Του Πρωτοπρεσβύτερου Δημήτριου Θεοφίλου, M.D., PhD Student EΚΠΑ.

 

Για ακόμα μία φορά, η νεοελληνική παράνοια σε όλο της το μεγαλείο. Από τη μια οι εισαγόμενοι και ντόπιοι νεωτερικοί διαφωτιστές, με τις αριστεροειδείς ανησυχίες να κατεδαφίζουν τα πάντα ως μπουλντόζα, και από την άλλη ένας περίεργος συφερτός άκρως συντηρητικών κύκλων, μαζί με επαγγελματίες, συνδικαλιστικής μεταπρατικής υφής, που συνεπικουρούν με προνεωτερική αφέλεια ή πονηριά στη διατήρηση ενός μαθήματος «ζόμπι» που από δεκαετίες έχει καταστεί κλινικά νεκρό.

Εδώ και πολλές δεκαετίες δεν έχει απασχολήσει κανέναν από τους όψιμους υπερασπιστές του χιλιο-βασανισμένου μαθήματος των Θρησκευτικών το πώς και από το ποιους διδάσκεται. Το επίπεδο των τεσσάρων τμημάτων των δύο θεολογικών σχολών, από όπου αποφοιτούν οι σύγχρονοι θεολόγοι, έχει πέσει κατακόρυφα, όταν αρκούν στον τελευταίο νεοεισαχθέντα του τμήματος Θεολογίας της Αθήνας μόλις 11.584 μόρια το 2014 και 11.542 το 2015, ενώ για το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Θεσσαλονίκης 10.787 μόρια το 2014 και 10.838 το 2015. Από τα νούμερα καθίστανται φανερή η απαξίωση του κλάδου, καθώς και το χαμηλό επίπεδο των εισαχθέντων, αφού οι μαθητές που τελικά εισέρχονται είναι κάτω του μετρίου.

Παράλληλα, οι ήδη διορισμένοι θεολόγοι στη πλειονότητά τους θα προτιμούσαν να διδάσκουν άνετα, αντί για θεολογία, θρησκειολογία ή κοινωνιολογία ή οτιδήποτε άλλο κατ’ ανάθεση, προκειμένου να μη διαταραχθεί το μέχρι τώρα status quo των όποιων κεκτημένων τους. Ταυτόχρονα, ακούει και διαβάζει κάποιος μια αναπάντεχη σπουδή από πλευράς της διοικούσας Εκκλησίας, όταν είναι η ίδια που εδώ και χρόνια σε επίπεδο μητροπόλεων δεν γνωρίζει ούτε φυσιογνωμικά τους περισσότερους (-ες) από τους (τις) θεολόγους που διδάσκουν εντός των ορίων κάθε μητρόπολης και δεν έχει ενδιαφερθεί πρακτικά για την άνοδο του επιπέδου σπουδών των θεολογικών σχολών.

Το μάθημα των Θρησκευτικών από καιρό επί της ουσίας έχει απολέσει τον ομολογιακό του χαρακτήρα, αφού, ελλείψει ελέγχου και αξιολόγησης, κάθε «απίθανος» μπορεί να διδάσκει δικές του δοξασίες ή ένα στρεβλό περιεχόμενο της Ορθόδοξης ομολογίας και πίστης.

Μαθητές και γονείς θεωρούν εδώ και αρκετές δεκαετίες το μάθημα των Θρησκευτικών είτε ως «ώρα του παιδιού» είτε ως ένα μάθημα «απολίθωμα του χθες» που θα πρέπει όλοι οι μαθητές να έχουν απαρέγκλιτα βαθμό 20, ώστε αυτό το «άχρηστο» κατά πολλούς μάθημα να συνεπικουρεί τουλάχιστον στο ανέβασμα του γενικού μέσου όρου. Είναι προφανές πως το πρόβλημα δεν είναι το μάθημα, αλλά το ποιος και το πώς το διδάσκει. Όταν πάσχει, όμως, κάποιος από χρόνιο αριστερίστικο αλληθωρισμό, μπορεί να θεωρεί άκριτα και επιπόλαια το μάθημα «άχρηστο», «αναχρονιστικό» και «σκοταδιστικό», το οποίο δεν συνάδει με τα πανθρησκειακά μοντέλα της νέας εποχής.

Μαθητές και γονείς θεωρούν εδώ και αρκετές δεκαετίες το μάθημα των Θρησκευτικών είτε ως «ώρα του παιδιού» είτε ως ένα μάθημα «απολίθωμα του χθες» που θα πρέπει όλοι οι μαθητές να έχουν απαρέγκλιτα βαθμό 20

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, οι διάφοροι πολιτικοί «περιηγητές» του πολιτικού τοπίου, που διορίζονται σε «διατεταγμένη υπηρεσία», ως πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Παιδείας ανά περιόδους αρθρώνουν διάφορες κομματικές κραυγές εκτός τόπου και χρόνου, που καθιστούν την τραγικότητα της Παιδείας ακόμα πιο ζοφερή, αρκεί να ανατρέξει κανείς στη λίστα υπουργών και υφυπουργών που έχουν θητεύσει στο συγκεκριμένο υπουργείο τα τελευταία 41 χρόνια, για να βγάλει τα δικά του προσωπικά συμπεράσματα.

