Του Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου Β'

Είναι ιστορικά αποδεκτό και πρακτικά αποδεδειγμένο, ότι τα περισσότερα δεινά σε μια χώρα και σε μια κοινωνία τα έχουν προκαλέσει οι δημαγωγοί.

Οπως λένε τα λεξικά, δημαγωγός είναι αυτός ο οποίος καθοδηγεί τον δήμο. Αυτός, δηλαδή, που έχει την ικανότητα δια της πειθούς να κατευθύνει τα πλήθη. Στην αρχή η λέξη είχε καλή έννοια. Στις δημοκρατικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας σήμαινε αυτόν ο οποίος με τις ρητορικές του ικανότητες και δια μέσου της δραστηριότητάς του, κατόρθωνε να ασκεί μεγάλη επιρροή στον λαό.

Πολύ γρήγορα, όμως, πήρε το σημερινό αρνητικά φορτισμένο εννοιολογικό της περιεχόμενο, ώστε να σημαίνει αυτόν που με δόλο και ψευδολογίες αποπροσανατολίζει τον λαό, τον χειραγωγεί και τον ποδηγετεί σε αποφάσεις, επιλογές και πρακτικές, ενισχυντικές και προωθητικές των στόχων του.

Οι κατά καιρούς δημαγωγοί, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια, την παρορμητικότητα και ενίοτε τις ευαισθησίες του πλήθους, έγιναν και γίνονται αιτία εξόντωσης ικανών και εντίμων ανδρών, κατασπίλωσης και ηθικής εξόντωσης πολιτικών ή ιδεολογικών τους αντιπάλων, πραγματικών ή φανταστικών, κατευθύνοντας και φανατίζοντας το πλήθος, το οποίο προβαίνει σε ενέργειες, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα διανοούνταν.

Γιατί, ο φόβος της τιμωρίας αλλά και η λογική εμποδίζουν πολλούς να προπηλακίσουν, να υβρίσουν, να λοιδορήσουν ή και να εγκληματίσουν, όταν είναι και δρουν ως μεμονωμένα άτομα.

Μόλις, όμως, βρεθούν -και χαθούν- στην ανωνυμία του πλήθους, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία τους και αίρει τις όποιες αναστολές τους, τότε προβαίνουν σε αήθεις και ακραίες ενέργειες, ή λαμβάνουν αποφάσεις που δεν εμφορούνται από τη λογική, αλλά κυριαρχούνται από το πάθος και την έξαψη που αυτό δημιουργεί και γι’ αυτό κατά κανόνα αποβαίνουν επιζήμιες ή και καταστροφικές…

Φωνάζουν, γιατί και ο άλλος φωνάζει, υβρίζουν γιατί και ο άλλος υβρίζει, στασιάζουν, γιατί και ο άλλος στασιάζει, χωρίς να έχουν και την παραμικρή ιδέα για την αιτία, για την οποία φωνασκούν, υβρίζουν και στασιάζουν.

Παγιδευμένοι στα δίχτυα του φανατισμού, ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να σκεφτούν λογικά, να κρίνουν ψύχραιμα και να προβληματιστούν…

Τα άτομα αυτά, υπό την επήρεια του φανατισμού, δεν μπορούν να σκεφτούν συνετά και δεν ανέχονται τον αντίλογο. Είναι ετεροκίνητα, εύπιστα, ευμετάβλητα, ασταθή, παρορμητικά και μισαλλόδοξα, για τα οποία ισχύει το «ου με πείσεις, καν με πείσης».

Και χρειάζεται μεγάλη δύναμη και τόλμη για να μπορέσουν οι, πάντα λίγοι, ψύχραιμοι και συνετοί, να πάνε αντίθετα στο ρεύμα της γενικευμένης παράνοιας και να σταθούν όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους, όπως ο Χριστός!

Ο Χριστός, πού μέσα σε μια βδομάδα έζησε την παραφορά και την παραφροσύνη του πλήθους, το οποίο τη μια μέρα έσεισε τον τόπο, από την υποδοχή που του επεφύλαξε, και λίγες μέρες αργότερα, άκουσε το ίδιο πλήθος να φωνάζει «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν» και να Τον υψώνει μόνο, κατάμονο πάνω στον Σταυρό, εγκαταλελειμμένο από τους ίδιους τους μαθητές Του.

Από την αρχαιότητα έως και σήμερα, η Ιστορία έχει καταγράψει στις σελίδες της πλήθος αρίστων που κυνηγήθηκαν από δημαγωγούς, όπως ο Αριστείδης ο Δίκαιος, αλλά και πλήθος καταστροφικών αποφάσεων, που λήφθηκαν υπό την επήρεια της δημαγωγίας, όπως η Σικελική εκστρατεία, που οδήγησε στον όλεθρο τον Αθηναϊκό στρατό.

Ο Δημοσθένης στον τρίτο Ολυνθιακό λόγο του, προβαίνει σε μια αποκαλυπτική διαπίστωση για την καταστροφική επίδραση των δημαγωγών και την ευπιστία του λαού, βροντοφωνάζοντας ότι «εξ ου δ᾽ οι διερωτώντες υμάς ούτοι πεφήνασι ρήτορες «τι βούλεσθε; τι γράψω; τι υμίν χαρίσωμαι;» προπέποται της παραυτίκα χάριτος τα της πόλεως πράγματα, και τοιαυτί συμβαίνει, και τα μεν τούτων πάντα καλώς έχει, τα δ᾽ υμέτερ᾽ αισχρώς»!

«Αφότου, δηλαδή, εμφανίστηκαν οι ρήτορες που σας ρωτούν “τι επιθυμείτε; τι να εισηγηθώ; ποια χάρη να σας κάνω;” από εκείνη τη στιγμή θυσιάστηκαν απερίσκεπτα τα συμφέροντα της πόλης, με αντάλλαγμα μια πρόσκαιρη δημοτικότητα· γι' αυτό συμβαίνουν τέτοια πράγματα· γι' αυτό όλες οι υποθέσεις αυτών πηγαίνουν καλά, ενώ οι δικές σας είναι για ντροπή».

Το ίδιο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και για τα σύγχρονα δεδομένα της ζοφερής πραγματικότητας, που ως άτομα και ως λαός βιώνουμε.

Η κριτική μας ικανότητα έχει αμβλυνθεί από την κυριαρχία της εικόνας και του συνθήματος.

Οι ηθικές μας αντιστάσεις έχουν κλονισθεί από την ανατροπή της κλίμακας αξιών.

Οι ψυχικές μας αντοχές έχουν καμφθεί από την επέλαση της οικονομικής δυσπραγίας.

Η ψυχραιμία και η σύνεση και η λογική, που θα πρέπει να διέπουν λόγους, πράξεις και αποφάσεις μας, έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια απέλπιδα εξάρτηση και προσκόλληση σε όποιον χαϊδεύει τα’ αυτιά μας, λέει όσα θέλουμε να ακούσουμε, υπόσχεται όσα θα θέλαμε να γίνουν, ή παρουσιάζοντας ως πραγματικότητα αυτά που φοβόμαστε ότι μπορεί να γίνουν!

Τελικά, το πρόβλημα μπορεί να μη βρίσκεται σε όσουν έχουν ενστερνισθεί τα όσα ο Χίτλερ συμβούλευε, ότι, δηλαδή, «αν θέλετε τη συμπάθεια των μαζών, πρέπει να λέτε τα πιο ηλίθια και τα πιο χοντρά ψέματα», αλλά σ’ αυτούς που άκριτα και αβασάνιστα τους πιστεύουν!