Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Η τελευταία ενέργεια του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου να μεταβεί στο Μέγαρο Μαξίμου και να συμμετάσχει στο θέατρο των εντυπώσεων του κ. Τσίπρα, που παίζει τα πολιτικά παιχνίδια του και αγωνίζεται για την πολιτική του επιβίωση, εκθέτει ακόμη μια φορά τον Μακαριώτατο στα μάτια της κοινής γνώμης και απογοητεύει ποίμνιο και ποιμένες. Ιδίως τους τελευταίους, τους «βιγλάτορες της πίστης μας», όπως είχε χαρακτηρίσει τους Ιερείς ο Μακαριστός Χριστόδουλος, αφού αυτούς κυρίως «αγκυλώνουν» οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού συνεργούντος του Αρχιεπισκόπου. Δεν είχαμε αυτή τη φορά μια μυστική νυχτερινή συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, για να εξασφαλισθεί η σιωπή της Εκκλησίας στην πώληση της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς. Τώρα όλα έγιναν στο άπλετο φως της δημοσιότητας, διότι αυτό απαιτούσαν οι ανάγκες του έργου. Είναι άλλωστε γνωστό ότι, ενώ όλες οι συνωμοσίες γίνονται μυστικά, οι θεατρικές παραστάσεις αντιθέτως, συντελούνται πάντα δημοσίως. Πώς αλλιώς θα μπορέσει να τις παρακολουθήσει το κοινό; Θεατρική παράσταση χωρίς θεατρίνους και θεατές είναι αδιανόητη. Και εάν οι τελευταίοι δεν μπορέσουν να βολευτούν όλοι στον χώρο της παράστασης, θα φροντίσει η ηλεκτρονική να τους στείλει μέσω της τηλοψίας τις εικόνες στο σπίτι τους. Ετσι επιτυγχάνεται το μάξιμουμ της θεαματικότητας σε ένα έργο που έχει ζήτηση, όπως είναι αυτό της εκκλησιαστικής περιουσίας και της διακοπής της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου από το Δημόσιο.

Στο σχετικό «ολίσθημα» παρασύρθηκε ο Μακαριώτατος από τις προσωπικές σχέσεις, που έχει διαμορφώσει με τον κ. Τσίπρα. Εξ αιτίας αυτών των σχέσεων δεν προβληματίστηκε καθόλου ο κ. Ιερώνυμος με την ιδιαιτερότητα της περιόδου που διανύουμε. Δεν μπήκε στον κόπο να σκεφτεί ότι η περίοδος αυτή είναι στην ουσιαστικά προεκλογική. Ετσι ανταποκρίθηκε ανεπιφύλακτα στην πρόσκληση του Πρωθυπουργού και μετέβη στο «τερέν» του Μαξίμου, όπου παρακολουθούσε σιωπηλός τον κ. Τσίπρα να ρίχνει με την αριστερή «ρακέτα» του τις «βολές» του εναντίον της Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας ως «μπαλάκι» του τένις άλλοτε την εκκλησιαστική περιουσία και άλλοτε τους Ιερείς. Από αυτό το τεράστιο σφάλμα του κ. Ιερώνυμου απορρέουν πολλά άλλα μερικότερα σφάλματα που διέπραξε, όπως π.χ. η αφωνία του να σχολιάσει το «σπορ» που είδε μετά τη λήξη της «παρτίδας», αφήνοντας έτσι να δημιουργούνται εντυπώσεις σε βάρος της Εκκλησίας, η ατολμία ή αμηχανία του να ζητήσει με κομψό τρόπο τη μετάθεση της συζήτησης επί του  Κυβερνητικού Σχεδίου Συμφωνίας για το χρόνο μετά τις προσεχείς εκλογές, ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος λεπτομερών διαβουλεύσεων με όλους τους αρμόδιους φορείς, αφού όμως ακουσθούν προηγουμένως οι θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην πνευματική δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η μισή Ελλάδα.

