Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλκισίας και έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, όμως σε νεαρή ηλικία είδε σε όραμα τον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης, ο οποίος την προέτρεπε να βαπτισθεί.

Οταν ξύπνησε και συνήλθε, η Αγία Πελαγία ζήτησε άδεια από τη μητέρα της και με το πρόσχημα ότι θα μεταβεί στην τροφό της, πού ζούσε σε άλλη πόλη, πήγε στον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος τη βάπτισε χριστιανή. Η χαρά της ήταν μεγάλη.

Αφού παρέδωσε τα πολυτελή της ενδύματα στην Εκκλησία για να πωληθούν και να διαθέσει τα χρήματα στους πτωχούς και αδύνατους, πήγε στην τροφό της, η οποία έγινε έξαλλη από θυμό και την έδιωξε.

Αποφάσισε τότε να επιστρέψει στη μητέρα της, ελπίζοντας στη μητρική κατανόηση και στοργή. Οταν όμως και η μητέρα της αντίκρισε αυτή την ενδυμασία, αναστατώθηκε και πέφτοντας στο πόδια της, την ικέτευσε να επανέλθει στην αρχική της πίστη.

Η Αγία Πελαγία στενοχωρήθηκε, αλλά της δήλωσε ότι η απόφασή της ήταν οριστική και αμετάκλητη. Οταν όμως ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε το γεγονός ότι ο γιος του, ο οποίος ήταν αρραβωνιαστικός της Πελαγίας, από τη θλίψη του αυτοκτόνησε, κάλεσε οργισμένος την Αγία Πελαγία και τη διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Η Αγία Πελαγία με παρρησία αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι γνώρισε τον αληθινό Θεό.

Εξαλλος ο Διοκλητιανός, διέταξε να πυρώσουν ένα χάλκινο βόδι και να την τοποθετήσουν εντός του, χαρίζοντάς της την ουράνια δόξα.

Ο Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Παυλόπουλος γράφει:

Η ωραιότητα της Πελαγίας ήταν τόσον εντυπωσιακή, ώστε παρουσιάστηκε μνηστήρας της ο γυιός του Αυτοκράτορα και εκείνη βέβαια το εθεώρησε τιμή της να γίνη σύζυγος του πρίγκιπα, και ανταποκρίθηκε στην τιμητική πρότασι του μνηστήρα. Αλλα η Πελαγία προοριζόταν από τη θεία πρόνοια να γίνη νύμφη όχι ειδωλολάτρη πρίγκιπα, αλλά του μεγάλου Βασιλέα Κυρίου Ιησού, του «ωραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς» νυμφίου Χριστού.

Και να πώς.
Ο επίσκοπος της Ρώμης Λινός εκατηχούσε πολλούς ειδωλολάτρες και τους εβάπτιζε χριστιανούς. Είχε καταστή γνωστός σ’ όλους τους ειδωλολατρικούς κύκλους σαν περίφημος κατηχητής και υποδειγματικός Επίσκοπος των χριστιανών. Ηταν γνωστή η δράσι του και στην Πελαγία και την εντυπωσίαζε μάλιστα.

Γι’ αυτό και είδε ένα όνειρο πολύ διδακτικό και σημαδιακό. Είδε στον ύπνο της τον επίσκοπο Λίνο να την παρακαλή να δεχθή να την βάπτιση χριστιανή. Και όταν εξύπνησε και θυμήθηκε το όνειρο, το εμελέτησε, το ενεβάθυνε και -με το θειο φωτισμό βέβαια- έβγαλε το συμπέρασμα ότι αναγκαίο ήταν και γι’ αυτήν σωτήριο να ασπασθή το χριστιανισμό και να βαπτισθή χριστιανή.

Οθεν πήρε την απόφασι και την εβαλεν αμέσως σε έργο. Πήρε άδεια από τη μητέρα της για να επισκεφθή την παραμάνα της και έτσι βρήκε την ευκαιρία και επισκέφθηκε τον άγιον επίσκοπο της Ρώμης Λίνο. Του εξέθεσε όλα τα μυστικά του εαυτού της και τα σχετικά με τη μνηστεία της και προπάντων το όνειρό της και του αποκάλυψε την επιθυμία της να πολιτογραφηθή μέσα στο σωτηριώδη χριστιανισμό.

Ο Επίσκοπος χάρηκε σαν τους αγγέλους στον ουρανό. Την εκατήχησε λοιπόν και με βαθειά ευγνωμοσύνη προς τον Αγιο Θεό την εβάπτισε στο όνομα της αγίας Τριάδος και της εφόρεσε τον λευκό και φωτεινό του βαπτίσματος χιτώνα, ενώ εκείνη η αρχόντισσα εχάρισε στον άγιο τα πολύτιμα της φορέματα για να τα εκποίηση και να τα προσφέρη στους πτωχούς. Ετσι με τα βαφτιστικά της πήγε στην παραμάνα της.

Αλλα εκείνη δεν την δέχτηκε. Φαντάζεσθε λοιπόν την κατάπληξι της μητέρας της, άλλα και τη θλίψη της όταν την είδε με το ένδυμα νεοφώτιστων χριστιανών.

Δεν χρειαζόταν καθώς καταλαβαίνετε να εξιστόρηση η αγνή της και πανέμορφη κόρη τα της προσχωρήσεως της στο Χριστό, γιατί το ένδυμα της και μόνο το φτωχό και ταπεινό μαρτυρούσε την ηρωικήν απόφασί της και το τετελεσμένο γεγονός.

Μάταια επροσπάθησεν η μητέρα της να την πείση να πετάξη τα φορέματα της νεοφώτιστης και να ντυθή άλλα λαμπρά φορέματα αντάξια μιας μνηστής του πρίγκιπα, του γιού του Διοκλητιανού, γιατί η αγνή κόρη Πελαγία είχε πάρει αμετάκλητη, την απόφασί να γίνη νύμφη του ουράνιου νυμφίου της ψυχής της Κυρίου δε ημών. Γι’ αυτό και αναγκάστηκεν η μητέρα της να καταφυγή στή βοήθεια και την επιρροή, που επίστευεν ότι θα ασκούσε επάνω της ο μνηστήρας της.

Αλλα μάταια και εκείνος επροσπάθησε να την απόσπαση από την παράταξι των χριστιανών και όταν διαπίστωσεν ότι καθόλου δεν την συγκινούσεν η παρουσία του ούτε και το μέλλον τους το ρόδινο και ευοίωνο, απογοητευμένος και καταρρακωμένος αυτοχειριάστηκε και έδωσε στον εαυτό του τέλος άδοξο και οικτρό.

Και βέβαια όλη αυτή η υπόθεσι ως εκ της αυτοκτονίας του πρίγκιπα, έγινε λεπτομερέστατα γνωστή στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο όποιος και τόσον ωργίστηκε και προσβάλθηκεν, ώστε με τα χέρια του έπιασε την αγία και την εμαντράκωσε μέσα σε ένα βόδι χάλκινο και πυρακτωμένο, οπού και σαν τον αγίον Αντίππα, τον πρώτο επίσκοπο της Περγάμου, ηρωικά ετελείωσε τη ζωή της και έλαβε το στέφανο το μαρτυρικό.

Την μνήμη της Οσίας Πελαγίας τιμά στις 8 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας.