Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

«Νίκη του Οικουμενικού Πατριάρχη» χαρακτήρισε μερίδα του Τύπου την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στο Κολυμπάρι Χανίων. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για νίκη η οποία οφείλεται στις πρωτοβουλίες της Εκκλησίας της Ελλάδος και ιδιαιτέρως στον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τα θέματα ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι με τις παρεμβάσεις της η Εκκλησία της Ελλάδος διαφύλαξε την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Παρά την επίμονη αντίδραση των Αρχιεπισκόπων Κύπρου και Αλβανίας, τελικά έγινε αποδεκτή η συμβιβαστική πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στην παράγραφο 6 του κειμένου για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον».

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ο νηφάλιος και αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος την αποστροφή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ότι «κρατά όμηρο την Σύνοδο». Όπως δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος, «με την τροπολογία αυτή πετυχαίνουμε μια συνοδική απόφαση που για πρώτη φορά στην Ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά μόνο στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών εκκλησιών ή ομολογιών». Ο όρος «ετερόδοξοι» είναι πλέον σημαντικός και αυτού του όρου «εκκλησία» καθόσον η κοινή δόξα (πίστη) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη αυτής ταύτης της Εκκλησίας. Ο όρος «εκκλησία», όμως δύναται να υποδηλώσει πολλαπλές έννοιες, θεολογικής, ιστορικής, κοινωνιολογικής ή άλλης μορφής.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι επίσης η καταδίκη της Ουνίας η οποία επετεύχθη χάρη στην πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Ελλάδος διά του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Στην παράγραφο 23 του ιδίου κειμένου γίνεται δεκτό ότι ο διαχριστιανικός θεολογικός διάλογος πρέπει να διεξάγεται εν πνεύματι αμοιβαίας αγάπης και κατανοήσεως αποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμού, ουνίας ή άλλης προκλητικής ενεργείας ομολογιακού ανταγωνισμού.

Το τρίτο άκρως σημαντικό ζήτημα το οποίο προκάλεσε αισθήματα ικανοποιήσεως στην αντιπροσωπία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο υπήρξε η -έστω και καθυστερημένη- ρητή δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη ότι δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το υφιστάμενο καθεστώς των Νέων Χωρών. Υπενθυμίζεται ότι στις 11 Ιουνίου 1928, σε έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας, ο τότε αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος είχε δηλώσει μεταξύ άλλων ότι «δεν χειραφετούνται πλήρως και απολύτως οι Μητροπόλεις της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Νήσων, καθ’ ον τρόπον εχειραφετήθησαν αι εκκλησιαστικαί επαρχίαι της Επτανήσου, είτα δε της Θεσσαλίας εν μέρει δε και της Ηπείρου, και δύναται να υπολάβη τις ότι η διοικητική αφομοίωσις δεν εμφανίζεται απολύτως σύμφωνος προς τας απαιτήσεις των ιερών κανόνων. Απολύτως σύμφωνος προς τας απαιτήσεις αυτάς θα ήτο η διακοπή παντός δεσμού των εν λόγω Μητροπόλεων προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον... Εχομεν... υπέρτατον και εκκλησιαστικόν αλλά και εθνικόν συμφέρον να διασώσωμεν το Πατριαρχείον...».

Για εθνικούς και ευρύτερα εκκλησιαστικούς λόγους, «κατ’ οικονομίαν», όπως λέγει στο ίδιο κείμενο ο αοίδιμος ιεράρχης, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν ζήτησε την πλήρη υπαγωγή των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η δεινή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξακολουθεί να υφίσταται. Πρόσφατο δείγμα αυτής της δεινής θέσεως, η αδυναμία καταδίκης της αναγνώσεως του Κορανίου στην Αγία Σοφία, η οποία θλίβει τους Ορθοδόξους. Από το μεστό μήνυμα της Μεγάλης και Αγίας Συνόδου πρέπει να προσεχθεί η διαπίστωση ότι «απέναντι στην ισοπεδωτική και απρόσωπη ομογενοποίηση η οποία προωθείται με ποικίλους τρόπους, η Ορθοδοξία διακηρύττει τον σεβασμό στην ιδιοπροσωπία ανθρώπων και λαών». Επίσης γίνεται λόγος για τη σύγχρονη εκκοσμίκευση, η οποία «...επιδιώκει την αυτονόμηση του ανθρώπου από τον Χριστό και την πνευματική επιρροή της Εκκλησίας, την οποία ταυτίζει αυθαιρέτως με τον συντηρητισμό».

Γενικότερα το μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επιτυγχάνει μια πνευματική ανάγνωση των προβλημάτων. Παρέμειναν, πάντως, άλυτα ζητήματα, όπως ο Κανονισμός της Συνόδου, ο οποίος στο μέλλον θα έπρεπε να επανεξεταστεί, ενώ η απουσία των άλλων Εκκλησιών αποτελεί τεράστιο πρόβλημα, του οποίου είναι προς το παρόν άγνωστη η έκβαση και στέρησε από τη Σύνοδο το χαρακτηρισμό της ως Πανορθοδόξου.