Στο χωριό Βάσα Κοιλανίου της επαρχίας Λεμεσού, το οποίο ανήκει εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Πάφου, σώζεται το σπήλαιο που έζησε και άγιασε ο Οσιος Βαρνάβας.

Ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει στο Χρονικό του ότι ο Οσιος Βαρνάβας ήταν ένας από τους 300 Αλαµάνους που ήρθαν στην Κύπρο, µετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς.

Οι Αλαµάνοι αυτοί, κληρικοί και λαϊκοί, για να ξεφύγουν από τους κατακτητές κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες όπως και στην Κύπρο, για να συνεχίσουν την ασκητική ζωή τους. Το όνομα Αλαµάνοι, κατά µια εκδοχή, το πήραν από τότε που η Βυζαντινή αυτοκρατορία χρησιμοποίησε μισθοφόρους στρατιώτες για να προστατεύουν τα σύνορά της. Οι στρατιώτες αυτοί δεν ήταν µόνο Ελληνες αλλά και Γερμανοί (Αλαµάνοι). Ετσι, αργότερα όλοι οι μισθοφόροι στρατιώτες, Ελληνες και ξένοι, πήραν το όνομα Αλαµάνοι.

Πολλοί από αυτούς τους Ελληνες μισθοφόρους ταξίδεψαν στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν. Μερικοί ασκήτεψαν εκεί, μέχρι που ο σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλλαδίν, αφού κυρίευσε ολόκληρη την Παλαιστίνη το 1187 µ.Χ., τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τα ασκητήριά τους και να καταφύγουν σε γειτονικές χώρες.

Σύμφωνα µε άλλη εκδοχή, οι Αλαµάνοι ήσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί που πήραν µέρος, ως μισθοφόροι, στις Σταυροφορίες, προς απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Οταν όμως αντελήφθησαν τους πραγματικούς σκοπούς των Σταυροφόρων, εγκατέλειψαν το στράτευμα και 300 από αυτούς ήλθαν στην Κύπρο.

Κατά τον Μαχαιρά, λοιπόν, ο Αγιος ήλθε από την Παλαιστίνη, ασκήτεψε στη Βάσα, όπου και εκοιµήθη και ετιµήθη και τιµάται ως Αγιος. Ομως, ο υμνογράφος χαρακτηρίζει τον όσιο Βαρνάβα ως «των μοναστών την καλλονήν και των Βασέων βλάστηµα και κλέος». Και παρόλο που για τη ζωή του αγίου δεν γνωρίζουμε πολλά, γιατί στο συναξάριο δεν αναφέρεται καθόλου, ενώ στη χειρόγραφη ακολουθία του δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία, αυτή η αναφορά µας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Οσιος Βαρνάβας ήταν γέννημα και θρέµµα της Βάσας.

 

 

Οι τοπικές παραδόσεις φέρουν τον Βαρνάβα να ασχολείται από μικρός µε τη μελέτη της Αγίας Γραφής και καθημερινή του απασχόληση να ήταν η προσευχή και η εφαρμογή των λόγων του Θεού. Για να μπορέσει, μάλιστα, να αφιερωθεί καλύτερα στο πνευματικό του έργο, πήγε έξω από το χωριό, σε µια σπηλιά που βρίσκεται στη ρίζα ενός απότομου και γυμνού από κάθε βλάστηση γκρεμού. Εκεί, σ’ ένα χώρο μήκους 8,5 μέτρων, πλάτους περίπου 5 και ύψους 2,5, έζησε ο Αγιος τη ζωή του, που ήταν µια ζωή αφιερωμένη στον Θεό.

Οι κάτοικοι της Βάσας και της γύρω περιοχής πήγαιναν κοντά του για να τον συμβουλευθούν και να πάρουν δύναμη από τα λόγια του ασκητή. Επίσης πολλοί άρρωστοι κατέφευγαν στον Αγιο και έβρισκαν τη θεραπεία τους.

Οταν έφτασε σε μεγάλη ηλικία, ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του για να τον στεφανώσει και να τον ξεκουράσει από την πολύχρονη δοκιμασία. Και ο Αγιος φεύγοντας από τη ζωή, δεν έπαψε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους, που µε πίστη ζητούσαν τη μεσιτεία του στον Κύριο.

Μετά τον θάνατο του Αγίου, οι κάτοικοι της Βάσας έκτισαν ένα ναό στο όνομά του και τοποθέτησαν εκεί τα άγια λείψανά του. Η εκκλησία αυτή όμως, λόγω της πολυκαιρίας, παρουσίασε προβλήματα γι’ αυτό και κατεδαφίστηκε στα τέλη του 19ου  αιώνα, για να κτιστεί στη θέση της μεγαλύτερη στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου). Εκεί μέσα τοποθετήθηκαν και φυλάσσονται τα ιερά λείψανα του Οσίου Βαρνάβα.

Σήμερα οι κάτοικοι της Βάσας, θέλοντας να τιμήσουν τον Αγιο και προστάτη του χωριού τους, ανοικοδόμησαν ναό και τον αφιέρωσαν στο όνομά του, κοντά στο σπήλαιο όπου έζησε και αγίασε, για να μπορούν να λειτουργούν και να δοξάζουν τον Αγιό τους κοντά στον τόπο που διάλεξε για να δοξάσει τον Θεό.

Η Εκκλησία µας τιμά τη µνήµη του Οσίου Βαρνάβα της Βάσας Κοιλανίου την ίδια µέρα που τιμά και τον οµώνυµό του, τον ιδρυτή και προστάτη της αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, Απόστολο Βαρνάβα, στις 11 Ιουνίου.