Η ελληνική Παιδεία είναι στοχευμένη τόσο υπερατλαντικά όσο και ενδοευρωπαϊκά, πάνω από 40 χρόνια, με «αξιοπρόσεκτα» πλέον αποτελέσματα, αναφορικά με τη ποιότητα γλώσσας, πατρίδας και πίστης, που διδάσκονται τα παιδιά μας και στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες.

Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι μέρος του συνολικού προβλήματος, ένα άλλο σημαντικό κομμάτι αποτελούν τα λεγόμενα φιλολογικά μαθήματα, όπως η Γλώσσα, η Ιστορία, η Έκθεση και τα Αρχαία Ελληνικά, όπου επικρατεί και αβάσταχτη οδύνη, για όσους πονούν ακόμη για κάποια πράγματα, σε τούτον τον μισοερειπωμένο τόπο.

Δυστυχώς για την ελληνική Αριστερά, αφού συνεχίζει να διέπεται από έναν αναχρονιστικό αντικληρικαλισμό, που ανάγεται στο 1789, με στοιχεία χρόνιας νεύρωσης και εμμονών που την κρατούν αγκυλωμένη σε ιδεοληψίες και τσιτάτα προηγούμενων εποχών, αφήνοντας να φλερτάρουν ανερυθρίαστα με τη θρησκεία οι αριβίστες υποκριτές της λαϊκής Δεξιάς ή οι μανιακοί διαφόρων φασιστικών μορφωμάτων.

Δεν μπορεί να ζει κάποιος στην Ελλάδα και να μην ξέρει τι είναι ο «επιτάφιος», να μην ξέρει τι σημαίνει «άγιος», να μην ξέρει ότι η στρογγυλή στέγη λέγεται «τρούλος», να μην ξέρει ότι υπάρχουν τέσσερα Ευαγγέλια. Είναι ζήτημα βασικής μόρφωσης. Είναι ζήτημα εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.

Το ζητούμενο σήμερα είναι όχι η κατάργηση, αλλά η ανασυγκρότηση και αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, μέσα τόσο από κατάλληλο διδακτικό υλικό όσο και από κατάλληλα αξιολογημένους ανθρώπους, οι οποίοι ως εκπαιδευτικοί λειτουργοί θα δώσουν σάρκα και οστά στο θεωρητικό περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων, μέσα από μια γνώση βιωματικού και εμπειρικού χαρακτήρα. Θα ήταν άδικο αν δεν αναφέρονταν κάποιος στους απλούς και ψυχωμένους εκείνους θεολόγους που καταθέτουν την ψυχή τους μέσα στη τάξη ανυστερόβουλα και πραγματικά «γράφουν» μέσα στις ψυχές και τα μυαλά των μαθητών τους, αποτελώντας, έτσι, με την παρουσία τους αυτή ένα διαχρονικό παράδειγμα στη μετέπειτα ζωή και πορεία των μαθητών τους. Οι εξαιρέσεις, όμως, δεν σώζουν τον κανόνα, απλώς τον επιβεβαιώνουν, γι’ αυτό οι εξαιρέσεις πρέπει να πληθύνουν, με όρεξη για δουλειά και πολύ φιλότιμο.

Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι αφορμή για κόντρες, αλλά σημείο εκκίνησης για την κατανόηση μιας χώρας όπου η θρησκεία έχει διαρκείς και επίμονες αναφορές, από αναρίθμητες γλωσσικές εκφράσεις

Το ζήτημα της εύκολης απαλλαγής από τα Θρησκευτικά είναι δευτερεύον. Αυτό που προέχει είναι το φρεσκάρισμα του μαθήματος σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο. Καλύτερα, πιο ενδιαφέροντα βιβλία είναι η αρχή. Οργάνωση της ύλης, ώστε να μη διδάσκονται τα ίδια και τα ίδια επί δώδεκα χρόνια.

Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι αφορμή για κόντρες, αλλά σημείο εκκίνησης για την κατανόηση μιας χώρας όπου η θρησκεία έχει διαρκείς και επίμονες αναφορές, από αναρίθμητες γλωσσικές εκφράσεις (Θεός φυλάξοι, μα την Παναγία), από εκκλησίες σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, από εικονίσματα στο μέσο σπίτι, ακόμα και από τον θεσμό της κυριακάτικης αργίας.
Αυτό το «καντήλι» μέσα στη ψυχή του Νεοέλληνα δεν πρέπει να σβήσει, αυτό το «προσκυνητάρι» δεν πρέπει να ερημώσει, γιατί τότε θα μείνει απελπιστικά μόνος, για να παλέψει τόσο με τους προσωπικούς του δαίμονες όσο και με τα θεριά που τον κυκλώνουν ολόγυρα και τον απειλούν με ιστορικό, αλλά και οντολογικό αφανισμό.