τήνο.
Στο προηγούμενο μέρος της εργασίας μας εκθέσαμε συνοπτικά τα σχετικά με το βίαιο “Αυτοκέφαλο” της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Βαυαρικό καθεστώς το 1833, με αποτέλεσμα η Εκκλησία μας να έλθει σε ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ρήξη αυτή αποκαταστάθηκε, μετά από ιερούς αγώνες, το 1850, οπότε η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε με “Κανονική” συμφωνία με το Πατριαρχείο, σύμφωνα με τους Κανόνες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ωστόσο επί της Βαυαρικής κυβερνήσεως η Εκκλησία μας είχε μεταβληθεί σε κρατικό θεσμό με μοναδική αρμοδιότητα τα ηθικίστικα θρησκευτικά καθήκοντα των πολιτών.
Τότε η νεοελληνική ψυχοσύνθεση αποδεσμεύθηκε από το επί αιώνες άμεσο βίωμα της Χριστιανικής Πατερικής διδασκαλίας, δημιουργώντας στην ελληνική ψυχή σύγχυση, άγχος, αβεβαιότητα. Ακολούθησε μέσα στον 19ο αι. η καταστροφή Βυζαντινών εκκλησιών, η διάλυση δεκάδων Μοναστηριών, οι διώξεις κληρικών παράλληλα με την έντονη Προτεσταντική προπαγάνδα. Όμως στην Ορθοδοξία η πίστη βιώνεται ως κοινωνία Θεού, όπου οι φραγμοί και οι Νόμοι αντικαθίστανται από την πορεία προς την Αγιότητα.
Μεγάλα ονόματα, όπως ο κληρικός Κων/νος Οικονόμου, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Εθνικός μας ιστοριογράφος Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, αλλά και φωτισμένοι επώνυμοι λαϊκοί κήρυκες αντιστάθηκαν σθεναρά στη σοβαρή αυτή εκτροπή του «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» αγώνα του 1821.
Ωστόσο η επιστημονική-θεωρητική τεκμηρίωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δυνατότητα διαλόγου μεταξύ Κτιστού και Ακτίστου. Τον 19ο αι. η Θεία Πρόνοια φρόντισε ώστε, παράλληλα με τους αγώνες φωτισμένων πατριωτών για τη φανέρωση της ελληνορθόδοξης αλήθειας, η από αιώνες θαμμένη πάνσεπτη Εικόνα να βγει στο φως ενώνοντας το Κτιστό με το Άκτιστο. Να επιβεβαιώσει ότι το βίωμα της πίστης, ως κοινωνίας Θεού, ο διάλογος μεταξύ ύλης και πνεύματος είναι κάτι μοναδικό. Η Ευαγγελίστρια σφράγισε με επίγειο τρόπο τη φωτισμένη διδασκαλία των Τριών Οικουμενικών Διδασκάλων, τονίζοντας, δια του «Π.Ι.Ι.Ε.Τ.», τη σπουδαιότητα της Παιδείας και της Τέχνης. Είναι πρωτοφανής και ανεξήγητη σε αριθμό και ποιότητα η εξέλιξη των Τηνίων καλλιτεχνών του 19ου αι., όπως ο Νικόλαος Γύζης, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Γιαννούλης Χαλεπάς και πολλοί άλλοι. Άλλωστε στην Αθήνα το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Παλαιά Βουλή και άλλα Νεοκλασικά κτίρια είναι έργα Τηνίων εκτελεστών και εφαρμοστών. Η Θεοτόκος ένωσε υπό την Σκέπη της ακόμα και τους αλλόθρησκους (βλ. πολύτιμα τάματα από Τούρκους αξιωματούχους) και καθιέρωσε τη Χριστιανική Εκκλησία ως φορέα Οικουμενικού πολιτισμού έναντι του διχασμού που δημιούργησαν οι Δυτικές δυνάμεις στο νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο.
Είναι έργο της Θείας Πρόνοιας η επιλογή της ημέρας της Ευρέσεως της Αγίας Εικόνας, ημέρας εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι φώτισαν με τα νάματα της Ορθοδοξίας την λίαν ταραχώδη εποχή τους. Μέσα στον λαμπρό, αλλά λιτό, Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας στην Τήνο, όπου φυλάσσεται η θαυματουργή Εικόνα, ακούγονται, σ᾽ ένα μυσταγωγικό κάλεσμα, οι θείες Λειτουργίες του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου, του οποίου η θεία Λειτουργία αποτέλεσε την κύρια και επίσημη Λειτουργία της Βυζαντινής Εκκλησίας, τουλάχιστον έως τον 10ο αι.