Αυτά όλα και άλλα συναφή λάθη δεν θα τα διέπραττε ασφαλώς ο κ. Ιερώνυμος, εάν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς εκπροσωπεί και επίσης ότι τον χρησιμοποιεί ο κ. Τσίπρας και μαζί με αυτόν και την Εκκλησία, για να ανασκευάσει την εικόνα του εν όψει των προσεχών εκλογών. Και γι’ αυτό χρειάζεται μεταξύ άλλων τις ευλογίες και τις «πινελιές» του Αρχιεπισκόπου. Θέλει να δείξει στο Λαό ο κ. Τσίπρας ότι δεν είναι, όπως πιστεύεται, ο πολιτικός απατεώνας που τον ξεγέλασε, για να ανέλθει στην εξουσία, αλλά ένας ικανός πολιτικός (!), ο οποίος έλυσε όλα τα χρονίζοντα προβλήματα της χώρας: Τα βρήκε με τους Ευρωπαίους εταίρους στο ζήτημα του χρέους. Πήρε την έγκρισή τους για την μη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων. Τώρα μάλιστα δίνει και αναδρομικά σε όλους από την καλή του καρδιά, σαν τον φιλεύσπλαχνο Μάξιμο, το μονομάχο της γνωστής ταινίας, χωρίς να τον υποχρεώνει κανένας! Ποιός γνωρίζει άλλωστε, τι λέει το Σύνταγμα για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας; Εκλεισε το μέτωπο με τους Σκοπιανούς στη Μακεδονία (δίνοντας τα «κλειδιά» του «θησαυρού» της στους «πειρατές», που την πολιορκούν τόσα χρόνια). Και με την τελευταία συμφωνία που προτείνει στην Εκκλησία «πετάει» από τους «ώμους» της Πολιτείας το βάρος της μισθοδοσίας των κληρικών, ώστε να μειωθεί το μισθολογικό κόστος του Κράτους (γράφε: ώστε να αντικατασταθούν οι κληρικοί από 10.000 μισθοφόρους του κομματικού στρατού της «αριστεράς του τίποτα»)!

Δεν έχει σημασία ότι με τους  ισχυρισμούς αυτούς του άξιου Πρωθυπουργού μας, αν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτοί από τα άλογα ζώα, θα γελούσε μέχρι λιποθυμίας σύμπαν το βασίλειο των έμβιων όντων από τα μαλάκια μέχρι τα τελευταία τετράποδα, μηδέ των παρδαλών εριφίων εξαιρουμένων. Σημασία έχει η παραπλανητική εικόνα που προβάλλουν. Αυτή η παραπλανητική εικόνα ανέβασε τον κ. Τσίπρα στην εξουσία από το πουθενά. Και με αυτή την παραπλανητική εικόνα προσπαθεί τώρα να κρατηθεί με «νύχια και με δόντια» στην καρέκλα της εξουσίας. Κατανοητά όλα αυτά ως ένα σημείο. Το ερώτημα όμως εδώ είναι ένα και είναι πολύ απλό: Τι δουλειά έχει με όλα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος; Είναι δυνατόν να αποδέχεται τον άτυπο ρόλο του «μεσίτη», που του έχει αναθέσει ο κ. Τσίπρας, για να μεσολαβεί κάθε φορά στην «πώληση» εκείνων που αυτός θέλει να «πωλήσει»; Δεν αντιλαμβάνεται ο Μακαριώτατος ότι είναι ανεπίτρεπτο να σύρεται μαζί του η Εκκλησία πίσω από πολιτικές σκοπιμότητες; Αλλά και επί της ουσίας των προτάσεων της Κυβέρνησης, τι είναι εκείνο που παρέχει την αισιοδοξία στον κ. Ιερώνυμο ότι μια Κυβέρνηση αθέων θα δώσει επί των τιθεμένων ζητημάτων επωφελείς για την Εκκλησία λύσεις;

Είναι, νομίζω, περιττό να τονιστεί ότι, εάν ήταν στην θέση του Μακαριωτάτου ένας άλλος Αρχιεπίσκοπος, που δεν θα είχε τις προσωπικές αναστολές του κ. Ιερώνυμου, δεν θα άφηνε αναπάντητα αυτά που ακούστηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου την περασμένη εβδομάδα. Μάλιστα ο μακαριστός Χριστόδουλος, που τόσο λείπει σήμερα από την Εκκλησία και την Ελλάδα, με την παρρησία του λόγου του και την «κοφτερή» του γλώσσα απέναντι στις αοριστίες και στα σκοτεινά σημεία του σχετικού Σχεδίου Συμφωνίας, θα «έπαιρνε» τη «ρακέτα» και το «μπαλάκι» από τα χέρια του κ. Τσίπρα μέσα στην έδρα του. Θα του θύμιζε ότι το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας έκλεισε οριστικά πριν από 30 περίπου χρόνια, όταν η Εκκλησία παραχώρησε στην Πολιτεία τα «φιλέτα» της και συμφώνησε μαζί της από τα σχετικά έσοδα αυτών να πληρώνονται οι μισθοί των Ιερέων.

Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να «αναξέεται» από την Πολιτεία μια «πληγή» που έχει «επουλωθεί», για να συντηρείται έτσι ένα αρνητικό κλίμα σε βάρος της Εκκλησίας και να δημιουργείται η ψευδής εντύπωση στο Λαό ότι «κολυμπάει» στο χρυσάφι, ενώ η αλήθεια είναι ότι με τα ψιχία που της έχουν απομείνει με πολλές δυσκολίες καταφέρνει να καλύπτει τις λειτουργικές της ανάγκες και να εκπληρώνει τη φιλανθρωπική της αποστολή. Θα έλεγε δε απερίφραστα στον κ. Τσίπρα ότι, δυστυχώς, δεν εμπιστεύεται πια την Πολιτεία. Oταν αυτή δε σέβεται την υπογραφή που έβαλε πριν από 30 χρόνια, κατά ποία λογική θα την σεβαστεί στη Συμφωνία που θα υπογράψει τώρα με την Εκκλησία; Και τι θα γίνει τελικά με τους Ιερείς, εάν η Πολιτεία αθετήσει την υποχρέωσή της και δεν καταβάλει τη συνδρομή της στον υπό ίδρυση νέο φορέα; Θα ξαναγυρίσουν στο δημόσιο τομέα ή θα γίνουν «μπαλάκι» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Θα έβγαζε «φωτιές» από τα γένια του, για να το ακούσει όλος ο Ελληνικός Λαός ότι οι Ιερείς δεν είναι «μπαλάκι», για να το παίζει ο κ. Τσίπρας ή όποιος άλλος άθεος και εθνομηδενιστής διαχειριστής της εξουσίας.

Για τη μισθοδοσία τους έχει καταβάλει η Εκκλησία στην Πολιτεία κτηματικά ομόλογα. Αλλά και οι ίδιοι οι Ιερείς από τη μεριά τους έχουν «πληρώσει» τις εισφορές της μισθοδοσίας τους με αίμα και με ψυχή, για να είναι σήμερα ελεύθερη η Πατρίδα και να εκδηλώνει την αχαριστία της προς αυτούς. Oσο για το ιδιόρρυθμο «Χριστιανόσημο», που σκοπεύει να καθιερώσει η Πολιτεία για τη μισθοδοσία των κληρικών, ας υποδειχθεί στον εμπνευστή αυτού κ. Κουράκη, να το εισηγηθεί καλύτερα στους Φράγκους της Ευρώπης. Διότι μόνον οι φράγκικες Εκκλησίες έχουν μηδενική προσφορά στους εθνικούς αγώνες των λαών τους. Η Ελλαδική Εκκλησία είναι μοναδική στον κόσμο, αφού μόνον αυτή μπορεί να καυχάται ότι ανάμεσα στους ήρωες της Εθνεγερσίας αριθμεί πολλά ματωμένα και μπαρουτοκαπνισμένα ράσα. Και όλα αυτά, για να μείνει ζωντανό το Eθνος.

Με τα δεδομένα αυτά θεωρώ ότι ο κ. Ιερώνυμος, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω των προσωπικών του αγκυλώσεων απέναντι στον κ. Τσίπρα, δεν μπορεί να κρατάει πια με ασφάλεια το «πηδάλιο» της Εκκλησίας στα χέρια του. Γι’ αυτό οφείλει, νομίζω, να παραιτηθεί από τη θέση του Αρχιεπισκόπου και να ανοίξει το δρόμο της διαδοχής του από άλλο Ιεράρχη με πιο «στιβαρά» χέρια από τα δικά του. Δεν αμφισβητώ ούτε την αγάπη του κ. Ιερώνυμου προς την Εκκλησία, ούτε τις καλές του προθέσεις και την εντιμότητά του. Oμως αυτά δεν αρκούν για την «πλοήγηση» του «σκάφους» της Εκκλησίας στους σημερινούς φουρτουνιασμένους καιρούς που βγάζουν συνεχώς «κυκλώνες» και απειλούν να το «καταποντίσουν». Χρειάζεται πρωτίστως η σιγουριά ενός καλού «καπετάνιου». Και αυτή τη σιγουριά δεν μπορεί, δυστυχώς, να την προσφέρει υπό τις παρούσες συνθήκες ο κ. Ιερώνυμος. Ας αφήσει λοιπόν την ιστορία να κρίνει την προσφορά του ως Αρχιεπισκόπου και ας σκεφτεί λίγο την υστεροφημία του, η οποία βλάπτεται σοβαρά από τα απανωτά λάθη που διαπράττει τελευταία.