Αρχική » Ένας ματαιωμένος σιωπηρός θυμός

Ένας ματαιωμένος σιωπηρός θυμός

από kivotos

Του πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Θεοφίλου, M.D., PhD Student ΕΚΠΑ

 

«Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε, επιτέλους, κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή είναι χρυσός… Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγγός. Αφού δεν θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς, κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα ’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με έναν φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή, που θα μου λέει: Μίλα!..».

Αζίζ Νεσίν

 

Το νιώθεις γύρω σου, το οσφραίνεσαι στην ατμόσφαιρα πως μυρίζει μπαρούτι, όλα είναι τόσο εύφλεκτα, αρκεί να υπάρξει μια σπίθα για να συμβεί η κοινωνική έκρηξη. Μέσα σε όλους σοβεί ένας μεγάλος ανεκπλήρωτος θυμός, ένας χείμαρρος που τον συγκρατεί το φράγμα του φόβου και της αβεβαιότητας, το οποίο, όμως, έχει ρηγματωθεί.

Αφού η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός και άργυρος, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει στην κατάθλιψη και στα συνακόλουθα. Ας δούμε την κατάσταση κατάματα και ας παρατηρήσουμε «μετά φιλοκαλίας ευτελιζόμενοι».

Οι νέοι, αφού περάσουν από μια σειρά «ιερών» εξετάσεων για να αποκτήσουν το πολυπόθητο πτυχίο ή κάτι περισσότερο, σιωπηλοί φεύγουν για το εξωτερικό ή μένουν άνεργοι με τα μάτια καρφωμένα στο «ταβάνι».

Η μεσαία παραγωγική ηλικία χάνει καθημερινά το μεροκάματο, ψάχνει μάταια σε αγγελίες εργασίας, περιμένει σε ουρές ανέργων και εξυπηρετεί ελαστικά ωράρια εργασίας, με αντίδωρο κάποια ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της εργοδοσίας.

Οι ηλικιωμένοι περιμένουν απίστευτες ώρες αναμονής για συνταγογράφηση, για στοιχειώδη περίθαλψη υγείας, αφού καλούνται συνέχεια να βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη, σε μια υγεία που καθημερινά ιδιωτικοποιείται και με μια σύνταξη που παράλληλα συρρικνώνεται.

Η γήινη Εκκλησία βρίσκεται μάλλον σε παράλληλο σύμπαν. Αρκεί να ρίξει μια ματιά κάποιος στις εκκλησιαστικές ιστοσελίδες, σιωπώντας ταυτόχρονα συνενοχικά. Πού και πού βρίσκεται κάποιος να αρθρώσει κάποιον λόγο, που, όμως, τις περισσότερες φορές είναι είτε «ξύλινος» είτε «γραφικός».

Το δικαίωμα στη δουλειά, τη στέγη, την υγεία, την Παιδεία, την καθημερινή τροφή έγιναν ζητούμενα και από υποχρεώσεις της Πολιτείας αφέθηκαν στη φιλανθρωπία, είτε της Εκκλησίας είτε διάφορων άλλων ΜΚΟ.

Όλος αυτός ο συσσωρευμένος και ματαιωμένος θυμός θα έπρεπε να μας ανησυχεί. Βρισκόμαστε σε μια ξεχωριστά προικισμένη γωνιά της γης, αλλά αυτό δεν το νιώθουμε, δεν το πιστεύουμε, δεν το αξιοποιούμε.

Η αξιακή και ηθική κρίση χτύπησε την πόρτα τούτου του τόπου πολλά χρόνια πριν και εμείς ανοίξαμε δίχως να ρωτήσουμε καν ποιος είναι, έτσι βρεθήκαμε χειροπόδαρα δεμένοι και όμηροι της ευκολίας, της καλοζωίας και ενός ιδιότυπου αρχοντο-χωριάτικου ελληνικού κιτς ονείρου, που ξέφτισε σε εφιάλτη. Η οικονομική κρίση αποκάλυψε απλά την έκταση τόσο της κενότητας όσο και της φαιδρότητας του νεοελληνικού «γίγνεσθαι». Αφού αποκαλύφθηκε η υπαρξιακή κατάντια και η ιδεολογική ρηχότητα της νεοελληνικής πραγματικότητας, που στη συνέχεια με «κλασσικό» τρόπο ο ένας ανεύθυνος και ανώριμος πολίτης άρχισε να τα φορτώνει στον άλλο.

Η αξιακή και ηθική κρίση χτύπησε την πόρτα τούτου του τόπου πολλά χρόνια πριν και εμείς ανοίξαμε δίχως να ρωτήσουμε καν ποιος είναι, έτσι βρεθήκαμε χειροπόδαρα δεμένοι

Το ζητούμενο τώρα είναι αν υπάρχει «ελπίς». Σίγουρα υπάρχει, αλλά ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που την αναζητούμε.

Δεν υπάρχει στις «αγορές», δεν υπάρχει στο προσδόκιμο της βιολογικής ζωής, δεν υπάρχει στην ευμάρεια και τον καταναλωτισμό. Η ελπίδα υπάρχει μέσα μας, στα χαμόγελα των παιδιών μας, στη δωρική λιτότητα που καλούμαστε να αναζητήσουμε στο συλλογικό μας χθες, στη μετροέπεια και στη σεμνότητα, που έχουμε λησμονήσει για πολλά χρόνια τώρα.

Η σιωπή μας θα γίνει δημιουργική και θα πάψει να είναι συνενοχική όταν αυτή στραφεί στη δημιουργικότητα ενός καλύτερου αύριο. Όταν πάψουμε να απαιτούμε με αναίδεια και να διεκδικούμε μόνο ρηχά συντεχνιακά δικαιώματα, αλλά αρχίσουμε να προσφέρουμε με θυσιαστικό πνεύμα για το κοινό καλό, για μια καλύτερη πατρίδα που θα ζήσουν τα παιδιά μας, για έναν καλύτερο κόσμο.

Η σιωπή είναι πράγματι χρυσός, όχι όταν συγκαλύπτει αδικίες, όχι όταν θυσιάζει το δίκαιο και την αγάπη, όχι όταν μας κάνει χαμαιλέοντες, περιστασιακούς σαλτιμπάγκους ευκαιριών και ανυπόληπτους πολίτες, που παίζουμε ένα διαρκές κρυφτό και κυνηγητό (εναλλάξ) με την Πολιτεία, σε ένα καθεστώς ανυποληψίας, ατιμωρησίας και πλήρους ύβρης.

Καλούμαστε να αρχίσουμε να διδάσκουμε ξανά στα σπίτια μας, στα σχολεία μας, στις εκκλησιές μας αξίες και νόημα ζωής, πέρα από την ύλη, την αλαζονεία και τη ματαιοδοξία.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