Οι Τρεις Ιεράρχες αγωνίστηκαν σκληρά για την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και την δια της Πίστεως ενότητα των ορθοδόξων χριστιανών. Μέσω του Χριστιανισμού η σχέση κυριάρχων-κατακτημένων μεταβλήθηκε σε σχέση αδελφών. Το ίδιο η Αγία Εικόνα ήλθε να φανερώσει τη δυνατότητα της ενώσεως του Θεού με όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους.
«Ευαγγελίζου Γη χαράν μεγάλην», ήταν η απάντηση της Θεομήτορος, όταν τη ρώτησε η εκστασιασμένη μοναχή Πελαγία ποια είναι. Έτσι φανερώθηκε η δυνατότητα ένωσης Θεού και κόσμου, δια της ασκητικής-εμπειρικής μετοχής στην Αλήθεια, ως κοινωνίας με το Άκτιστο. Η Οσία Πελαγία έφθασε δια της ασκήσεως εμπειρικά στη γνώση του Ακτίστου. Δεν “έμαθε” κάτι δια της γνώσεως, αλλά “έπαθε” κάτι κοινωνώντας, δια του δοξασμού της θεώσεως, με το Άκτιστο.
Εδώ, συσχετίζοντας τις δύο εορτές της 30ής Ιανουαρίου, θα υπενθυμίσουμε την προσπάθεια του Μ. Βασιλείου για την “Κανονική” ζωή των Μοναχών, αφού και ο ίδιος είχε ασκητέψει, όπως και τη βαθιά πίστη του στην κοινοβιακή ζωή των Μοναχών, ως παράδειγμα ταπεινώσεως, ενότητας, εργατικότητας, φιλαλληλίας και ανιδιοτέλειας.
Όπως βλέπουμε, η θαυματουργή Εικόνα τόνισε με Κτιστό τρόπο το πνευματικό έργο των Μεγάλων Πατέρων, οι οποίοι έδωσαν αντίστοιχα στην Αγία Εικόνα ένα πλούσιο θεωρητικό στήριγμα.
Οπωσδήποτε ο υπέρλαμπρος Ιερός Ναός της Μεγαλόχαρης, όπως και η πολυσχιδής δράση του «Π.Ι.Ι.Ε.Τ.», διέσωσαν την καρδιακή-εσωτερική ένωση των Ελλήνων με το Έθνος τους, έξω από κάθε έννοια εθνικιστικής αυτοέξαρσης, σε μία εποχή, όπου ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Βαυαροκρατία προκάλεσαν διχασμό.
Ακόμα και σήμερα οι Ευρωπαίοι ή Ευρωπαΐζοντες σκεπτικιστές, οι “προοδευτικοί”, οι τεχνοκράτες και οι νεωτεριστές μακάρι να μπορούσαν να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατόν ένα μισοκαμμένο ξύλο, σπασμένο στα δύο, μέσα στα χώματα και τους ασβέστες, να μπορεί να χαρίζει στο διηνεκές λύτρωση, θαύματα, όραμα, πίστη, ελπίδα και αρχοντιά!
Ο χαρισματικός λαός της Τήνου πλαισίωσε και πλαισιώνει με σεβασμό, πίστη και αγάπη τη λάμψη του Ακτίστου Φωτός, που τόσο απλόχερα του χάρισε η Θεία Πρόνοια.
*
Είναι γεγονός ότι τόσο η μέγιστη συμβολή των Αγίων Πατέρων στην Αποκάλυψη της Χριστιανικής Αλήθειας, ως συνέχειας της αρχαιοελληνικής σκέψεως, όσο και το θαύμα της, δια της εμφανίσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, Αποκαλύψεως της Αγίας Εικόνας Της, έχουν ένα κοινό, μοναδικό βάθος, μία πρωτόγνωρη θαυμαστή ουσία, η οποία θα μπορούσε να ερευνηθεί ευρύτερα από ένα επιστήμονα Θεολόγο.
Η 30ή Ιανουαρίου γιορτάζεται πανηγυρικά στην Τήνο ως μία τοπική εορτή για τη “Θεία Εύρεση”. Μήπως θα έπρεπε να έχει ένα ευρύτερο, εθνικό θα λέγαμε, χαρακτήρα, για το πλούσιο ιστορικό και πνευματικό της περιεχόμενο;
Επίσης, στις μεγάλες μας Εθνικές εορτές της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, μήπως θα έπρεπε να μνημονεύεται με σεβασμό και επίγνωση και η παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου ως Προστάτιδος των Ελλήνων;
Γένοιτο!