Αρχική » Τα Θρησκευτικά δεν αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολιτείας

Τα Θρησκευτικά δεν αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολιτείας

από kivotos

Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

Ενόψει της αναθεωρήσεως του Συντάγματος και του διαλόγου Πολιτείας-Εκκλησίας για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, ακούγεται κατά κόρον το επιχείρημα ότι μόνον η Πολιτεία αποφασίζει επί του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών. Η παρατήρηση αυτή χρήζει σχολιασμού. Στην Ελλάδα οι σχέσεις ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα αναλύονται στο πλαίσιο του νομικού θετικισμού που κυριαρχεί στην επιστημονική σκέψη. Καλλιεργείται η αντίληψη ότι η παρουσία των θρησκευτικών συμβόλων στις σχολικές αίθουσες ή ο ομολογιακός χαρακτήρας των θρησκευτικών αποτελεί αναχρονισμό, τον οποίο θάττον ή βράδιον πρέπει να εγκαταλείψουμε.

Αντίθετα, στην Ευρώπη έννοιες όπως κοσμικότητα και λαϊκότητα (laicité) γίνονται αντικείμενο κριτικής και σήμερα κερδίζει έδαφος η έννοια της ανοιχτής στο θρησκευτικό πεδίο κοσμικότητας (laicité ouverte), δηλαδή γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η πνευματική και χριστολογική πλευρά της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απόφαση της 18/3/2011 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επέφερε αποφασιστικό πλήγμα στην αντίληψη της «ουδετεροθρησκείας», η οποία υπήρξε ακραία έκφραση του Διαφωτισμού. Το δικαστήριο στην απόφαση αυτή δέχεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους να διατηρήσει την παράδοσή του, διότι αναγνωρίζει τη μεγάλη διαφορετικότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στο πεδίο της πολιτιστικής και ιστορικής εξέλιξης, ενώ απαγορεύει ρητώς τον προσηλυτισμό.

Βάσει του Α.Ν. 1363/1938, στο άρθρο 4, παρ. 2, ως προσηλυτισμός νοείται «η διά πάσης φύσεως παροχών ή υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά μέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτική συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Άρα, η χρήση του όρου προσηλυτισμός επί ομοδόξων συνιστά νομικό ατόπημα.

Η κατήχηση, η οποία δεν έχει σχέση με τον προσηλυτισμό, αποτελεί εισαγωγή στη θεωρία και την πράξη, δηλαδή το ολικό βίωμα της θρησκείας των γονέων, και μάλιστα της πλειοψηφίας των Ελλήνων Ορθόδοξων γονέων. Σημειώνουμε, πάντως, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως διδάσκεται σήμερα, δεν έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Η άποψη ότι μόνο η Πολιτεία αποφασίζει αποτελεί παραβίαση του ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου, το οποίο ισορροπεί και συνυπολογίζει τα δικαιώματα των γονέων, το ιστορικοκοινωνικό περιεχόμενο της χριστιανικής πνευματικής παράδοσης της Ευρώπης και τα δικαιώματα των Εκκλησιών να εκφέρουν άποψη επί των διδασκομένων μαθημάτων.

Στην Ελλάδα έχουν ήδη κατοχυρωθεί τα δικαιώματα των Ρωμαιοκαθολικών και των Εβραίων να ασκούν απόλυτο έλεγχο επί του κατηχητικού χαρακτήρος του μαθήματος. Με βάση την αρχή της ισότητας, δηλώσεις ότι μόνο η Πολιτεία αποφασίζει συνιστούν παραβίαση του ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου και του ευρωπαϊκού νομικού κεκτημένου. Προκειμένου περί της Νορβηγίας και της Τουρκίας, το ΕΔΔΑ είχε εκτιμήσει (υπόθεση Folgero και Zengin) ότι το νορβηγικό πρόγραμμα «Χριστιανισμός, Θρησκεία και Φιλοσοφία» «… παρείχε ευρύτερη γνώση της χριστιανικής θρησκείας σε σχέση με τις άλλες (και) δεν μπορούσε αυτό καθ’ εαυτό να θεωρηθεί ότι αφίστατο των αρχών του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας και ότι κατέληγε σε προσηλυτισμό. (Το δικαστήριο) Θεώρησε ότι ενόψει της θέσεως που κατείχε ο Χριστιανισμός στην ιστορία και την παράδοση του προσβαλλόμενου κράτους -της Νορβηγίας- η υπόθεση ενέπιπτε στο περιθώριο εκτίμησης που του αναγνωρίζεται στη διαμόρφωση και εφαρμογή του Προγράμματος Σπουδών. (Το δικαστήριο) Κατέληξε σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα επί του περιεχομένου των μαθημάτων “Θρησκευτικός Πολιτισμός και Γνώσεις Ηθικής”, που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία, στα οποία το Πρόγραμμα παρείχε ευρύτερη προβολή της γνώσης του Ισλάμ λόγω του ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία που ασκείται κατά πλειοψηφία στην Τουρκία, ασχέτως της κοσμικής( λαϊκής) φύσεως του κράτους».

Συνεπώς, τα Θρησκευτικά δεν αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολιτείας, όπως μετ’ επιτάσεως τονίζεται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